Με την ήδη προγραμματισμένη Λευκή Βίβλο για την «Εμβάθυνση της δημοκρατίας

στην Ευρώπη» και τη σχετική ανακοίνωση του Ρ. Πρόντι, άνοιξε στην Ευρώπη η

συζήτηση για την ανάγκη μεταρρύθμισης του πολιτικού συστήματος και τις νέες

μορφές διακυβέρνησης που πρέπει να υιοθετηθούν στην αυγή του 21ου αιώνα. Είναι

προφανές ότι η φθίνουσα με ανησυχητικούς ρυθμούς εμπιστοσύνη των πολιτών

δημιουργεί πλέον πρόβλημα δημοκρατικής νομιμότητας του παραδοσιακού πολιτικού

συστήματος σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το θέμα είναι καίριας σημασίας για την ποιότητα της δημοκρατίας και το μέλλον

της Ευρώπης, αλλά και για τον κάθε πολίτη ξεχωριστά. Και γίνεται πιο σημαντικό

και επίκαιρο μετά τα πενιχρά αποτελέσματα της Νίκαιας, όπου τελικά έλειψε το

ευρωπαϊκό όραμα που θα μπορούσε να συγκινήσει και να συνεγείρει τους

ευρωπαϊκούς λαούς.

Η καρδιά του προβλήματος βρίσκεται στη συνεχή υποβάθμιση του ρόλου των

αντιπροσωπευτικών πολιτικών θεσμών στο σύστημα διακυβέρνησης και η ύπαρξη στις

σύγχρονες πολύμορφες κοινωνίες πολλαπλών κέντρων εξουσίας, τα οποία

διαδραματίζουν κρίσιμο και πολλές φορές καθοριστικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων. Η

διεθνοποιημένη οικονομία και οι ισχυροί επιχειρηματικοί όμιλοι, τα παλαιά και

τα νέα μέσα ενημέρωσης, οι τεχνολογίες της επικοινωνίας και της πληροφόρησης,

αλλά και η ενδυνάμωση της κοινωνίας των πολιτών ­ για να δούμε και μια θετική

παράμετρο ­ αλλάζουν τη θέση και περιορίζουν το ρόλο της πολιτικής ως

καθοριστικού παράγοντα στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.

Το πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται με «ξόρκια». Είναι πρόβλημα εξαιρετικά σύνθετο

και η απάντηση είναι δύσκολη. Το βέβαιον είναι ότι δεν αρκεί πλέον η απλή

μεταρρύθμιση των θεσμών, αλλά χρειάζεται η ριζική μεταρρύθμιση του συστήματος

διακυβέρνησης ώστε να εξασφαλίζεται η ευρύτερη δυνατή δημοκρατική

νομιμοποίηση.

Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να προσδιορίσουμε το σύγχρονο διευρυμένο ρόλο της

Αυτοδιοίκησης και την αναβαθμισμένη πολιτική θέση των τοπικών και

περιφερειακών Αρχών. Η αρχή της επικουρικότητας, σύμφωνα με την οποία η

απόφαση παίρνεται στο πλησιέστερο δυνατό προς τον πολίτη επίπεδο, αποτελεί

σίγουρα ένα ασφαλές κριτήριο. Χρειάζεται, ωστόσο, να προφυλαχθούμε από

σκόπιμες, συνήθως, στρεβλώσεις αυτής της αρχής.

Έχει διαπιστωθεί, επί παραδείγματι, ότι η αρχή της επικουρικότητας

αξιοποιείται από συντηρητικές δυνάμεις, προκειμένου να «περάσει» πιο εύκολα

στους Ευρωπαίους πολίτες η άποψη για «λιγότερη Ευρώπη», την ώρα που χρειάζεται

«περισσότερη και πιο πολιτική Ευρώπη». Αξιοποιείται ακόμη από τις δυνάμεις

εκείνες που θέλουν να επιβάλουν μια αυστηρή και κάθετη ιεραρχική δομή στο

σύστημα διακυβέρνησης. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας δομής, ο ρόλος των τοπικών

Αρχών προφανώς και προβλέπεται υποβαθμισμένος, αφού αυτές αποτελούν το

«κατώτερο» επίπεδο, χωρίς ταυτόχρονα να εξασφαλίζεται, όπως διατείνονται, η

αποτελεσματικότητα.

Γι’ αυτό και είναι πλέον αναγκαία η ευρεία ερμηνεία της αρχής της

επικουρικότητας και η στενότερη σύνδεσή της με την αρχή της εγγύτητας και της

συνέργειας, με στόχο να βρεθεί στο επίκεντρο το συμφέρον του πολίτη. Η

κοινωνία είναι δυναμική και όχι στατική. Το πολιτικό σύστημα συνεπώς πρέπει να

ανταποκρίνεται με ταχύτητα και επάρκεια στις ανάγκες της κοινωνίας. Έτσι,

επιβάλλεται πια να καινοτομήσουμε και να μιλήσουμε για την ανάγκη της

συνέργειας, για την ανάγκη δηλαδή ισότιμης και οριζόντιας σύμπραξης των

διαφόρων επιπέδων διακυβέρνησης. Και για να γίνει πιο κατανοητό: κρίσιμα

προβλήματα της εποχής μας, όπως η ανεργία, το περιβάλλον, η γεωργία και η

ανάπτυξη της υπαίθρου, η υγεία και η εκπαίδευση, η κοινωνική μέριμνα, δεν

αντιμετωπίζονται ούτε με εντολές «των πάνω προς τους κάτω» ούτε από ένα μόνον

επίπεδο διακυβέρνησης. Απαιτείται, αντίθετα, η συνεργασία και η σύμπραξη όλων

των επιπέδων διακυβέρνησης, με διακριτούς φυσικά ρόλους και οριοθετημένες

αρμοδιότητες, ώστε να απαντάται ταυτόχρονα με σαφήνεια το ερώτημα «ποιος κάνει

τι;». Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν, η Αυτοδιοίκηση επιβάλλεται να αναγνωριστεί ως

ισότιμο και αναπόσπαστο μέρος του συνολικού θεσμικού οικοδομήματος και του

συστήματος διακυβέρνησης.

Η Επιτροπή των Περιφερειών, το «Ευρωκοινοβούλιο της Αυτοδιοίκησης» όπως

αποκαλείται, άνοιξε πρόσφατα τη συζήτηση με την έγκριση σχετικής γνωμοδότησης,

που κινείται σε αυτό το πνεύμα. Το αντιπροσωπευτικό όργανο των τοπικών και

περιφερειακών Αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλει, ωστόσο, να αναζητήσει πιο

ενεργό πολιτικό ρόλο και να αναλάβει την πρωτοβουλία για συγκροτημένο πολιτικό

και επιστημονικό διάλογο σε όλα τα κράτη-μέλη. Το ίδιο ισχύει και για τα

κορυφαία θεσμικά όργανα της ελληνικής Αυτοδιοίκησης, την ΚΕΔΚΕ και την ΕΝΑΕ.

Και φυσικά η αναζήτηση για τις νέες μορφές διακυβέρνησης στην Ευρώπη του 21ου

αιώνα πρέπει να αποτελέσει προνομιακό πεδίο πρωτοβουλιών για τη σύγχρονη

μεταρρυθμιστική Αριστερά στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.

Ο Πάνος Σκοτινιώτης είναι νομάρχης Μαγνησίας και μέλος της Επιτροπής των

Περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.