Είχα την τύχη να γραφτώ το 1962 και να τελειώσω το 1968 το Ε’ Γυμνάσιο

Αρρένων. Το «παλαιό» Ε’ Γυμνάσιο Αρρένων στην οδό Στουρνάρη στα Εξάρχεια.

Ήταν ένα σχολείο θρυλικό, όπως πολλά άλλα δημόσια σχολεία τότε: το Β’, το

Η’, το Α’ Γυμνάσιο ήταν σχολεία με «ονοματεπώνυμο». Με παράδοση επιτυχιών, με

άμιλλα στις επιδόσεις στα μαθήματα αλλά και στους σχολικούς αθλητικούς αγώνες

Το «παλαιό» Ε’ πριν γίνει σχολείο, ήταν μια τυπική τριώροφη αστική κατοικία

των Εξαρχείων. Σήμερα θα ήταν διαρκές πρώτο θέμα στα δελτία ειδήσεων.

Ορισμένες τάξεις ήταν απλώς οι παλαιές κουζίνες του σπιτιού. Πολλές φορές

στριμωχνόμαστε 42 παιδιά ανά τμήμα, τρεις τρεις στα θρανία στις μικρές τάξεις,

δυο δυο στις μεγάλες.

Όμως, κάθε χρόνο, από το ’62 έως το ’68, κάθε τάξη τελειοφοίτων, η ΣΤ’ τάξη (η

σημερινή Γ’ Λυκείου) παρουσίαζε τα ακόλουθα σταθερά χαρακτηριστικά: Πρώτον,

«πέρναγε» στα Πανεπιστήμια τουλάχιστον το 90% των μαθητών. Δεύτερον, κάθε

Σεπτέμβρη η χρονιά ξεκίναγε με την παρουσίαση από τον γυμνασιάρχη των ­

συνήθως ­ 2-3 μαθητών του Ε’ που είχαν πρωτεύσει σε διάφορες Σχολές, είτε από

το «Πρακτικό» προέρχονταν, είτε από το «Κλασικό».

Το Ε’ Γυμνάσιο διέθετε την ιστορία του ­ και την περηφάνια του. Κάθε χρόνο

στις άθλιες τουαλέτες – καπνιστήριο, ο μυθικός επιστάτης Σωτήρης έσβηνε τις

βωμολοχίες που κοσμούσαν τις πόρτες. Αλλά κάθε Σεπτέμβρη το ιδρυτικό ποίημα

του σχολείου, κληροδοτημένο από γενιά σε γενιά, ξαναγραφόταν στην είσοδο της

τουαλέτας: «Το Ε’ το Γυμνάσιο, τριώροφη καλύβα, που κτίστηκε στην εποχή του

ένδοξου Αννίβα».

Προσθέτως, οι πόρτες του σχολείου δεν ήταν ιδιαίτερα ανθεκτικές. Το 1963 την

ξεκάρφωσαν οι «μεγάλοι» από τους μεντεσέδες για να κατέβουμε σε μια διαδήλωση

για την Κύπρο. Ενώ ξέραμε ότι στην Κατοχή εκτελέστηκαν συνολικά έξι μαθητές

του Ε’ στον αντιφασιστικό αγώνα.

Έντονη πολιτικοποίηση και φυσική διάθεση για αριστεία και διάκριση ήταν η

συνθήκη, το κλίμα, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα του Ε’ Γυμνασίου. Δεν εκτιμούσαμε

τους λίγους μαθητές που κάναν «ιδιαίτερα». Αλλά και μόνον ένας καθηγητής στις

δεκάδες έκανε «ιδιαίτερα» και δεν τον εκτιμούσε κανείς. Ούτε μαθητής, ούτε

συνάδελφός του καθηγητής.

Ο υπουργός Παιδείας Πέτρος Ευθυμίου, θυμάται…

«Ελάχιστοι πήγαιναν φροντιστήριο»

Αρκετοί μαθητές δεν έκαναν καν φροντιστήριο στη ΣΤ’ τάξη (για την Ε’ ­ τη

σημερινή Β’ Λυκείου ­ δεν το συζητούσε κανείς…). Όσοι πήγαιναν φροντιστήριο

στη ΣΤ’ (τουλάχιστον οι περισσότεροι) δεν πηγαίναμε από το άγχος ότι το

σχολείο δεν μας μαθαίνει γράμματα. Το αντίθετο. Χρωστάω έως σήμερα σε

φιλόλογους σαν τον Σκαμβιτσάκη, τον Καίσαρη και τον Ελευθεράκη και τόσους

άλλους καθηγητές μου του Ε’, περιλαμβανομένου του Χάγιου, καθηγητή της Ωδικής,

και του Σκαρπέλου, καθηγητή Φυσικής Αγωγής, που μας έτρεχε κάθε βδομάδα στο

Πεδίον του Άρεως και τον Πανελλήνιο Γυμναστικό Σύλλογο.

Εγώ πήγα φροντιστήριο στη ΣΤ’ τάξη, στο «Θεωρητικό» φροντιστήριο Αθηνών του Α.

Μπελεζίνη, του Ανδρακάκου, του Πάντου, του Μυτιληναίου και του Αντωνίου. Πήγα

φροντιστήριο όχι τόσο από την αγωνία αν θα «μπω», όσο από την επιθυμία να μπω

με «πρωτιά». Άλλωστε ήδη το 1965, όταν τέλειωσα τη Γ’ Γυμνασίου, είχα λάβει

ένα ειδικό δίπλωμα και ένα μετάλλιο από τον δήμαρχο Αθηναίων Γ. Πλυτά, ως

πρώτος μαθητής της εκπαιδευτικής μου περιφέρειας. Ακόμα έχω κάπου αυτό το

δίπλωμα και το μετάλλιο και ακόμα απορώ πώς διέφυγε μια ανάλογη βράβευση

αριστούχων από τον Αβραμόπουλο.

Στο φροντιστήριο ένιωσα ακόμα πιο βέβαιος για την «πρωτιά». Και οι πέντε

βασικοί καθηγητές που προανέφερα ήταν λαμπροί φιλόλογοι και καλοί δάσκαλοι.

Χρωστάω και σ’ αυτούς πολλά, έως τώρα. Σύντομα, με χρησιμοποιούσαν ως ζωντανό

φωτοτυπικό μηχάνημα. Έκριναν ότι είμαι πράγματι πολύ καλός, και όταν ήθελαν να

διδάξουν σύνταξη ή γραμματική από άγνωστο κείμενο, είτε στα Αρχαία είτε στα

Λατινικά, αντί να το γράφουν οι ίδιοι στον πίνακα, το υπαγόρευαν και το έγραφα

εγώ. Συνήθως χωρίς κανένα λάθος.

Ήταν λοιπόν κοινή πεποίθηση των καθηγητών μου στο σχολείο, των καθηγητών μου

στο φροντιστήριο καθώς και δική μου, ότι μπορώ να χτυπήσω την «πρωτιά». Μόνο ο

πατέρας μου είχε ζωηρές επιφυλάξεις, γιατί δεν πίστευε ότι ταιριάζει σε έναν

σοβαρό μαθητή να ακούει και να παίζει ροκ μουσική και να εξαφανίζεται τα

Σαββατοκύριακα στις μπουάτ της Πλάκας για να ακούει «Νέο Κύμα». Κατά τη γνώμη

του, όλα αυτά θα είχαν αναπόφευκτη επίπτωση στην επίδοσή μου.

Εν τέλει απεδείχθη ότι ο πατέρας μου είχε δίκιο, αλλά με τη λογική της

«παράπλευρης απώλειας». Ο τόσο φέρελπις μαθητής απέτυχε παταγωδώς στην

εισαγωγή του στη Φιλοσοφική Σχολή το 1968. Ο λόγος ήταν η διάψευση στο

«φαβορί». Ενώ στην Έκθεση Ιδεών ποντάραμε όλοι μαζί, αν όχι στο 20, αν όχι στο

19, έστω στο 18, τελικά πήρα μονάδα (1). Ούτε εκτός θέματος έγραψα, ούτε

ανορθόγραφος υπήρξα, ούτε έπασχα ­ νομίζω ­ στη διαπραγμάτευση του θέματος. Η

κρίσιμη ­ και μοιραία ­ λεπτομέρεια, ήταν η επιλογή μου να χρησιμοποιήσω ως

«ιστορική τεκμηρίωση» της άποψής μου τον κ. Τσουκασβίλι, ή αλλιώς, τον Ιωσήφ

Στάλιν…

Υποθέτω (μετά 34 χρόνια) ότι οι δύο διορθωτές, από τον φόβο τού ενός προς τον

άλλον (μπας και είναι χαφιές της χούντας) δεν μπήκαν στον κόπο να διακρίνουν

τη λεπτή απόχρωση ότι ναι μεν χρησιμοποίησα τον Στάλιν ως ιστορική τεκμηρίωση,

αλλά, με ταυτόχρονη κριτική «από τα αριστερά», μιας και ανήκα σε αντιδογματικό

μαρξιστικό ρεύμα.

Δυστυχώς, με τον Στάλιν να γελά κάτω από τα μουστάκια του και τον πατέρα μου

να οικτίρει την προφητική διεισδυτικότητά του ως προς την αναπόφευκτη κατάληξη

των κακών μου έξεων, το όραμα της «πρωτιάς» κατέληξε στον πλήρη αποκλεισμό μου

από τη Φιλοσοφική.

Προφανώς, η τελευταία «παράπλευρη συνέπεια» του αποκλεισμού μου, ήταν η

επιμονή μου ως φοιτητή (και νομίζω έως σήμερα) στην αντίληψη ότι η εκπαίδευση

μόνον μέσα από την ελευθερία όλων των συντελεστών της και τη δημοκρατία όλων

των διαδικασιών της θα πετύχει τον στόχο της, να μετασχηματιστεί, δηλαδή, σε

Παιδεία.