Η κλήτευση του κατηγορουμένου στο αρμόδιο να τον δικάσει ποινικό δικαστήριο

συντελείται πάντοτε με την επίδοση σε αυτόν ενός κλητηρίου εγγράφου. Το

έγγραφο αυτό παραλλάσσει ανάλογα με τον τρόπο παραπομπής, δηλαδή με το αν ο

κατηγορούμενος παραπέμπεται απευθείας στο ακροατήριο ή μετά την έκδοση και

επίδοση σε αυτόν σχετικού βουλεύματος. Για την απευθείας παραπομπή του

αποφασίζει ο εισαγγελέας Πλημμελειοδικών ή Εφετών μόνος του ή έπειτα από τη

σύμφωνη γνώμη του ανακριτή ή του προέδρου Εφετών. Η ανωτέρω απόφαση

υλοποιείται με την κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Προϋπόθεση

αποτελεί η σύνταξη του κατηγορητηρίου και η επίδοση ενός εγγράφου που είναι

γνωστό ως κλητήριο θέσπισμα.

Αν η παραπομπή του έχει αποφασιστεί με βούλευμα, δηλαδή από το δικαστικό

συμβούλιο, και εφόσον αυτό έχει καταστεί αμετάκλητο, η κλήτευσή του γίνεται με

την επίδοση σε αυτόν ενός εγγράφου που είναι γνωστό με το όνομα κλήση προς

εμφάνιση.

Η επίδοση, καθώς και τα στοιχεία που πρέπει να περιέχουν το κλητήριο θέσπισμα,

το βούλευμα και η κλήση προς εμφάνιση, ορίζονται ειδικά στον νόμο.

Χαρακτηρίζονται δε ως θεμελιώδεις δικονομικοί τύποι για τη διασφάλιση της

προστασίας του κατηγορουμένου και της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιωμάτων

υπεράσπισης. Η κατά τους ανωτέρω τρόπους κλήτευση του κατηγορουμένου

σηματοδοτεί την έναρξη της κύριας διαδικασίας και έχει μια σημαντική πρακτική

συνέπεια: την αναστολή της παραγραφής του αδικήματος. Όμως, αναστολή

παραγραφής δεν μπορεί να νοηθεί στην περίπτωση που η κλήτευση του

κατηγορουμένου δεν είναι έγκυρη, όταν δηλαδή πάσχει από ακυρότητα. Ο

κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να προτείνει τα σχετικά ελαττώματα και να

ζητήσει την ακύρωση της δικονομικής αυτής πράξης. Ακύρωση σημαίνει εξαφάνιση

και κατά συνέπεια μη έναρξη της κύριας διαδικασίας, μη έναρξη της αναστολής

της παραγραφής.

Η εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, χωρίς να προβάλει σχετικές

αντιρρήσεις, καλύπτει όμως την ακυρότητα. Αν όλα τα παραπάνω φαντάζουν ως

ανούσια γραφειοκρατικά εφευρήματα μακριά από τη λογική της επίτευξης του

ουσιαστικού ποινικού δικαίου, οδηγούμαστε σε εσφαλμένη εκτίμηση ως προς το

αληθές νόημα της ποινικής δίκης. Το έγγραφο, με το οποίο ο πολίτης κλητεύεται

στο ακροατήριο ως κατηγορούμενος, πρέπει να έχει το απαιτούμενο κύρος για μια

τόσο σημαντική πράξη της πολιτείας.

Ο Βασίλης Αλεξανδρής είναι δικηγόρος