Την είδα και φτερούγισε η καρδιά μου. Τόσο όμορφο κορίτσι, που θα το ζήλευαν

όλες οι καλλονές του κόσμου αν ξαφνικά ζωντάνευε κι έπαιρνε τους δρόμους. Ψηλό

κορμί, θεσπέσια ευγενικές καμπύλες, χέρια που μοιάζουν με φτερούγες γλάρου,

λαιμός μακρύς, σαν κύκνου. Η Κόρη της αρχαίας Θήρας ξαπλωμένη στο κοκκινωπό

χώμα, γαλήνια και σίγουρη για την αιώνια ωραιότητά της, αναπαυόταν. Πάνω από

δυόμισι χιλιάδες χρόνια «αγνοούμενη», κρατήθηκε λεία, στιλπνή, με τα μαλλιά

της καλοχτενισμένα σε βοστρύχους που πέφτουν αρμονικά στο στέρνο, αφήνοντας

ακάλυπτους τους εφηβικούς ώμους.

Πώς νιώθουν άραγε οι αρχαιολόγοι όταν τους αποκαλύπτονται τέτοια θαύματα;

Χοροπηδούν; Πάει η καρδιά τους να σπάσει; Βγάζουν φωνές χαράς; Μήπως τρέμοντας

γονατίζουν και ευγνωμονούν την τύχη και την καλή γη που φιλόξενα κράτησε τους

θησαυρούς πανάρχαιης ρίζας;

Από αυτό το κορίτσι της Θήρας πώς να πάρεις τα μάτια σου… Όμοια όπως μπροστά

σε άλλα θαύματα, μένω ασάλευτη, με την κρυφή λαχτάρα ν’ αγγίξω το μάρμαρο ή

την πέτρα, τη ράχη των Λεόντων της Δήλου, που τώρα πια έχασαν την ελευθερία

και κλείστηκαν στο μουσείο, ν’ ακουμπήσω στις κολόνες του Επικουρίου Απόλλωνα

στις Βάσσες της Φιγαλίας, να ψηλαφήσω τη ζώνη του αόρατου χιτώνα της μικρής

στη Σαντορίνη. «Μην ακουμπάτε, μην αγγίζετε». Τι κρίμα.