Το θέμα ενός αναλογικότερου εκλογικού συστήματος επανήλθε στην επικαιρότητα.

Το ΠΑΣΟΚ λέει ότι το «σκέφτεται», αλλά δεν έχει καταλήξει. Η Ν.Δ. δηλώνει (και

την πιστεύω) ότι κάτι τέτοιο θα ήταν αιτία πολέμου. Η Αριστερά επιμένει στην

απλούστατη αναλογική γιατί αυτό την συμφέρει. Το ερώτημα είναι αν η αναλογική

μπορεί να προσφέρει καλύτερη διακυβέρνηση στον τόπο. Φοβάμαι πώς όχι.

Το εκλογικό σύστημα δεν είναι θέμα αρχής, είναι θέμα

λειτουργικότητας. Η αποστολή του είναι διπλή: να αναδεικνύει

κυβερνήσεις ικανές να κυβερνήσουν και να εξασφαλίζει την πολιτική νομιμοποίησή

τους. Πολλά συστήματα ικανοποιούν αυτούς τους δύο όρους. Η αναλογική,

συνήθως, δεν ικανοποιεί τον πρώτο.

Η αναπαραγωγή των ποσοστών του εκλογικού σώματος στη Βουλή σημαίνει

κυβερνήσεις συνεργασίας. Ακόμη και αν υπάρχουν κόμματα πρόθυμα να

συνεργαστούν, ο συγκερασμός διαφορετικών βλέψεων και ρητορικών (που δεν έχουν

«εσωτερικοποιηθεί» από εσωκομματικές διαδικασίες) είναι απαραίτητος και,

συνήθως, επιτυγχάνεται με αυξημένη προσφυγή στο δημόσιο ταμείο. Σε κρίσιμες

ώρες όμως αυτό δεν αρκεί. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένας διπλός μπελάς:

ασταθείς κυβερνήσεις και παράλυση μπροστά σε επώδυνες αλλά αναγκαίες

αποφάσεις.

Το πρόβλημα, συνήθως, χειροτερεύει με τον χρόνο. Η αναλογική ενθαρρύνει τον

κατακερματισμό του πολιτικού συστήματος. Αν μάλιστα δεν υπάρχει ελάχιστο

όριο για την είσοδο στη Βουλή, τότε ο πολλαπλασιασμός των κομμάτων οδηγεί

στην πλήρη ακυβερνησία. Επιπλέον, ο πολυκερματισμός δυσχεραίνει την αλλαγή του

εκλογικού συστήματος ακόμη και αν το αδιέξοδο είναι σαφές. Τα μικρά κόμματα

δεν θα δεχθούν να σφαγούν αδιαμαρτύρητα.

Παρά τα φαινόμενα, η απλή αναλογική δεν είναι δικαιότερο σύστημα. Απλώς δίνει

δυσανάλογα μεγάλη επιρροή στα μικρά κόμματα. Το να εξαρτάται η επιβίωση μιας

κυβέρνησης από το 2% του εκλογικού σώματος δεν είναι δικαιοσύνη. Ούτε είναι

δημοκρατικότερο σύστημα.

Το πρόγραμμα μιας κυβέρνησης συνεργασίας είναι αναπόφευκτα προϊόν

διαπραγματεύσεων ανάμεσα στα κόμματα που την απαρτίζουν. Αυτό που προκύπτει

δεν έχει ψηφιστεί ευθέως από κανέναν ψηφοφόρο. Ο ψηφοφόρος απλώς δίνει

«εν λευκώ» εντολή στο κόμμα που ψήφισε να παζαρέψει για λογαριασμό του. Δεν

βλέπω κάτι ιδιαίτερα δημοκρατικό σε αυτό.

Η ελληνική εμπειρία από συμμαχικές κυβερνήσεις είναι απογοητευτική. Το 1950 ο

λαός ψήφισε εθνική συμφιλίωση και έδωσε πλειοψηφία σε τρία κόμματα του

Κέντρου. Του έδωσαν τέσσερις κυβερνήσεις και δύο νέες εκλογικές αναμετρήσεις

μέσα σε δυόμισι χρόνια. Αυτό (πάνω από κάθε άλλο) κατέστρεψε το Κέντρο για 11

χρόνια.

Οι συμμαχικές κυβερνήσεις του 1989-90 δεν τα πήγαν καλύτερα. Ειδικά για την

οικουμενική πολλοί πίστευαν ότι δεν θα είχε δυσκολία να υιοθετήσει αναγκαία

αλλά επώδυνα μέτρα. Συνέβη το αντίθετο: το κάθε κόμμα καιροφυλακτούσε

προκειμένου να περάσει στα άλλα δύο την ευθύνη για κάθε αντιδημοφιλές μέτρο

και να προκαλέσει εκλογές με τους δικούς του όρους. Στις αρχές του 1990 η

οικονομία στροβιλιζόταν εκτός ελέγχου, αλλά τα κόμματα της οικουμενικής δεν

ήταν καν σε θέση να καταρτίσουν προϋπολογισμό. Τελικά, ο λαός έδωσε 47% σε

έναν μη δημοφιλή ηγέτη για να ησυχάσει. Η Ελλάδα δεν θα είχε μπει

στην ΟΝΕ με συμμαχικές κυβερνήσεις.

Είναι τα πράγματα καλύτερα σήμερα; Είναι χειρότερα. Ας δούμε τους υποψήφιους

εταίρους μιας κεντροαριστερής κυβέρνησης: το ΚΚΕ ούτε θέλει ούτε μπορεί να

συνεργαστεί με κανέναν. Το ΚΕΠ είναι παροδικό φαινόμενο και δεν μπορεί να

φέρει συντηρητικούς ψηφοφόρους στην Κεντροαριστερά. Μένει ο Συνασπισμός. Οι

άνθρωποι του ΣΥΝ που θα μπορούσαν καλή τη πίστει να μετάσχουν σε

κεντροαριστερή κυβέρνηση είναι μειοψηφία. Η πλειοψηφία του κόμματος αισθάνεται

ως δύναμη διαμαρτυρίας και είναι ευτυχής με αυτό. Δεν υπάρχει «οπτική

διακυβέρνησης» στον ΣΥΝ. Αυτό διαποτίζει όχι μόνο τα μέλη αλλά και την

πλειοψηφία των ψηφοφόρων του. Ακόμη και αν η ηγεσία του αποφάσιζε (για λόγους

δικούς της) να συνεργαστεί, δεν θα «έπειθε» όλους τους οπαδούς της.

Μα οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ρεύμα υπέρ κυβερνήσεων συνεργασίας, θα αντιτείνει

κάποιος. Δεν υπάρχουν καλύτερες δημοσκοπήσεις από τις ίδιες τις εκλογές. Οι

Έλληνες λένε ότι είναι υπέρ των συμμαχικών κυβερνήσεων αλλά ψηφίζουν υπέρ των

μονοκομματικών.

Συμπέρασμα: το πρόβλημα με το παρόν εκλογικό σύστημα δεν είναι ότι

εξασφαλίζει αυτοδυναμία στο πρώτο κόμμα. Το πρόβλημά του είναι το παράλογο

μέγεθος των εκλογικών περιφερειών στις μεγάλες πόλεις. Αν δεν μπορεί

να αντιμετωπισθεί το υπαρκτό πρόβλημα, τότε οι μεταπροσεχείς εκλογές

πρέπει να διεξαχθούν με σύστημα παρόμοιο με το τωρινό.

Αν ο λαός θέλει αλλαγή κυβέρνησης το 2004, τότε αυτό θα έχει. Και η Ν.Δ. θα

δικαιούται να κυβερνήσει υπό σκληρή αντιπολίτευση μεν αλλά χωρίς ζαβολιές.

Τυχόν υιοθέτηση ενός έντονα αναλογικού συστήματος για τις μεταπροσεχείς

εκλογές θα ερμηνευθεί από τον κόσμο ως τέχνασμα – ό,τι κι αν λένε σήμερα οι

δημοσκοπήσεις.

Και όμως, οι πειρασμοί των τεχνασμάτων παραμένουν. «Αν διασφαλίσουμε από τώρα

τις εκλογές του 2005, τότε εξασφαλίζουμε και τη νίκη στις εκλογές του 2004»

έλεγαν στελέχη του ΠΑΣΟΚ στο «Βήμα» της 3 Μαρτίου. Με δεδομένο ότι οι επόμενες

εκλογές θα διεξαχθούν με το παρόν σύστημα, το πιθανότερο είναι ότι θα συμβεί

το αντίθετο: «Αν διασφαλίσουμε από τώρα ότι το 2005 θα υπάρξει πόλωση και

αστάθεια με αφορμή την εκλογή του Προέδρου, τότε διακινδυνεύουμε να

μετατρέψουμε μιαν ενδεχόμενη ήττα στις εκλογές του 2004 σε πανωλεθρία».

Ο Χρυσάφης Ιορδάνογλου διδάσκει οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Κρήτης