Σαν σήμερα, πριν 20 χρόνια στις 28 Μαΐου 1981 η Ελλάδα έγινε πλήρες μέλος

της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με αφορμή την επέτειο αυτή «ΤΑ ΝΕΑ» ξεκινούν μία σειρά

άρθρων επιθυμώντας να διερευνήσουν, 20 χρόνια μετά, τα προβλήματα που υπάρχουν

και τις προοπτικές που διανοίγονται στις σχέσεις Ελλάδας – Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης η επιχειρηματολογία για την μη ένταξη της

χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα είχε κυρίως οικονομικό χαρακτήρα. Οι

ευρωσκεπτικιστές (εντός και εκτός του ΠΑΣΟΚ) αντλούσαν τα επιχειρήματά τους

από την τότε δημοφιλή νεο-μαρξιστική θεωρία της εξάρτησης (όπως αυτή είχε

διαμορφωθεί από τους Paul Baran, Gunder Frank, Samir Amin και άλλους). Απ’

αυτή την θεωρητική σκοπιά η ένταξή μας στον ευρύτερο δυτικοευρωπαϊκό

καπιταλιστικό χώρο θα οδηγούσε «στην ανάπτυξη της υπανάπτυξης». Θα οδηγούσε με

άλλα λόγια στην αποβιομηχανοποίηση (χωρίς κρατικό προστατευτισμό η βιομηχανία

μας δεν θα άντεχε στον ανταγωνισμό), στην μεταφορά μέσω των μηχανισμών

εξάρτησης, πόρων από την (ελληνική) περιφέρεια στο (δυτικοευρωπαϊκό) κέντρο

και στην μετατροπή της Ελλάδας σε χώρα μεταπρατών και γκαρσονιών.

Μετά την ένταση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης στη δεκαετία του ’80, την

κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και τον αγώνα δρόμου των χωρών της Ανατολικής

Ευρώπης για να ενταχθούν στην Ε.Ε., έγινε απολύτως φανερό σ’ όλους (εκτός

βέβαια του ΚΚΕ) πως είναι καλύτερα να έχεις έστω και περιφερειακή θέση εντός

παρά εκτός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Έτσι η ευρωσκεπτικιστική

επιχειρηματολογία πέρασε από το οικονομικό στο πολιτισμικό επίπεδο.

Ο κίνδυνος από την Ευρώπη έγινε λιγότερο οικονομικός και περισσότερο

πολιτισμικός. Το πρόβλημα τώρα είναι λιγότερο η αποβιομηχανοποίηση και η

οικονομική εκμετάλλευση και περισσότερο ο «εκδυτικισμός»: ο κίνδυνος απώλειας

της πολιτισμικής μας αυτονομίας και της εθνικής μας ταυτότητας, ο κίνδυνος της

μη αντίστασης σε μια διαδικασία που διαβρώνει τους οικογενειακούς και

θρησκευτικούς μας θεσμούς, εντείνει την κοινωνική ανομία και ενθαρρύνει ένα

ανεγκέφαλο/χυδαίο καταναλωτισμό.

Όπως και με την οικονομική επιχειρηματολογία όμως, οι ευρωσκεπτικιστές

αρνούνται ν’ απαντήσουν στην εξής βασική ερώτηση: είναι ο κίνδυνος της

απώλειας της εθνικής μας ταυτότητας και κουλτούρας μεγαλύτερος εντός ή εκτός

της Ε.Ε.; Μ’ άλλα λόγια η πολιτισμική μας αυτονομία θα διασωζόταν πιο

αποτελεσματικά αν δεν ανήκαμε στο ευρωπαϊκό club;

Αν το δει κανείς το πρόβλημα απ’ αυτή τη σκοπιά, νομίζω πως η

ευρωσκεπτικιστική πολιτισμική επιχειρηματολογία είναι τόσο εσφαλμένη όσο και η

ξεπερασμένη οικονομική ευρωφοβία. Δεν έχω τον χώρο για ν’ αναπτύξω διεξοδικά

τη θέση αυτή. Τηλεγραφικά, θα ισχυριζόμουνα πως ο σημερινός νεο-φιλελεύθερος

τρόπος ελέγχου του παγκόσμιου συστήματος οδηγεί στην απόλυτη κυριαρχία της

λογικής της αγοράς όχι μόνο στον οικονομικό αλλά και στον κοινωνικό και

πολιτισμικό χώρο. Αυτό το αγορακρατικό σύστημα υποστηρίζεται κυρίως από τις

ΗΠΑ, τα οικονομικά συμφέροντα των οποίων εξυπηρετούνται θαυμάσια από το

παγκόσμιο status quo.

Η μόνη δύναμη που για τη στιγμή έχει και τη δυνατότητα και το συμφέρον ν’

αμφισβητήσει σοβαρά την παγκόσμια αγοροκρατία καθώς και την άκρως καταναλωτική

κουλτούρα που την συνοδεύει είναι η Ενωμένη Ευρώπη.

Και μόνο γι’ αυτό το λόγο, αυτοί που πραγματικά ενδιαφέρονται για την

πολιτισμική μας αυτονομία θα έπρεπε να είναι θερμοί υποστηρικτές μιας ενωμένης

σοσιαλδημοκρατικά προσανατολισμένης Ευρώπης.

Μ’ άλλα λόγια η χώρα μας έχει περισσότερες πιθανότητες καταπολέμησης του

άκρατου καταναλωτισμού που απειλεί την εθνική μας κουλτούρα μέσα παρά έξω από

την Ενωμένη Ευρώπη.

Ο Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής στη London School of Economics