Διανύουμε ως κοινωνία μια περίοδο που την χαρακτηρίζει η μελαγχολική διάθεση,

η απαισιόδοξη θεώρηση των πραγμάτων και η έλλειψη εμπιστοσύνης σε πρόσωπα και

θεσμούς.

Υποβόσκει η υποψία. Καλλιεργείται η ισοπεδωτική προς τα κάτω λογική.

Αμφισβητείται για κάθε λόγο και κάθε πράξη το κίνητρο. Φαίνεται να λείπουν, ή

τουλάχιστον η κοινωνία νιώθει ότι λείπουν, οι άνθρωποι των καθαρών λόγων και

των καθαρών πράξεων.

Όλα αυτά μαζί συνθέτουν μια τάση διαλυτική για την κοινωνία μας και απειλητική

για τη δημοκρατία μας. Μια κατάσταση που πυροδοτείται και μεγεθύνεται άκριτα

από τα ΜΜΕ με πρωθιερείς τους αστέρες ή τους μόνιμους κομπάρσους των

τηλεοπτικών παραθύρων.

Απ’ αυτή την αδιέξοδη και ισοπεδωτική πραγματικότητα μόνη διέξοδος είναι η

δημοκρατία.

Αν το πρόβλημα της κοινωνίας μας είναι η θρυλούμενη διαπλοκή και τα

διαπλεκόμενα οικονομικά συμφέροντα, δεν φταίει η κοινωνία. Η ευθύνη είναι της

συντεταγμένης πολιτείας και τη λύση θα τη δώσει αυτή στο πλαίσιο της

δημοκρατίας και των οργάνων της. Αν το πρόβλημα είναι η διαπλοκή των ρόλων,

των εξουσιών και των αρμοδιοτήτων μέσα στην κοινωνία μας, μια κοινοβουλευτική

δημοκρατία που σέβεται στοιχειωδώς τον εαυτό της έχει υποχρέωση εν όψει και

της αναθεώρησης του Συντάγματος να προβλέψει και να επιβάλει μια νέα αρχή: την

αρχή της διάκρισης των ρόλων, των ευθυνών και των αρμοδιοτήτων μέσα στην

κοινωνία, ή την αρχή των διακριτών ρόλων, όπως αλλιώς τη λέμε… Μια αρχή όπου

θα ορίζεται και θα διακρίνεται ξεκάθαρα η δημοκρατία των πολλών από την

ασυδοσία των λίγων. Όπου τα δικαιώματα θα προϋποθέτουν και ευθύνες και δεν θα

διαπλέκονται ανέξοδα και ανεξέλεγκτα όλοι σε όλα και με όλα. Όποιοι έχουν

αρμοδιότητες οφείλουν να έχουν και ευθύνες, άρα να υπόκεινται σε έλεγχο.

Η δημοκρατία λειτουργεί όταν επιτυγχάνει να έχει αποσαφηνισμένες σχέσεις

μεταξύ των εξουσιών της και ελέγχει και δεν επιτρέπει την υπερτροφικότητα, την

υποκατάσταση και τη διείσδυση τής μιας εις βάρος της άλλης. Σε μια ευνομούμενη

πολιτεία έχει «ο καθείς και τον ρόλο του» και δεν νοείται να διαπλέκονται και

να αναμιγνύονται τα ατομικά με τα δημόσια, τα θεσμικά με τα εξωθεσμικά, τα

φυσικά με τα μεταφυσικά, τα επίγεια με τα επουράνια, τα εικονικά με τα

πραγματικά και τα σκυλιά με τα λουκάνικα. Ούτε πολύ περισσότερο να

υποκαθίστανται οι πολιτικοί παράγοντες, οι λειτουργοί της δημοκρατίας από τους

οικονομικούς παράγοντες ή τους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ.

Όταν διαπλέκονται κατ’ αυτή την έννοια, τότε η πολιτεία είναι αυτή που έχει

υποχρέωση να βρει τρόπους για να τακτοποιήσει «κάθε κατεργάρη στον πάγκο του»

όπως λέει κι ο λαός μας. Η δημοκρατία μας αρκετά κακοποιήθηκε στο παρελθόν από

επιμέρους κρατικές εξουσίες (Στρατός, Αστυνομία, Δικαιοσύνη) με διάφορες

μορφές δικτατορίας. Σήμερα δεν κινδυνεύει πια από την κρατική εξουσία. Σήμερα

η αλλοίωση της δημοκρατίας μπορεί να προκύπτει και προκύπτει από τις μη

διακριτές σχέσεις της πολιτικής ­ της οικονομικής εξουσίας και της εξουσίας

που απέκτησαν τα ΜΜΕ να προβάλλουν πρόσωπα, να διαμορφώνουν ιδεολογίες και να

επιβάλλουν καταστάσεις ερήμην και εις βάρος του λαού και της κοινωνίας χωρίς

να βάζουν αυτοπεριορισμό.

Έτσι, αν για τον 20ό αιώνα το ζητούμενο ήταν η συνταγματική κατοχύρωση και

εφαρμογή της αρχής της διακρίσεως των τριών εξουσιών (Νομοθετικής –

Εκτελεστικής – Δικαστικής) για την ελληνική πολιτεία, ο 21ος που ξεκίνησε

πρέπει να προβλέπει, να κατοχυρώνει και να διασφαλίζει μιαν άλλη αρχή: την

αρχή της διάκρισης των ρόλων και των αρμοδιοτήτων μέσα στην κοινωνία, ακριβώς

για να προστατεύεται από τις νέες σύγχρονες μορφές εξουσίας και παραεξουσίας

που αναφύονται από την παντοκρατορία των μίντια και που είναι πολύ πιο ύπουλες

και επικίνδυνα απειλητικές για τη δημοκρατία, το κοινωνικό συμφέρον και την

ανεξάρτητη και αυθεντική λαϊκή βούληση. Πρέπει, θα το επιχειρήσουμε και θα το

πετύχουμε, γιατί στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα.

Ο Νίκος Γκεσούλης είναι βουλευτής του ΠΑΣΟΚ στην Α’ Θεσσαλονίκης