Η πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 24 του Συντάγματος σχετικά με την προστασία

του περιβάλλοντος, θεωρώντας ότι ο δικαστής δεν νομιμοποιείται να αρθρώνει μη

νομικό επιστημονικό λόγο, προσδίδει στα περιβαλλοντικά ζητήματα τεχνικό

χαρακτήρα με σκοπό τον περιορισμό του δικαστικού ελέγχου. Αυτή η υπερβολική

και απρόσφορη αντίδραση σε μεμονωμένα νομολογιακά φαινόμενα, όχι μόνον δεν

ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των καιρών για βελτίωση του δικαιοδοτικού

έργου, αλλά, ενισχύοντας θεσμικά τον ρόλο των τεχνοκρατών που συμβουλεύουν

τους εκάστοτε κυβερνώντες, κινδυνεύει να καταστήσει σημαντικά δυσχερή τον

έλεγχο της νομιμότητας της δράσης των τελευταίων και την προστασία των

δικαιωμάτων των πολιτών.

* * *

1. Δεν είναι προφανές ότι η καταδίκη ενδεχόμενων υπερβολών της

νομολογίας δικαιολογεί την απαγόρευση προς τον δικαστή να ασχολείται με τα

επιστημονικά ζητήματα που αναφύονται στις διαφορές που κρίνει. Πρώτον,

υπάρχουν περιπτώσεις όπου η νομολογία τείνει να υποκαταστήσει τον νομοθέτη ή

τη διοίκηση χωρίς ο δικαστής να «υποδύεται» τον τεχνικό επιστήμονα. Δεύτερον,

από επιστημολογική άποψη δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η επιστημονική αλήθεια

­ εάν και όπου υπάρχει ­ κινδυνεύει από τους δικαστές που την αναζητούν ή την

επικαλούνται με υπευθυνότητα και μεθοδολογική συνέπεια. Τρίτον, όταν ο ίδιος ο

δικαστής αρνείται να ελέγξει τις τεχνικές κρίσεις των διοικητικών αρχών ή του

νομοθέτη, τούτο υποδηλώνει όχι μόνον έναν σύμφωνο προς το Σύνταγμα

αυτοπεριορισμό του δικαστή, αλλά συχνά μια έμμεση πλην σαφή ομολογία της

πραγματικής αδυναμίας του να προβεί στον σχετικό έλεγχο. Εξάλλου, σε τομείς

που ο δικαστής διέθετε τις απαραίτητες γνώσεις, δεν δίστασε να προωθήσει

σημαντικά τον έλεγχο της ουσιαστικής νομιμότητας της διοικητικής δράσης και

της συνταγματικότητας των νόμων. Τέταρτον, η εξοικείωση του νομοθέτη, της

διοίκησης, αλλά και του δικαστή με τις διάφορες επιστήμες, όχι μόνον δεν

απάδει με τη λειτουργική διάκριση των εξουσιών τους, αλλά συνδέεται άρρηκτα με

την ποιότητα και τη νομιμοποίηση των αποφάσεών τους.

Ειδικότερα για τους δικαστές, πρέπει να επισημανθεί ότι η νομιμοποίηση μιας

απόφασής τους σχετίζεται κυρίως με μια λογική πειθούς. Η δικαστική απόφαση

είναι πειστική όταν είναι λογικά συνεπής και δεν αποκλίνει αισθητά από τις

ερμηνευτικές επιλογές των υπολοίπων ερμηνευτών (νομοθέτη, διοίκησης, θεωρίας,

ιδιωτών) (1). Πόσο πειστική, όμως, θα μπορούσε να είναι σήμερα μια δικαστική

απόφαση που αντιτάσσει γενικούς αφορισμούς διδαγμάτων της κοινής πείρας

απέναντι σε επιχειρήματα των διαδίκων που συχνά στηρίζονται σε

εμπεριστατωμένες επιστημονικά αναλύσεις;

Επομένως, ενώ είναι θεμιτό να επικρίνονται τεκμηριωμένα οι όποιες υπερβολές

της νομολογίας και οι όποιες εσφαλμένες επιστημονικές αναλύσεις τις

συνοδεύουν, δεν είναι ορθό να αμφισβητείται το άνοιγμα της νομολογίας σε έναν

ευρύ επιστημονικό προβληματισμό, ο οποίος δεν πρέπει να περιορίζεται στην

προσφυγή στον δικονομικό θεσμό της πραγματογνωμοσύνης, αλλά απαιτεί τη συνεχή

επιμόρφωση των δικαστών μέσω διεπιστημονικών μελετών.

2. Κατά τον Γενικό Εισηγητή της Πλειοψηφίας, επιβάλλεται ο νομοθετικός

ορισμός του δάσους και της δασικής έκτασης, ενώ παράλληλα «το ότι οι

σχετικές [ενν. με τη χωροταξία και την πολεοδομία] σταθμίσεις και

αξιολογήσεις του νομοθέτη (και της κανονιστικής διοίκησης) είναι τεχνικές και

πρέπει να γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης σημαίνει ως προς τον

δικαστικό έλεγχό τους ότι (…) ο έλεγχος αυτός είναι οριακός. (…) Προς τον

σκοπό αυτό ο δικαστής εξετάζει εάν υπήρξε η αναγκαία επιστημονική προετοιμασία

του νομοθέτη και αν ακολουθήθηκε μια επιστημονικά αποδεκτή μέθοδος» (2).

Ωστόσο, οι παραπάνω προτάσεις δεν φαίνονται ικανές να αποκλείσουν την

επανάληψη νομολογιών παρόμοιων με τις επικριθείσες. Αφενός, και εντός του

επιδιωκόμενου οριακού ελέγχου, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις καλούν τον δικαστή

να «υποδυθεί» όχι βέβαια τον «χωροτάκτη», τον «πολεοδόμο» ή τον «δασολόγο» ­

πράγμα για το οποίο θεωρήθηκε αναρμόδιος ­, αλλά τον «επιστημολόγο», δηλαδή

αυτόν που κρίνει περί της συνδρομής επιστημονικά αποδεκτής μεθόδου ­ πράγμα

για το οποίο παραδόξως κρίνεται αρμόδιος και ικανός. Αφετέρου, παρά τη

θεωρητική απαίτηση ασφάλειας δικαίου, στην πράξη το νόημα των κανόνων δικαίου

ουδέποτε παγιώνεται ­ εξάλλου ο ίδιος ο νομοθέτης μεταβάλλει τη βούλησή του

πολύ συχνότερα απ’ ότι τα δικαστήρια τη νομολογία τους ­ ούτε καθορίζεται

αποκλειστικά από το όργανο που τους θεσπίζει. Το νόημα αυτό προκύπτει λιγότερο

από μια συνειδητή βούληση ­ αυτή του δημιουργού τους ή αυτή του δικαστή ­ και

περισσότερο από έναν συλλογικό, κυκλικό, αμφίδρομο και δυναμικό μηχανισμό

επικοινωνίας μεταξύ των διαφόρων εφαρμοστών των κανόνων δικαίου (3). Οι καλοί

και κακοί εφαρμοστές του δικαίου συγκαθορίζουν διαρκώς, μέσω της πολιτικής και

ηθικής τους αντιπαράθεσης, το νόημα των νόμων, ενώ ο διαλεκτικός χρόνος

αμβλύνει αδιάκοπα τις ακρότητες της δράσης τους, χωρίς μάλλον αυτή η ατέρμονη

αντιπαράθεση να μπορεί να γίνει αντικείμενο συνταγματικής ρύθμισης.

3. Τέλος, οι προτάσεις της Εισήγησης της Πλειοψηφίας, φαίνονται

ακατάλληλες να εγγυηθούν τη θεσμική ισορροπία που επιδιώκουν προκειμένου να

προστατεύσουν το δικαίωμα στο περιβάλλον. Καχύποπτες απέναντι στους δικαστές,

δείχνουν μεγάλη εμπιστοσύνη στους τεχνοκράτες που επικουρούν το νομοθετικό,

κυβερνητικό ή διοικητικό έργο. Όμως, όσο αναγκαίοι και χρήσιμοι μπορεί να

είναι αυτοί οι τεχνοκράτες, ο θεσμικός υπερτονισμός του ρόλου τους πρέπει να

προβληματίζει όταν δεν συνοδεύεται από τα κατάλληλα νομικά και πολιτικά

αντίβαρα.

Πόσοι άραγε υπουργοί μπορούν να παρακολουθήσουν την τεχνική ­ και κατά τούτο ­

«μυστική» γλώσσα των συμβούλων τους; Πόσοι βουλευτές κατανοούν τις τεχνικές

αναλύσεις που συνοδεύουν ένα νομοθέτημα; Η επικράτηση στην πράξη των

τεχνοκρατών επί του νομοθέτη, επί της διοίκησης και, τέλος, επί των δικαστών,

αποσταθεροποιεί τη θεσμική ισορροπία των εξουσιών. Αφενός, ενδυναμώνει τον

ούτως ή άλλως κυρίαρχο ρόλο της εκτελεστικής εξουσίας, περιορίζοντας ακόμη

περισσότερο τη δυνατότητα αποτελεσματικού κοινοβουλευτικού και δικαστικού της

ελέγχου. Αφετέρου, ευνοεί την ύπαρξη θυλάκων αδιαφάνειας όπου κυριαρχούν

ομάδες πίεσης (lobbies). Άλλωστε, όχι σπάνια οι ανέλεγκτοι τεχνοκράτες

μετατρέπονται σε μεσάζοντες της περίφημης διαπλοκής μεταξύ οικονομικής και

νομοθετικής ή εκτελεστικής εξουσίας.

* * *

Πώς εξηγείται, λοιπόν, το γεγονός ότι, ενώ υπερτονίζεται η ανάγκη αποφυγής

ενός «κράτους δικαστών», δεν διερευνάται ο κίνδυνος εγκαθίδρυσης ενός «κράτους

τεχνικών», οι οποίοι, εξάλλου, είτε ως επίσημοι υπάλληλοι είτε ως «περιβάλλον»

των κρατικών λειτουργών, δεν χαίρουν πάντοτε ασφαλών εγγυήσεων επιστημονικού

κύρους, ούτε βέβαια της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών;

Η παράλειψη αυτή ίσως είναι συνέπεια της γενικής βιασύνης που χαρακτηρίζει τη

διαδικασία της παρούσας αναθεώρησης. Ίσως, όμως, αποτελεί τη θεσμική έκφραση

της κρατούσας αντίληψης του «εκσυγχρόνιζε και μη ερεύνα».

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Βλ. C. Yannakopoulos, L’apport de la notion de fait administratif

institutionnel à la theorie du droit administratif, in Revue

Interdisciplinaire d’Etudes Juridiques, 1997.38, σ. 17, αρ. 30.

2. Βλ. Ε. Βενιζέλου, Αναθεώρηση και περιβάλλον, ΤΑ ΝΕΑ, 13-10-2000.

3. Βλ. C. Yannakopoulos, L’apport de la notion….., ό. π., ιδίως αρ.

23 επ.

Ο Κων/νος Θ. Γιαννακόπουλος είναι δρ Νομικής, δικηγόρος πρώην Εισηγητής

στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στο γραφείο του πρώην Γενικού

Εισαγγελέα κ. Γ. Κοσμά.