Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 στο Μάαστριχτ καθορίστηκαν οι οικονομικοί

στόχοι της Ε.Ε. για τη δεκαετία και ετέθησαν τα κριτήρια Σύγκλισης. Οι

συντηρητικές κυβερνήσεις, που κυριαρχούσαν τότε στην Ευρώπη, επέλεξαν τον

νεοφιλελεύθερο δρόμο για την επίτευξη της μακροοικονομικής σταθερότητας.

Η πρώτη περίοδος περιελάμβανε δύο κυρίως στόχους: α) Δραστική μείωση

των δημοσίων δαπανών, με περικοπές των κοινωνικών κονδυλίων και β)

Αύξηση των εσόδων, κυρίως μέσα από τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις.

Στη δεύτερη περίοδο θα ερχόταν η υψηλή ανάπτυξη, η οποία θα βελτίωνε τα

εισοδήματα και θα δημιουργούσε απασχόληση.

Η πολιτική της Ν.Δ. απέτυχε γιατί η ελληνική κοινωνία με την εφαρμογή της

βρέθηκε στα όρια της κοινωνικής έκρηξης. Απέτυχε λόγω των αντιφάσεών της και

της πρωτοφανούς προχειρότητας που την διέκρινε. Απέτυχε λόγω μειωμένης

αποτελεσματικότητας αλλά και της εμφανούς προσπάθειας να ευνοηθούν ορισμένα

επιχειρηματικά συμφέροντα. Στο τέλος παρέδωσε την οικονομία με μεγαλύτερη

απόκλιση των μακροοικονομικών μεγεθών και την κοινωνία σε απόγνωση. Ο

προοδευτικός δρόμος για την κατάκτηση του ίδιου οικονομικού στόχου, που

ακολούθησαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ από το ’94 και μετά, χωρίζεται σε δύο

περιόδους: Η πρώτη (’94-’99) οδήγησε στη μεγάλη επιτυχία, στην είσοδο στην

ΟΝΕ. Αγγίξαμε όμως τα όρια της κοινωνικής συνοχής. Η κύρια αιτία ήταν τα

επίπεδα της αποτελεσματικότητάς μας και η αρχική ατολμία.

Στη δεύτερη περίοδο, που άρχισε το 2000, κεντρική μας επιδίωξη είναι η μεγάλη

ανάπτυξη και η παράλληλη διάχυση του μεγάλου αναπτυξιακού πλεονάσματος με

προτεραιότητα στην περιφέρεια και στα λαϊκά στρώματα.

Το νέο πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης είναι αποδεκτό από όλους μας και

δεσμευτικό για τη χώρα.

Περιλαμβάνει το βασικό πλαίσιο, την κατεύθυνση και τους στόχους της

οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής μας.

Γι’ αυτό τα θέματα προς συζήτηση τώρα είναι:

α) Τα νέα μέτρα οικονομικής και αναπτυξιακής πολιτικής.

β) Η ιεράρχησή τους.

γ) Η υψηλότερη αποτελεσματικότητά μας και πώς θα την πετύχουμε.

Η άποψη πως μπορούμε τονώνοντας πρόσθετα τη ζήτηση να πετύχουμε μεγαλύτερη

ανάπτυξη, δεν ευσταθεί σήμερα, γιατί:

α) Η οικονομία μας είναι ανοικτή στον διεθνή ανταγωνισμό, που σημαίνει

πως εάν χάσουμε το βάθρο της σταθερότητας των τιμών, θα χάσουμε και εκείνο της

ανάπτυξης.

β) Δεν έχουμε περιθώρια να κρατήσουμε ψηλά το δημόσιο χρέος, γιατί

είναι ήδη πολύ πάνω από το μέσο ευρωπαϊκό.

Αυτό σημαίνει μεγάλο κόστος εξυπηρέτησής του, δυσβάσταχτο για την οικονομία

μας.

Τα δανεικά για την εξυπηρέτησή του θα αφαιρούνται από τη χρηματοδότηση της

ανάπτυξης και της κοινωνικής πολιτικής.

γ) Ο πληθωρισμός είναι και θα παραμείνει πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε.

τα επόμενα χρόνια.

Η οικονομία θα μπει σε περιπέτειες εάν αφήσουμε τον πληθωρισμό να ανέβει πιο

πάνω με την πρόσθετη ζήτηση. Αυτό θα μειώσει την αγοραστική δύναμη των λαϊκών

τάξεων και θα κάνει πιο ακριβό το χρήμα για τις επενδύσεις και την εξυπηρέτηση

του δημόσιου χρέους. Σωστή είναι η θέση ότι η αύξηση της ζήτησης πρέπει να

ακολουθεί ή να συνδυάζεται με την αύξηση της παραγωγικότητας.

Διαφορετικά πάμε πίσω και υπονομεύουμε την προσπάθεια πολλών χρόνων, με πρώτο

θύμα τα λαϊκά στρώματα και την οικονομία. Κριτική μπορεί και πρέπει να γίνει,

γιατί από το ’93 μέχρι σήμερα δεν είχαμε καλύτερα αποτελέσματα. Αυτό που

χρειαζόμαστε όμως κυρίως είναι οι προτάσεις για το πώς θα πετύχουμε τη μεγάλη

ανάπτυξη μέχρι το 2004 και πώς θα διανείμουμε κατά προτεραιότητα το μεγαλύτερο

πλεόνασμα στα λαϊκά στρώματα. Εμείς που είμαστε περίπου στο 70% του ευρωπαϊκού

μέσου όρου πρέπει να είμαστε σε κάθε περίπτωση 3% κατ’ έτος πάνω από την Ε.Ε.

για να φθάσουμε σε 10 χρόνια τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Δηλαδή χρειαζόμαστε

αύξηση του ΑΕΠ περίπου 6% ετησίως. Συνεπώς και το 1,2% που χάνουμε φέτος (2,8%

η Ε.Ε., 4,6% η Ελλάδα) πρέπει να το καλύψουμε τα δύο επόμενα χρόνια.

Πώς θα γίνει αυτό.

Ιδού το πεδίο της εσωτερικής άμιλλας και όχι η αόριστη αναφορά στη μία ή άλλη

πολιτική.

Ο Γιάννης Μαγκριώτης είναι βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης και

κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ