Αυτός ο άνθρωπος έχει το χάρισμα να είναι από μόνος του γεγονός. Γι’ αυτό και

μπόρεσε να φανταστεί το αφάνταστο, το τρίωρο πανηγύρι στο Μέγαρο, μπροστά σ’

ένα ετερόκλητο πλήθος ανθρώπων που τον γνώριζαν και τον πίστευαν από την

τρυφερή του νιότη, σε άλλους που τον είχαν κατά καιρούς απορρίψει και μετά τον

ξαναγκάλιασαν και σε άλλους που από περιέργεια έσπευσαν.

Με μια κιθάρα, ένα ταμπούρλο, μια φλογέρα, με σμόκιν, με μαύρο μακό μπλουζάκι

και κόκκινα μποτάκια ασορτί με τις τιράντες, με γιλέκο και λευκό πουκάμισο,

διασκεδαστής με τα όλα του ο Νιόνιος, ευρηματικός αλλά και άμεσος στον τρόπο

που αφηγείται παριστάνοντας, παθιασμένος να μεταγγίσει συγκίνηση, νοσταλγία

και πανηγυριώτικη αντάρα. Άπλωσε γενναιόδωρα κοντά σαράντα χρόνια ιστορίας,

ένωσε τρία συγκροτήματα ­ Καμεράτα, Κόμπο και το δικό του ­, ανάστησε μνήμες,

έφτιαξε μνήμη για τους νέους, φρένιασε με τους «Αχαρνής», ταξίδεψε όλους στο

παραμύθι της ζωής, στη λύπη και στη χαρά. Πετάς τίποτε από τη ζωή; Εμένα δεν

μου περισσεύει κάτι να πετάξω, και ο Νιόνιος μού θύμισε. Κρατώ ξεχωριστά και

το «Παραμυθάκι» του Αλέξη, που κάποτε με παρηγόρησε, όπως και τις προάλλες με

τις ζωγραφιές του επί σκηνής. Κάποια στιγμή στην αναδρομή της δεκαετίας του

’60 με πήραν τα δάκρυα, είπα να τα σταματήσω, αλλά μετάνιωσα και τα άφησα,

δικά μου δεν είναι; Α, ρε Νιόνιο, τι έχεις καμωμένο, είπα, και ένιωσα καλά.