Όσο πλησιάζουμε στις εκλογικές αναμετρήσεις οι απαιτήσεις για περισσότερες

δαπάνες και λιγότερους φόρους θα πολλαπλασιάζονται. Θα σταθώ στους φόρους. Οι

προτεραιότητες της φορολογικής μεταρρύθμισης είναι αυτές που είπε ο διοικητής

της Τραπέζης της Ελλάδος: απλοποίηση του συστήματος, ενθάρρυνση της

επιχειρηματικότητας, μείωση φόρων που επιβαρύνουν το κόστος. Είναι οι

προτεραιότητες μιας χώρας που εννοεί να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα και

τις αναπτυξιακές της προοπτικές. Ειδικά η μείωση της επιβάρυνσης των

επιχειρήσεων επιβάλλεται από τις διεθνείς τάσεις. Προς τα εκεί κινούνται όλοι.

Σε προεκλογική ατμόσφαιρα όμως αυτά δεν έχουν πέραση. Η έμφαση έχει μετατεθεί

στον φόρο εισοδήματος και προτείνεται δραματική αύξηση του αφορολογήτου ορίου

στα 12.000 ευρώ. Φαινομενικά τι το φιλολαϊκότερο υπάρχει από το να βγάλεις

εκτός φορολογίας μυριάδες χαμηλά εισοδήματα; Για να το δούμε. Μια τόσο μεγάλη

και απότομη αύξηση του αφορολογήτου είναι πολλά λεφτά για προϋπολογισμούς που

ήδη βρίσκονται υπό πίεση. Με δεδομένο ότι επιστροφή στη συστηματική

ελλειμματική χρηματοδότηση δεν συζητιέται, το ερώτημα που μπαίνει είναι πώς θα

αναπληρωθούν τέτοιου μεγέθους απώλειες φορολογικών εσόδων. Ποιοι φόροι και

ποιανών θα πρέπει να αυξηθούν και πόσο; Θα είναι οι αυξήσεις αυτές συνετές από

οικονομική άποψη και επαρκείς από δημοσιονομική; Κυρίως, θα είναι πολιτικά

εφικτές μέσα σε προεκλογική περίοδο;

Φυσικά υπάρχει και η άλλη λύση: η απώλεια εσόδων να μην αντισταθμιστεί. Ας

είμαστε σαφείς τι σημαίνει αυτό. Σημαίνει αντίστοιχη μείωση των δαπανών και

γρήγορα. Το μέγεθος της απαιτούμενης μείωσης είναι αρκετά μεγάλο ώστε να μη

μπορεί να εξασφαλιστεί με μικροοικονομίες. Θα χρειαστούν βαθύτερες περικοπές.

Αλλά από πού; Θα σταματήσουμε τη συνέχιση της μείωσης του δημόσιου χρέους; Αν

δεν μειώσουμε το βάρος αυτής της κοτρώνας γύρω από τον λαιμό μας τώρα που τα

πράγματα πάνε σχετικά καλά, πότε θα το κάνουμε; Άρα, τι θα κοπεί; Περικοπές

στη Διοίκηση ή την Άμυνα; Θα αρκέσουν; Ή μήπως πάμε για περικοπές στην Υγεία

και την Παιδεία;

Υποθέτω ότι υπάρχουν μερικοί που κάνουν συνθετότερες σκέψεις: «Γιατί να μην

κάνουμε τις φοροελαφρύνσεις προεκλογικά και να φορτώσουμε την ευθύνη για τις

περικοπές των δαπανών (που ξέρουμε ότι θα είναι αναπόφευκτες) στους διαδόχους

μας;». Αν μάλιστα οι διάδοχοι είναι η Ν.Δ., τόσο το καλύτερο. Δεν νομίζω ότι

κάτι τέτοιο θα αποδώσει. Δεν θα ξεγελάσει πολλούς και θα προκαλέσει

αντιδράσεις (εγχώριες και ευρωπαϊκές). Το θέμα όμως πάει μακρύτερα από

πολιτικές σκοπιμότητες. Μια μεγάλη μείωση της φορολογίας εισοδήματος έχει κάτι

το αμετάκλητο επάνω της. Περιορίζει για χρόνια τη δεξαμενή άντλησης πόρων.

Δεδομένου ότι, στο μέλλον, δύσκολα θα τολμήσει κανείς να αυξήσει δραστικά τη

φορολογική επιβάρυνση (από οποιαδήποτε πηγή), η μείωση των εσόδων ως ποσοστό

του ΑΕΠ και η συνακόλουθη στενότητα ως προς τις δαπάνες γίνεται μέρος της

επίπλωσης. Προκαταλαμβάνει το μέλλον. Ο εκσυγχρονισμός της Υγείας και Παιδείας

και η στήριξη της κοινωνικής ασφάλισης θα χρειαστούν πόρους αύριο. Αλλά

χρήματα δεν θα υπάρχουν.

Στην ουσία είμαστε σε ένα σταυροδρόμι με δύο αλληλοαποκλειόμενες επιλογές. Η

μία βλέπει το μερίδιο των κρατικών δαπανών και, επομένως, των φόρων να

παραμένουν περίπου στα σημερινά ποσοστά του ΑΕΠ και ίσως ελαφρά χαμηλότερα αν

οι ρυθμοί ανάπτυξης το επιτρέπουν (κανείς δεν μιλάει για περαιτέρω αύξηση). Με

βάση αυτήν την επιλογή το παιχνίδι παίζεται στην κατανομή των δαπανών και των

φορολογικών βαρών. Ως προς τα δεύτερα, η κατανομή πρέπει να εκλογικευτεί και

να γίνει δικαιότερη. Ως προς τις πρώτες, ό,τι εξοικονομείται (και μεσοπρόθεσμα

μπορούν να εξοικονομηθούν πολλά) διοχετεύεται σε τομείς προτεραιότητας με

επικεφαλής την Παιδεία, την Υγεία, τις υποδομές κ.λπ. Η επιλογή αυτή

αντιμετωπίζει την αναμόρφωση της Παιδείας και Υγείας ως ευθύνη του κράτους. Το

δε ύστατο τεστ γι’ αυτές είναι το αν θα παρέχουν στον μέσο πολίτη την ποιότητα

που θέλει και θα τον απαλλάσσουν από την ανάγκη να δαπανά όσα δαπανά σήμερα σε

φροντιστήρια και ιδιωτική περίθαλψη. Μόνον έτσι θα έχουμε μούτρα να του ζητάμε

να πληρώνει τους φόρους του.

Η άλλη, είναι η επιλογή της απελπισίας από τον δημόσιο τομέα. Βασίζεται στη

σταδιακή (όχι απότομη) μείωση των φορολογικών βαρών και στη συνακόλουθη

δραστική μείωση των δαπανών. Το κοινωνικό κράτος πρέπει να επιβιώσει σε

καθεστώς αυστηρά περιορισμένων πόρων. Ο μέσος πολίτης παίρνει τα λεφτά στα

χέρια του με τη μορφή μειωμένων φόρων και κάνει ό,τι καταλαβαίνει. Αν μπορεί,

αναζητά καλύτερες λύσεις στον ιδιωτικό τομέα. Το θέμα είναι τι γίνεται όταν

δεν μπορεί. Είναι δυνατόν να αντιτείνει κανείς ότι η μείωση της φορολογίας

εισοδήματος θα επιταχύνει την ανάπυξη και, συνεπώς, τα κρατικά έσοδα. Πιθανόν,

αλλά δεν είμαι πολύ αισιόδοξος. Όπως και να έχει το πράγμα όμως, η λύση αυτή

θα επιτείνει την ανισότητα και θα αποτελεί ένα μεγάλο βήμα στην κατεύθυνση της

περαιτέρω «ιδιωτικοποίησης» του ίδιου του εκλογικού σώματος. Αν η σημερινή

κυβέρνηση αποφάσιζε να κινηθεί προς τα εκεί, δεν ξέρω τι θα απέμενε από τον

σοσιαλισμό του ΠΑΣΟΚ. Προς τα εκεί όμως ωθείται από τα πράγματα.

Πιστεύω ότι οι επιτελείς της κυβέρνησης δεν θα επιθυμούσαν μια τέτοια τροπή.

Αν δεν το επιθυμούν όμως πρέπει να βγουν και να το πουν.

Ο Χ. Ι. Ιορδάνογλου διδάσκει οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.