Τον Ιούνιο 2000 πάνω από 70.000 τελειόφοιτοι της Γ’ τάξεως Λυκείου πήραν

τις γενικές εξετάσεις για εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Στην ανάλυση

που ακολουθεί χρησιμοποιήθηκε ο πληθυσμός, και όχι δείγμα, της επίδοσης αυτών

των μαθητών σε τέσσερα Γενικά γνωστικά αντικείμενα σε όλα τα Λύκεια της χώρας,

δημόσια και ιδιωτικά, ημερήσια και νυχτερινά.

Τα ιδιωτικά σχολεία υπερτερούν και στα τέσσερα γενικά μαθήματα έναντι των

δημοσίων σχολείων

Η επίδοση των μαθητών στις εξετάσεις, αν αναλυθεί σε επίπεδο εκπαιδευτικής

μονάδας, αποτελεί έναν πρώτης τάξεως «καθρέφτη» του εκπαιδευτικού μας

συστήματος. Μας δίνεται έτσι η δυνατότητα να αξιολογήσουμε τις σχολικές

μονάδες με βάση τις επιδόσεις των μαθητών τους στις εξετάσεις. Θεωρητικώς

τουλάχιστον, στις εκπαιδευτικές μονάδες που επιτελείται σπουδαία δουλειά οι

μαθητές θα τα πηγαίνουν πολύ καλά στις εξετάσεις. Αντίθετα, όπου υπάρχουν

προβλήματα, αυτό θα καταγράφεται στις χαμηλές επιδόσεις των μαθητών.

Ανάλογα με τη χρονική διάρθρωση της διδασκαλίας, τα Λύκεια χωρίζονται σε

ημερήσια και εσπερινά. Όπως δείχνει ο πίνακας 1, οι επιδόσεις των μαθητών των

εσπερινών Λυκείων υπολείπονται αρκετά της βαθμολογίας των μαθητών στα ημερήσια

Λύκεια. Στη Γενική Φυσική, έχουμε μια διαφορά 2,6 μονάδων. Όπως και να έχει

λοιπόν, οι μαθητές αυτοί ξεκινούν με μειονέκτημα. Σημαντικότερο πλεονέκτημα

στη μάχη για την είσοδο σε ΑΕΙ/ΤΕΙ εμφανίζουν και οι μαθητές των ιδιωτικών

σχολείων έναντι αυτών των δημοσίων (πίνακας 2).

Και στα τέσσερα Γενικά Μαθήματα, τα ιδιωτικά σχολεία υπερτερούν των δημοσίων.

Τα δημόσια σχολεία ουσιαστικά καθορίζουν και τον μέσο όρο της επίδοσης

(σύνολο), με τα ιδιωτικά σχολεία να βρίσκονται αρκετά υψηλότερα. Το

αποκορύφωμα είναι τα Μαθηματικά και η διαφορά της 1,8 μονάδας.

Η πρωτοκαθεδρία των ιδιωτικών σχολείων φαίνεται και στα Μαθηματικά (πίνακας

3). Τα ιδιωτικά σχολεία εμφανίζουν τις καλύτερες επιδόσεις στα Μαθηματικά, ενώ

τα δημόσια σχολεία τις χειρότερες. Μερικά εσπερινά Λύκεια μεγάλων πόλεων της

Ελλάδας κάνουν την εμφάνισή τους στα χειρότερα. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός

πως το 1ο Λύκειο της Ελλάδας στα Μαθηματικά είναι ιδιωτικό, στη Λάρισα, με

μέσο όρο επίδοσης 18,4 (!), 8 πόντους υψηλότερα από το 1ο Εσπερινό Λύκειο της

Αθήνας.

Όπως δείχνει ο πίνακας 4, τις 3 πρώτες θέσεις στην επίδοση στα Ελληνικά

καταλαμβάνουν ιδιωτικά σχολεία, με μέση επίδοση που ξεπερνά το 16,5. Πολύ καλά

τα καταφέρνουν και μερικά μεγαλύτερα δημόσια, όπως αυτό της Τριπόλεως (3ο

Ενιαίο) και των Ιωαννίνων (3ο Ενιαίο). Στη λίστα σχολείων με τη χειρότερη

επίδοση παρατηρούμε εκπαιδευτικές μονάδες από την Κρήτη. Ειδικά το 7ο Ενιαίο

Λύκειο Χανίων με 215 μαθητές έχει μέσο όρο στα Ελληνικά μόλις 10,7, ενώ το 1ο

Ενιαίο Λύκειο Ρεθύμνου με 139 μαθητές έχει μέση επίδοση 11,1. Τι είδους

αντι-κίνητρα για επιτυχία προσφέρουν οι εκπαιδευτικές μονάδες στην Κρήτη και

αν γίνεται κάτι γι’ αυτό δεν είναι σαφές.

Ας μη νομιστεί όμως πως δεν υπάρχει «διχασμός» στην επίδοση στα δημόσια

σχολεία, γεγονός που σηματοδοτεί την ανάγκη για άμεση και αντικειμενική

αξιολόγηση όλων των σχολείων στην Ελλάδα (πίνακας 5).

Υπάρχουν μερικά δημόσια σχολεία που τα καταφέρνουν περίφημα στα Ελληνικά, ενώ

άλλα μετά βίας συγκεντρώνουν τη βάση. Καθήκον ενός εκπαιδευτικού συστήματος

είναι η αξιολόγηση και η βελτίωση των σχολικών μονάδων με παροχή κινήτρων και

αντι-κινήτρων. Βέβαια, το γιατί υπάρχει τόση μεγάλη διαφορά σε σχολεία με τις

ίδιες περίπου δημόσιες επιδοτήσεις, το ίδιο πρόγραμμα και τις ίδιες πάνω –

κάτω μεθόδους, μένει να διερευνηθεί.

Οι μεγάλες αυτές διαφορές στην επίδοση γεννούν πολλά ερωτηματικά για το

εκπαιδευτικό μας σύστημα. Θέτουμε τα στοιχεία αυτά υπόψη του κάθε

ενδιαφερομένου για την εκπαίδευση και προτρέπουμε το υπουργείο να τα λάβει

υπόψη του σε μακρόπνοο σχεδιασμό της Παιδείας. Θα επανέλθουμε, συνεισφέροντας

στην ανάγκη για μια πολύ καλύτερη στρατηγική στην Παιδεία, βάσει τεκμηριωμένων

στοιχείων…

Ο Γιώργος Ψαχαρόπουλος είναι βουλευτής Επικρατείας των Φιλελευθέρων.