«Ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, όμως, δεν σημαίνει ισοτιμία των πολιτειακών

λειτουργιών…»

Ευ. Βενιζέλος

(στην Επιτροπή Αναθεωρήσεως του Συντάγματος, 10.10.2000)

«… το σημαντικότερο ίσως σύγχρονο πρόβλημα στη λειτουργία της δημοκρατίας

είναι η οριοθέτηση της δικαστικής εξουσίας…»

Κ. Μητσοτάκης

(στην Επιτροπή Αναθεωρήσεως του Συντάγματος, 12.10.2000)

Διατυπωμένες από τους δύο βασικούς πρωταγωνιστές της αναθεωρήσεως ­ τι

παράξενη συγχορδία! ­ οι φράσεις αυτές δεν είναι τυχαίες: συνοψίζουν με τον

καλύτερο τρόπο τη δυσπιστία που τρέφουν οι βουλευτές των δύο μεγάλων κομμάτων

για τη Δικαιοσύνη και τους δικαστές. «Κράτος εν κράτει» και «βραχνά» αποκάλεσε

ο κ. Ευ. Γιαννόπουλος το Ε’ Τμήμα ­ το «περιβαλλοντικό» ­ του Συμβουλίου της

Επικρατείας, η δράση του οποίου, κατά τον υπουργό Δικαιοσύνης, «ξεπέρασε τα

όρια» και θυμίζει τους εφόρους της αρχαίας Σπάρτης.

Με ανάλογο δισταγμό αντιμετωπίζονται και οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές,

δηλαδή θεσμοί όπως ο Συνήγορος του Πολίτη, το Εθνικό Συμβούλιο

Ραδιοτηλεόρασης, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων και το ΑΣΕΠ, που έχουν συσταθεί

για να προφυλάσσουν τον πολίτη από αυθαιρεσίες και για να προασπίζουν τα

δικαιώματά του. Νομικοπολιτικά «υβρίδια» τις αποκάλεσε ο εισηγητής της

πλειοψηφίας, ενώ ο κ. Στ. Παπαθεμελής διακήρυξε ότι δεν έχει καμιά εμπιστοσύνη

«σ’ αυτό το νεοφανές είδος». Διαβάζοντας τα πρακτικά της Επιτροπής

Αναθεωρήσεως, διερωτάσαι γιατί οι αρχές αυτές κατοχυρώνονται συνταγματικά. Εν

πάση περιπτώσει, σου δημιουργείται η εντύπωση ότι η ενσωμάτωσή τους στο

Σύνταγμα γίνεται με βαριά καρδιά, σαν να πρόκειται για αναγκαίο κακό και όχι

διότι έτσι βελτιώνονται το κράτος δικαίου και η δημοκρατία.

Είναι, άραγε, δικαιολογημένοι οι φόβοι αυτοί; Μπας και οι γνωστές

κακοδαιμονίες, που εμποδίζουν το κράτος μας να εκσυγχρονισθεί και τη διοίκηση

να προοδεύσει, οφείλονται στα δικαστήρια και τις ανεξάρτητες αρχές που, όπως

διατείνονται ορισμένοι, έχουν εσχάτως παρεξηγήσει τον ρόλο τους ­ για «νόσφιση

εξουσίας» ομιλούν κάποιοι ­ και υποκαθιστούν διοίκηση και νομοθέτη;

Καθώς η Επιτροπή Αναθεωρήσεως ολοκλήρωσε το έργο της και η συζήτηση στην

Ολομέλεια της Βουλής αναμένεται να αρχίσει σε λίγες ημέρες, ας δούμε από πιο

κοντά πού βρίσκονται τα πράγματα.

Σε ό,τι αφορά την επιχειρούμενη αποδυνάμωση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η

αρχική πρόταση του εισηγητή της πλειοψηφίας, για το άρθρο 95 του Συντάγματος,

παρά την κατακραυγή που ξεσήκωσε, ψηφίσθηκε κατ’ ουσίαν αναλλοίωτη: αν η

διάταξη αυτή περάσει, ο νομοθέτης θα μπορεί ανεμπόδιστος να αφαιρεί, κατά το

δοκούν, από το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο κατηγορίες «λεπτών» υποθέσεων και

να αναθέτει την εκδίκασή τους στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, είτε

διατηρώντας τες ως ακυρωτικές είτε μετατρέποντάς τες σε διαφορές ουσίας. Έτσι,

το τεκμήριο αρμοδιότητας υπέρ του ΣτΕ καταργείται.

Ως αιτιολογία για την επιχειρούμενη μεταβολή προβάλλεται η ανάγκη να

αποσυμφορηθεί το δικαστήριο και να επιταχυνθεί η απονομή της δικαιοσύνης.

Εντούτοις, όπως έχει κατά κόρον υποστηριχθεί, ο στόχος αυτός θα μπορούσε να

επιτευχθεί και με την ισχύουσα ρύθμιση (άρθρο 95 παρ. 3 Σ.). Διότι, αν

εξαιρέσει κανείς μια επιφύλαξη που, με εισήγηση του αείμνηστου Β. Μποτόπουλου,

το δικαστήριο διατύπωσε το 1987 σε ένα εντελώς δευτερεύον ζήτημα της υπόθεσης

Kerafina (ΣτΕ (Ολ.) 1095/1987) ­ και που, σημειωτέον, έκτοτε ουδέποτε

επανέλαβε ­ το Συμβούλιο της Επικρατείας όχι μόνο δεν αντιτάχθηκε, αλλά

αντίθετα ενθάρρυνε την αποσυμφόρησή του. Έτσι, ο ν. 2721/1999 που ανέθεσε την

εκδίκαση πολλών ακυρωτικών διαφορών στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια δεν του

επεβλήθη· το ίδιο το Συμβούλιο προκάλεσε την ψήφισή του. Τα περί του αντιθέτου

λεγόμενα είναι, επομένως, ανακριβή και δύσκολα κρύβουν τον αληθινό στόχο που η

επιχειρούμενη μεταβολή επιδιώκει: να απογυμνώσει το δραστικότερο στον τόπο μας

θεσμικό αντίβαρο στην παντοδυναμία των κυβερνώντων από την κυριότερη

αρμοδιότητά του, την ακυρωτική.

Την εντύπωση αυτή ενισχύει και η προτεινόμενη συμπλήρωση του άρθρου 24 του

Συντάγματος για την προστασία του περιβάλλοντος. Αν και ο χώρος δεν

προσφέρεται για διεξοδική επιχειρηματολογία, μπορεί επιγραμματικά να λεχθεί

ότι όλες οι τριτοκοσμικής εμπνεύσεως μεταβολές που πρότεινε ο εισηγητής της

πλειοψηφίας και που, με κάποιες φραστικές μικροεπεμβάσεις, υιοθέτησε αυτούσιες

η Επιτροπή Αναθεωρήσεως, ένα αποτέλεσμα επιδιώκουν: να περιορίσουν, αν όχι να

εξουδετερώσουν πλήρως, τον δικαστικό έλεγχο στο ευαίσθητο αυτό πεδίο. Λες και

όλα αυτά τα χρόνια το ΥΠΕΧΩΔΕ είχε προβεί στον χωροταξικό σχεδιασμό της χώρας

και δεν το ξέραμε. Λες και το Ε’ Τμήμα δεν είχε προειδοποιήσει επανειλημμένως

τους αρμόδιους να κάνουν τη δουλειά τους, προτού το ίδιο αναλάβει τις

φιλοπεριβαλλοντικές πρωτοβουλίες του από τις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Όσο για τις ανεξάρτητες αρχές, η ρύθμισή τους αποτέλεσε αντικείμενο έντονης

αντιπαράθεσης στην Επιτροπή. Οι βουλευτές των δύο μεγάλων κομμάτων

εμφανίσθηκαν διασπασμένοι και η λύση που επελέγη για τη συγκρότηση των αρχών

αυτών (νέο άρθρο 101Α) είναι τόσο εξόφθαλμα πρόχειρη που, κατά τη γνώμη μου,

αποκλείεται να υιοθετηθεί ως έχει από την Ολομέλεια της Βουλής. Διότι είναι,

βεβαίως, αδιανόητη η ανάδειξη μελών ανεξάρτητων αρχών υπό προθεσμία. Η δε

Διάσκεψη των Προέδρων στην οποία, όπως όλα δείχνουν, θα ανατεθεί η ευθύνη για

την επιλογή των εν λόγω προσώπων με αυξημένη πλειοψηφία, μπορεί μεν να

διαθέτει το κύρος για να ασκήσει το σημαντικό αυτό έργο, δεν έχει εντούτοις

την σταθερή εκείνη σύνθεση που θα αποτελούσε την αναγκαία εγγύηση για να

ασκηθεί η κρίσιμη αυτή αρμοδιότητα εις βάθος χρόνου. Διότι με απλή τροποποίηση

του Κανονισμού της Βουλής ­ η οποία, ως γνωστόν, μπορεί να γίνει οποτεδήποτε

από την εκάστοτε πλειοψηφία ­ η κυβέρνηση μπορεί να ελέγξει άνετα ακόμη και τα

4/5 της σύνθεσης του εν λόγω οργάνου.

***

Τόσο υπό την κοινοβουλευτική όσο και υπό την προεδρική εκδοχή της, κύριο

χαρακτηριστικό της σύγχρονης δημοκρατίας είναι ότι η πλειοψηφία δεν κυβερνά

ανέλεγκτη.

Και ότι, αντίθετα, θεσπίζονται αντίβαρα, για να αναχαιτίζουν τη δράση των

κυβερνώντων, όταν αυτοί παρεκτρέπονται. Και μπορεί μεν ο Μοντεσκιέ, πριν από

250 χρόνια, να προειδοποιούσε ότι «κάθε άνθρωπος που ασκεί εξουσία […]

προχωρεί έως ότου συναντήσει φραγμούς», η πραγματική εντούτοις διάκριση των

εξουσιών επετεύχθη στην Ευρώπη μόνο στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Έπρεπε να

μεσολαβήσει η νομότυπη άνοδος μέσω εκλογών του Μουσολίνι στην Ιταλία και του

Χίτλερ στη Γερμανία, για να συνειδητοποιηθεί ότι, για να επιβιώσει η

δημοκρατία και να διασφαλισθούν τα δικαιώματα των μειοψηφιών και των

μειονοτήτων, ο νόμος της πλειοψηφίας δεν αρκεί: χρειάζονται και αντίβαρα,

χρειάζονται φύλακες του Συντάγματος. Τον ρόλο ακριβώς αυτό τα μεταπολεμικά

Συντάγματα ανέθεσαν στους δικαστές και, ήδη, και στις ανεξάρτητες αρχές.

Στην ελληνική πολιτική σκηνή, η ροπή αυτή από την πλειοψηφική δημοκρατία στη

δημοκρατία των αντιβάρων δεν έχει ακόμη συνειδητοποιηθεί επαρκώς. Διότι, για

πολλές δεκαετίες, η πλειοψηφία που αναδείκνυαν οι κάλπες δεν κυβερνούσε·

κυβερνούσαν το στέμμα, ο στρατός και οι ξένοι φίλοι (και λιγότερο φίλοι) μας.

Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και όταν οι παράγοντες αυτοί δεν επενέβαιναν

ανοιχτά, κανείς δεν μπορούσε να κυβερνήσει χωρίς την ανοχή τους.

Με τη μεταπολίτευση του 1974 τα πράγματα άλλαξαν άρδην. Η λαϊκή κυριαρχία

κατοχυρώθηκε, επιτέλους, όχι μόνον ως διακήρυξη αλλά και ως πράξη. Ωστόσο, αν

κρίνει κανείς από την άρχηστη διαμάχη για τις εξουσίες του Προέδρου της

Δημοκρατίας κατά τη δεκαετία που ακολούθησε ­ διαμάχη που, ως γνωστόν,

κατέληξε στη βιαστική αναθεώρηση του 1986 ­ τα αντανακλαστικά της προηγούμενης

περιόδου επιβίωσαν για πολύ. Από την άποψη αυτή, η «ψήφος Αλευρά» και τα

ομοιόμορφα ψηφοδέλτια της προεδρικής εκλογής του 1985 ­ που δεν ήταν, ωστόσο,

και ομοιόχρωμα ­ λειτούργησαν ως καταλύτης. Μόνον από τότε άρχισαν να

απασχολούν σοβαρά επιστήμονες και πολιτικούς, δικαστές και διαδίκους, η

φιλοσοφία του συνταγματισμού και η προβληματική των αντιβάρων. Αν, όπως

πιστεύω, η αναγκαστικά σχηματική αυτή αναδρομή στην πρόσφατη συνταγματική μας

ιστορία αληθεύει, το συμπέρασμα που προκύπτει για την επιχειρούμενη αναθεώρηση

είναι σαφές: οι εκσυγχρονιστικές τομές που εισάγει, τόσο στο κεφάλαιο των

δικαιωμάτων όσο και σε εκείνο της οργάνωσης των εξουσιών, μικραίνουν και

χάνουν τη λάμψη τους εξαιτίας του φόβου των αντιβάρων. Διότι η κανονιστική

εμβέλεια μιας σειράς ρηξικέλευθων και καινοτόμων ρυθμίσεων, όπως, για

παράδειγμα, η προστασία της γενετικής ταυτότητας ή η θέσπιση περιορισμών στην

επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων, συρρικνώνεται δραματικά, όταν είναι

αβέβαιο με ποιες εγγυήσεις και από ποια όργανα θα διασφαλισθεί ο σεβασμός των

αντίστοιχων δικαιωμάτων στην πράξη. Μετά την κυβέρνηση Καραμανλή της πρώτης

μεταπολιτευτικής τριετίας (1974-1977), η σημερινή είναι αυτή που έδωσε θετικά

δείγματα σεβασμού στους θεσμούς και τη λογική τους. Η υπόθεση των ταυτοτήτων,

με το τεράστιο πολιτικό κόστος που περιείχε και τα άδηλα πολιτικά της οφέλη,

είναι ίσως το καλύτερο παράδειγμα. Και ασφαλώς δεν είναι το μόνο.

Θα ήταν κρίμα, ως εκ τούτου, αν, για λόγους που ανάγονται στην ανασφάλεια, την

έλλειψη παιδείας και την κοντόθωρη πολιτική αντίληψη ορισμένων, η κυβέρνηση

αυτή καταγραφόταν στη συνταγματική μας ιστορία όχι απλώς ως άτολμη, μίζερη και

αναχρονιστική, αλλά ως πολέμια των εγγυήσεων του κράτους δικαίου και

κατεδαφιστής της ιστορικότερης από τις εγγυήσεις αυτές.

Ο Ν.Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο

Πανεπιστήμιο Αθηνών.