Η αναζήτηση ευθυνών μετά το πολύνεκρο ναυάγιο του «Εξπρές Σαμίνα» ανέδειξε τις

πτυχές μιας γενικότερης κρίσης. Η κρατική εξουσία, καταφεύγοντας και στο

ποινικό οπλοστάσιο, θεώρησε ότι πρέπει να αντιμετωπίσει την κρίση αυτή

επεμβαίνοντας στους ποινικοδικονομικούς κανόνες. Παρά τις έντονες αντιδράσεις,

ο νομοθέτης έδωσε τη δυνατότητα στον υπουργό Δικαιοσύνης να ζητεί «την κατά

απόλυτη προτεραιότητα διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας», μόνο για «υποθέσεις

εξαιρετικής φύσεως που συνταράσσουν την κοινή γνώμη».

Είναι προφανές ότι με την ανωτέρω νομοθετική πρωτοβουλία θεσμοθετείται

διάκριση στην αντιμετώπιση των ποινικών υποθέσεων. Αποφασιστικό κριτήριο για

την ταχύτητα της ποινικής διαδικασίας αποτελεί πλέον η «κοινή γνώμη», ο δε

υπουργός Δικαιοσύνης καλείται να τη διαγνώσει και να ενεργήσει άμεσα!

Τη σκοπιμότητα αυτής της επιλεκτικής «επιτάχυνσης» θεμελίωσε ο νομοθέτης σε

λόγους που ανάγονται στο συμφέρον της ολότητας. Επικαλέσθηκε την αναγκαιότητα

ενίσχυσης του αισθήματος ασφάλειας και εμπιστοσύνης στην ισχύ της έννομης

τάξης. Όμως ενισχύεται πράγματι με τον τρόπο αυτό η δικαιική ασφάλεια και η

εμπιστοσύνη των πολιτών στην έννομη τάξη; Ποιο είναι τελικά το «κακώς κείμενο»

που καλείται να «διορθώσει» ή να «βελτιώσει» η εν λόγω διάταξη;

Είναι γνωστό ότι η πορεία κάθε ποινικής υπόθεσης εξαρτάται από ποικίλους

παράγοντες, τελεί δε υπό την εγγύηση συγκεκριμένων τύπων και θεμελιωδών αρχών.

Η αρχή της ταχείας διεξαγωγής της δίκης, που αφορά κάθε ποινική υπόθεση και

εκτείνεται σε ολόκληρη την ποινική δίκη, εξυπηρετεί δύο βασικές ανάγκες: i)

την αποκατάσταση της ειρηνικής κοινωνικής συμβίωσης, η οποία διαταράσσεται από

κάθε εγκληματική προσβολή και ii) την προστασία του κατηγορουμένου από την

αδικαιολόγητη καθυστέρηση της εκδίκασης της υπόθεσής του.

Με δεδομένη τη ρητή κατοχύρωση της ανωτέρω αξίωσης στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, αυτή

θεωρείται πρωτίστως ως δικαίωμα του κατηγορουμένου. Στην πράξη αποτελεί βέβαια

αναμφισβήτητο γεγονός ότι η ανωτέρω αρχή συναντά δυσκολίες εφαρμογής, που

άπτονται μιας σειράς ζητημάτων ουσιαστικού, δικονομικού αλλά και οργανωτικού

χαρακτήρα. Οι εμπνευστές της νεοπαγούς διάταξης φαίνεται να αγνοούν ότι: Όπως

αφορά όλες τις υποθέσεις η ταχεία διεξαγωγή της δίκης, έτσι αντίστοιχα καμία

δεν πρέπει να απολαμβάνει το «προνόμιο» της επιβράδυνσης. Η γρήγορη

διεκπεραίωση μιας ποινικής υπόθεσης δεν είναι αυτοσκοπός της δίκης, αλλά

πρέπει να βρίσκεται σε αρμονία με την αρχή της ολόπλευρης διερεύνησης της

υπόθεσης και την ελευθερία του ατόμου. Εξαρτάται κάθε φορά από τις εκάστοτε

αποδεικτικές δυσχέρειες και τις ανάγκες της υπεράσπισης. Συναρτάται άμεσα με

την οργάνωση του δικαιοδοτικού συστήματος, τον φόρτο των ανακριτικών γραφείων

και τα παράλληλα καθήκοντα των δικαστών-ανακριτών. Δεν είναι λοιπόν η αδυναμία

των τελευταίων η αιτία των καθυστερήσεων στην απονομή της δικαιοσύνης, αλλά

κυρίως, πέραν των εγγενών δυσχερειών της εκάστοτε υπόθεσης, η υλικοτεχνική

ανεπάρκεια και η έλλειψη προσωπικού. Επιλύεται μήπως το πρόβλημα αυτό με την

παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας;

Τα παραπάνω ζητήματα δεν απασχόλησαν τον νομοθέτη. Έτσι, η νέα διάταξη

φαίνεται ικανή να δημιουργήσει κι όχι να επιλύσει προβλήματα, αφού στην πράξη:

Θα επιταχυνθεί ίσως η διαδικασία «υποθέσεων εξαιρετικής φύσεως που

συνταράσσουν την κοινή γνώμη» εις βάρος όμως άλλων, που αφορούν εξίσου την

κοινωνική ειρήνη και ασφάλεια.

Τι θα γίνει με εκείνες τις ανώνυμες υποθέσεις που σκαλώνουν σε κάποια φάση της

ανάκρισης και που δεν έχουν την τύχη να συνιστούν ερέθισμα ικανό να συνταράξει

την κοινή γνώμη;

Μήπως έτσι θα ξεκινήσει ένας αγώνας δρόμου των ενδιαφερόμενων πλευρών,

προκειμένου να προκαλέσουν μια συγκινητική λάμψη δημοσιότητας, ώστε να

υπαχθούν στη νέα διάταξη; Τέλος, κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει ότι η

γρήγορη διεκπεραίωση δεν οδηγεί πάντα σε ασφαλή συλλογή αποδείξεων.

Εγκυμονεί κινδύνους, που ίσως θα αναδυθούν στην αίθουσα του ποινικού

ακροατηρίου και θα αποτελούν πλέον αξεπέραστο πρόβλημα για την ανακάλυψη της

ουσιαστικής αλήθειας.

Αλίμονο, αν η αξίωση για ολόπλευρη διερεύνηση και η προστασία των δικαιωμάτων

του κατηγορουμένου θυσιαστούν στον βωμό της ταχύτητας! Η εν λόγω διάταξη

φαίνεται τελικά να στοχεύει όχι στην ικανοποίηση των αναγκών του κοινωνικού

συνόλου, αλλά κυρίως στην ικανοποίηση της ανάγκης της εκτελεστικής εξουσίας να

φαίνεται «ευαίσθητη», να δείχνει ότι συμμερίζεται την αγωνία των παθόντων.

Έτσι όμως η νομοθετική εξουσία πολιτεύεται και ο πολίτης παραμένει ανασφαλής

στο όνομα της εξασφάλισής του!

Ο Βασίλης Αλεξανδρής είναι δικηγόρος.