Τις μέρες των εορτών οι σχέσεις μας με τα βιβλία γίνονται πιο θερμές, τα

βιβλιοπωλεία κατακλύζονται από μικρούς και μεγάλους, που αγοράζουν ή απλά

ξεφυλλίζουν βιβλία κάθε είδους: παιδικά, μυθιστορήματα, απομνημονεύματα,

δοκίμια, ποίηση, ειδικές εκδόσεις τέχνης με πολύχρωμες εικόνες…

Αν και με την τεχνική των ηλεκτρονικών υπολογιστών είναι πλέον εφικτή η

παραγωγή του σε CD Rom, το βιβλίο με τη γνωστή παραδοσιακή μορφή παραμένει,

ελπίζω, αναντικατάστατο προσφέροντας μια σχέση με τον αναγνώστη διαφορετική

από κάθε άλλη εμπειρία.

Όσοι διάβασαν και αγάπησαν από μικροί τα βιβλία, κρατάνε στη μνήμη τους σαν

ευλογία, σαν ζωντανή φιλική συντροφιά εκείνα τα αναγνώσματα που ζωντανεύουν

αναμνήσεις χώρου και χρόνου σε μια παράξενη αξεχώριστη ενότητα.

Πρόκειται για την «κατοικημένη μοναξιά», που περιγράφει ο Marcel

Proust, όταν αναλογίζεται τη γλύκα από εκείνες τις μοναδικές ώρες των παιδικών

του χρόνων, τα καλοκαίρια, που ξεχνιόταν βυθισμένος σ’ ένα βιβλίο ώσπου να

φτάσει η ώρα του φαγητού. Τα παλιά βιβλία εκείνης της μακρινής εποχής ­

μοναδικά ημερολόγια από μέρες περασμένες ­ τα ξεφύλλιζε, όπως γράφει, με την

ελπίδα να δει κάθε φορά να καθρεφτίζονται στις σελίδες τους τόποι και

καταστάσεις που δεν υπάρχουν πια… Στο κείμενό του «Μέρες ανάγνωσης» αναπολεί

τα διαβάσματα των διακοπών στο σπίτι της εξοχής, όλες τις ώρες της ημέρας,

ανάμεσα σε πράγματα αγαπημένα και χώρους φιλικούς, πράγματα που περιγράφει με

ακρίβεια, με όλες τους τις λεπτομέρειες: την υφή, το χρώμα και τις

μεταμορφώσεις τους από το φως της ημέρας ή της νύχτας… Τα πράγματα,

γράφει, γέμιζαν το δωμάτιο με μια ζωή σιωπηλή και ποικίλη, μ’

ένα μυστήριο όπου η αφεντιά μου βρισκότανε ταυτόχρονα χαμένη και

γοητευμένη…

Μέσα από τις μνήμες του χρόνου της ανάγνωσης αναδύεται ο χώρος, το κείμενο του

Proust με μεταφέρει στους τόπους των παιδικών μου χρόνων, αυτή ήταν εξάλλου

και η πρόθεσή του: να ξαναπλάσει ο αναγνώστης μέσα στο μυαλό του την

πρωτογενή ψυχολογική πράξη που ονομάζουμε Ανάγνωση.

Το βιβλίο και η γλυκύτητα της ανάγνωσης μπερδεύονται με τα σπίτια που

κατοικήσαμε, με τους ανθρώπους και τα πράγματα. Τα δωμάτια, τα οικεία έπιπλα,

το μπαλκόνι, η αυλή, ο μικρός κήπος με τη σκιά των λιγοστών δέντρων, τόποι

διαβάσματος και αυτοσυγκέντρωσης μέσα στο βουητό της γειτονιάς, στην

καθημερινότητα ή στις ξεχωριστές μέρες.

Δεν ξεχνάω σε εποχές δύσκολες για τον τόπο μας, όταν το βιβλίο ήταν είδος

πολυτελείας, τη χαρά μας για τα βιβλία που μας χάριζαν, τα δάνεια και τις

ανταλλαγές βιβλίων, αλλά και τα μυθιστορήματα που διαβάζαμε σε συνέχειες σε

τεύχη ή τόμους της Διάπλασης των Παίδων, μια ανάγνωση που από το ένα τεύχος

στο άλλο μάς βύθιζε σε ονειροπολήσεις. Τα διαβάσματα αυτά μας έφερναν σε μια

«απόσταση ψυχής» που την όριζε η βραδύτητα, απόσταση αναγκαία για να δούμε και

να απολαύσουμε, σταγόνα σταγόνα, την οικειοποίηση ενός κόσμου που αναγνωρίζαμε

σιγά σιγά, μέσα από την πλοκή της διήγησης… «Αυτά τα πρόσωπα, που

τους αφιερώσαμε περισσότερη προσοχή και τρυφερότητα από τους πραγματικούς

ανθρώπους του περιβάλλοντός μας, (πόσο ωραία το γράφει ο Proust) μη

τολμώντας ποτέ να ομολογήσουμε πόσο τα έχουμε αγαπήσει, αυτά τα

πλάσματα, που η ιστορία τους μας είχε κόψει την ανάσα και μας έφερνε

μέχρι τα αναφιλητά, δεν θα τα βλέπαμε ποτέ πια, δεν θα γνωρίζαμε

τίποτα πια γι’ αυτά…».

Το απόσπασμα στο οποίο αναφέρθηκα ανήκει στην εισαγωγή που έγραψε ο Marcel

Proust (1871-1922), μεταφραστής και σχολιαστής της διάλεξης του John

Ruskin (1819-1900) με τον παράξενο τίτλο «Ο Σουσάμης και οι κρίνοι» που

αναφέρεται στους κρυμμένους θησαυρούς των βιβλίων.

Ο Ruskin με τη διπλή του ιδιότητα, κριτικός τέχνης και κοινωνικός αναμορφωτής,

βλέπει τη σχέση του με την τέχνη σαν μια κοινωνική αποστολή, εκεί εντάσσει το

βιβλίο, στοχεύοντας στην πολιτισμική διάστασή του: «Δεν υπάρχει παρά ένα

φάρμακο στη δυστυχία του λαού, είναι η μόρφωση του λαού»,

διακηρύσσει. Αναγνωρίζοντας στην ανάγνωση το κατώφλι της πνευματικής ζωής,

ασκημένος να βλέπει πέρα από τα πράγματα, συνδέει την ανάγνωση με την

«εσωτερική όραση». Γι’ αυτό θεωρεί προϋπόθεση της πνευματικότητας την άσκηση

της όρασης. Μάθετε να βλέπετε, γράφει, αυτό είναι το τίμημα της

ανάγνωσης, αυτή όμως είναι και η ανεπάρκειά της. Με την ιδιαίτερη

ευαισθησία που διακρίνει τα κείμενά του, αναπτύσσει την άποψη ότι το βιβλίο

αλλά και η τέχνη γενικότερα ασκούν την περιέργεια και προκαλούν τη φαντασία

ελευθερώνοντας δημιουργικές δυνάμεις. Περιμένουμε, γράφει, από τους

συγγραφείς να μας δώσουν απαντήσεις, αλλά το μόνο που τους είναι

δυνατόν να μας προσφέρουν είναι επιθυμίες…

Η Σουζάνα Αντωνακάκη είναι αρχιτέκτονας.