Το εμπόλεμο Σούλι

(1800-1803). (Ε’ Μέρος)

Το Σούλι σε χαλκογραφία του Holland (Μανόλης Βλάχος, Louis Dupre, εκδ. Ολκός,

Αθήνα 1994, σ. 195)

Η Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως στερούσε τον πασά των Ιωαννίνων από κάθε

ελπίδα νόμιμης κατοχής των πρώην βενετικών κτήσεων. Αναπροσαρμόζοντας τα

σχέδιά του, ο Αλής, αποφασίζει αμέσως να επιτεθεί στο Σούλι. Εφοδιασμένος με

σουλτανικό φιρμάνι κατά των ανταρτών του Σουλίου, λόγω της εμπλοκής των

Σουλιωτών με τους Γάλλους, εκστρατεύει, τον Ιούνιο του 1800, επικεφαλής 10-15

χιλιάδων Τουρκαλβανών στρατιωτών εναντίον των τεσσάρων σουλιωτικών χωριών. Τον

ακολουθούν Τσάμηδες αγάδες και αρματολοί, μεταξύ των οποίων, κατά τον

Περραιβό, και μάχιμοι του γένους Μπότσαρη. Ωστόσο, η επίθεση μεγάλης και

οργανωμένης στρατιωτικής δύναμης στο ορεινό Σούλι θα αποδειχθεί

αναποτελεσματική, όπως άλλωστε είχε συμβεί και το 1792. Ο Αλής, μετά από

ανεπιτυχείς επιθέσεις και συγκρούσεις, αντιλαμβανόμενος την εσφαλμένη τακτική,

αποσύρει τις δυνάμεις του, οργανώνοντας πολιορκητικό κλοιό στην περιφέρεια του

βουνού. Κτίζει πύργους (κούλες) και ταμπούρια σε επίκαιρα σημεία και εγκαθιστά

στρατιωτικά αποσπάσματα για τη φύλαξή τους. Ο ίδιος επανέρχεται στα Ιωάννινα,

αφήνοντας τον γιό του, Μουχτάρ, από το φθινόπωρο του 1800, επικεφαλής της

πολιορκίας.

Η αποτυχία του Αλή να καταλάβει το Σούλι επανενεργοποιεί τον συνασπισμό των

Τσάμηδων αγάδων και των πασάδων Δελβίνου και Μπερατίου. Οι Τσάμηδες αγάδες

αντιμετωπίζουν πλέον άμεση απειλή καταστολής και της δικής τους παραεξουσίας

από την ισχυρή αρχή των Ιωαννίνων, ενώ οι πασάδες Δελβίνου και Μπερατίου

κατανοούν ότι αποτελούν τον επόμενο στόχο των επεκτατικών σχεδίων του Αλή. Οι

Σουλιώτες σπεύδουν σε συνεννοήσεις μαζί τους, εξασφαλίζοντας χρηματική βοήθεια

και εφόδια. Τον Απρίλιο του 1801, ο Ιμπραήμ πασάς Μπερατίου αρχίζει πόλεμο με

τον Αλή, ο οποίος διαρκεί μέχρι την άνοιξη του 1802. Ο Αλής και στην περίπτωση

αυτή ακολούθησε την πάγια τακτική του έναντι συγκροτημένου μετώπου αντιπάλων.

Προκειμένου να διασπάσει τη συμμαχία προτείνει ειρήνη στους Σουλιώτες, οι

οποίοι, σε δυσχερή θέση λόγω της πολιορκίας, την αποδέχονται, αποστέλλοντας

στα Ιωάννινα ως εγγύηση είκοσι τέσσερις ομήρους. ‘Εχοντας απομονώσει, κατ’

αυτόν τον τρόπο, τους Σουλιώτες από τον αντίπαλο συνασπισμό, ο Αλής απορρίπτει

τους όρους ειρήνης με τους Σουλιώτες, κρατά τους ομήρους ως αιχμαλώτους στα

Ιωάννινα και συνεχίζει την πολιορκία. Ταυτόχρονα, και προκειμένου να διασπάσει

τη συμμαχία των Τσάμηδων αγάδων και των πασάδων Δελβίνου, Μπερατίου

χρησιμοποιεί δωροδοκία, εξαγορά, απατηλές υποσχέσεις και πολεμική δράση, και

κατορθώνει, έτσι, να διαλύσει, μέχρι τον Μάιο του 1802, αυτό τον νέο

συνασπισμό των τοπικών μουσουλμανικών και χριστιανικών δυνάμεων.

Σουλιώτες σε πορεία, από το βιβλίο του Τ. S. Hughes, Travels in Greece and

Albania, τ. Β’, Λονδίνο 1830

Ο Αλής, προκειμένου να απομονώσει τους Σουλιώτες, θα στρέψει εναντίον τους

ακόμη και τους ιεράρχες. Τον Ιούλιο του 1801 ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Ιερόθεος

θα απευθυνθεί με αυστηρή γλώσσα στον επίσκοπο Παραμυθιάς Χρύσανθο και στους

κατοίκους της Πάργας υποδεικνύοντάς τους την άμεση διακοπή κάθε είδους

βοήθειας προς τους «κακούργους» και «φερμανλήδες» Σουλιώτες. Ωστόσο, παράλληλα

με τις ενέργειες αυτές, ο Αλής θα επιδοθεί, κυρίως, σε έντονες προσπάθειες για

τη διάβρωση και διάσπαση του εσωτερικού μετώπου των σουλιωτικών δυνάμεων. Η

τακτική του είχε αποφέρει καρπούς στην περίπτωση του Γ. Μπότσαρη, πριν από την

έναρξη του πολέμου. Θα την συνεχίσει αδιάπτωτα. Από το φθινόπωρο του 1801 και

μέχρι το τέλος του πολέμου επιχειρεί μέσα από δωροδοκίες, αμοιβές, υποσχέσεις,

εκβιασμούς, μυστικές συμφωνίες για την αποφυγή εχθροπραξιών (καπάκια), την

αποδοχή της σύμπραξης και συνεργασίας των σουλιωτικών γενών, αποβλέποντας,

έτσι, στη διάσπαση των δυνάμεών τους. Δίπλα του θα στήσει ένα ολόκληρο δίκτυο

διαμεσολαβητών. Μεταξύ αυτών περίοπτη θέση κατέχει ο Κίτσος Μπότσαρης. Γνώστης

της νοοτροπίας των Σουλιωτών, είναι ο αρχηγός πλέον μετά τον θάνατο του πατέρα

του τού ισχυρότερου γένους το οποίο πριν μερικά χρόνια ακόμη κατοικούσε στην

περιοχή. Τώρα μαζί με τον γαμπρό του, Παλάσκα, χειρίζεται τις υποθέσεις του

Σουλίου και εμφανίζεται ως ο άνθρωπος της απόλυτης εμπιστοσύνης του Αλή.

«Πυρίτιδα, μολύβι και ψωμί»

Ήδη από τον Νοέμβριο του 1801 η διαβρωτική τακτική του Αλή αρχίζει να αποδίδει

τους καρπούς της. Επιπρόσθετα, η κλιμάκωση του αποκλεισμού και τα ρεχέμια

(όμηροι) που κρατάει στα Ιωάννινα ο Αλής εξαναγκάζουν ισχυρά σουλιωτικά γένη

να επαναπροσδιορίσουν τη στάση τους έναντι του πασά. Έτσι, σε μυστικές

συμφωνίες με τον Αλή προσέρχονται, μέσω του Κίτσου Μπότσαρη, και οι Ζερβάτες,

οι οποίοι, όπως αποδεικνύεται από επιστολή αξιωματούχου του Αλή, τον Μάρτιο

του1802 έχουν ήδη μπει στην υπηρεσία του πασά: «έστιλα και το μπουερτί τον

Ζερβάτον και σήμερα πέφτι είρθαν και ανταμοθήκαμε με τον Τούσια και με τον

Τζήμα και εκουβεντιάσαμε και εξεκαθάρισα κάθε δουλιά με τε δάφτους και σου τα

κάνω ηφαντέ κε γένου κε βουκούφις και από το γράμμα τους». Ωστόσο, σε

επιστολή, με ημερομηνία 18 Μαρτίου 1802, προς τον Αλή, οι Τούσας και Τζήμας

Ζέρβας αποκαλύπτουν πόσο τους έχει στοιχίσει η συνεργασία μαζί του: «εφέτη

μας, εμήναμαν σαν μοναχή κε τροπηαστήκαμαν κε δεν έχο κε πρόσοπο να σου γράψο,

μόνε ελπίζο στον Θεό να μου πάρη ο θεός το χάκη (εκδίκηση) απη τους σητρόφους

μου». Όσο όμως και αν αισθάνονται απομονωμένοι, δεν παραλείπουν να ζητήσουν

κάποια ανταλλάγματα από τον πασά, όπως την εκχώρηση του δικαιώματος

υπενοικίασης ιχθυοτροφείων της Πρέβεζας: «Κε αν ήνε με τον ορησμό σου γηα

εκήνα τα βιβάρια (ιχθυοτροφεία) δόμου τα εμένα…». Έναντι αυτών των

ανταλλαγμάτων, οι Ζερβάτες αισθάνονται υποχρεωμένοι να ανανεώσουν τον όρκο

πίστης στον πασά: «όποτε χρηάζετε αφεταμάς, εμής ήμαστε της εψηλότη σου σκλάβη

κε όχη πος εχομε τα ρεχέμια, μόνε έχομε δομένο τη πέσα μας κε το ηκράρη μας,

κε γηα τ’αφτό ήμαστε κε όσο να μας θέλης η εψηλότη σου, κε ότες να μας δηόξης

καθόμαστε στα σπήτηα μας, αμά τουφέκη δε σε βαρούμε» (Αρχείο Αλή πασά ).

Την άνοιξη του 1802, ο Αλή πασάς προωθεί, υπό την αρχηγία του γιού του Βελή

πασά, τον πολιορκητικό κλοιό πλησιέστερα στο τετραχώρι. Οι Σουλιώτες αντιδρούν

προσπαθώντας με νυκτερινές εφόδους και πεισματώδη άμυνα να καθηλώσουν την

προώθηση της πολιορκητικής ζώνης. Ο Φώτος Τζαβέλας, αρχηγός, μετά τον θάνατο

του πατέρα του, Λάμπρου, του ισχυρού γένους των Τζαβελάτων, πρωτοστατεί στην

άμυνα του Σουλίου. Το όνομά του δεν εμπλέκεται σε καμία μυστική συμφωνία σε

όλη την περίοδο 1801-1802. Μετά από πολυετή ανταγωνισμό με τους Μποτσαράτες

και την αποχώρηση των τελευταίων από το Σούλι, το γένος του κατέχει πλέον

ηγετική θέση στην σουλιωτική κοινωνία. Αυτήν έρχεται να ανατρέψει ο Αλή πασάς,

όταν στέλνει στο Σούλι, κομιστή προτάσεων ειρήνης, τον Κίτσο Μπότσαρη. Οι όροι

ειρήνης περιελάμβαναν την εγκατάσταση του Κίτσου Μπότσαρη με σαράντα

Τουρκαλβανούς μέσα στο Σούλι και την εκτόπιση του Φώτου Τζαβέλα, προτάσεις που

εξαιτίας της δυσχερούς θέσης τους, λόγω του αποκλεισμού, αποδέχονται τελικά οι

Σουλιώτες. Ο Φώτος, με τρωμένο το ηγετικό του κύρος αποχωρεί οργισμένος από το

Σούλι. Ο Αλής, γνώστης της ψυχολογίας της φάρας, τον προσκαλεί στα Ιωάννινα

όπου του κάνει προτάσεις σύμπραξης μαζί του και αποχώρησης του γένους του και

των υπό την επιρροή του γενών από το τετραχώρι, με αντάλλαγμα την παροχή γης

και την εγκατάσταση σε τόπο της αρεσκείας τους. Ο Φώτος αποδέχεται τις

προτάσεις, αλλά επειδή τα σχέδιά του δεν τελεσφορούν στο Σούλι, φυλακίζεται

τελικά από τον Αλή στα Ιωάννινα. Η στάση του Φώτου Τζαβέλα σε αυτή την κρίσιμη

φάση του σουλιωτικού αγώνα, ενδεικτική του έντονου ανταγωνισμού και της

φιλαρχίας των σουλιωτικών γενών, δεν θα μείνει ασχολίαστη. Θα την μεμφθεί ο

Περραιβός, ενώ η συλλογική μνήμη θα τον επικρίνει στο δημοτικό τραγούδι: «τι

χάλεβες Φώτο μ’ς τα Γιάννινα’ς την Πόρτα του Βεζύρη / και επρόδωκες τον τόπον

σου και το καϋμένο Σούλη».

Οι αποκλεισμένοι στο βουνό Σουλιώτες λιμοκτονούν. Γεμάτοι πίκρα για την

εγκατάλειψή τους από τους χριστιανούς γείτονές τους, Παργινούς, αλλά και από

τους πρώην συμμάχους τους, τους ομόθρησκους Ρώσους, στέλνουν επιστολή-έκκληση

βοήθειας, στις 25 Απριλίου 1803, προς τις αρχές της Κέρκυρας. Λίγο αργότερα

προσφεύγουν και πάλι στο έλεος της Επτανήσου Πολιτείας, διατυπώνοντας, σε

επιστολή τους τον λιτό λόγο ενός πληθυσμού εν κινδύνω, που επικαλείται

αγωνιωδώς τη βοήθεια των ομοθρήσκων του: » ηξέβρομε πος ηστε Χριστιανή. Πολη

ψηλη μας εσταθικαν και ος τιν σιμερον και από την Τουρκια και από τιν

Χριστιανοσίνη δεν εφάνηκε εργα Χριστιανοσίνης»… Ότη εμης ης τους ομοπηστους

μας ετρέξαμε να αποσκεπαστουμε». Ήδη από τις αρχές του 1803 έχουν απευθυνθεί

στους Ρώσους, με επιστολή που στέλνουν, τον Φεβρουάριο, στον τσάρο Αλέξανδρο

Α’ για παροχή βοήθειας σε «δέκα χιλιάδες ορθόδοξες ψυχές, πολιορκημένες στο

βουνό, οι 1.500 από αυτούς μάχονται συνεχώς και προστατεύονται από τον θάνατο

μόνο με τα λάφυρα που αφήνει ο εχθρός. Δεν ζητούν τίποτε άλλο παρά μόνο

πυρίτιδα, μολύβι και ψωμί». Ωστόσο, οι Ρώσοι δεν θέλουν να διαταράξουν τις

σχέσεις τους με τους Οθωμανούς και η Επτάνησος Πολιτεία όφειλε την ανεξαρτησία

της στη ρωσοτουρκική συμμαχία. Οι Σουλιώτες έχουν απομείνει πλέον μόνοι, χωρίς

συμμάχους, αντιμέτωποι με τον Αλή Πασά.

«Και με τη τροπον να ρχουμασταν· ηβραμαν και εμης με το νου μας να

πεσομε ηστα χεριά σας τον αρχοντον τις δοδεκαδας να ηδουμε τι αποκρίσιν μας

δίνετε οτη τορα εβαρηνε η δουλια και ο τοπος μας ηνε κριος και η Τουρκια

ανηξαν τους τεσκερεδες και μαζονουντε απο τι Ποσνα και κάτου και εμης απο

ψουνη, από μπαρουτη και απο καθε χρια ημεστε αδιη και τον Παρηνον τους ήπαμαν

και δεν μας αποκρίθικαν αλ ουτε στο παζάρη να παμε φανερά δεν μας αφινουν αλα

μας κηνηγουν και απο τριπα σε τριπα μας φιρουν ολίγο σπάπη και μας το δίνουν

οσο θέλουν και εμης οσαν σκαλομενοι όπου ήμεστε το ριξαμαν ης τον Θεόν και ας

οψοντε. Και εμίς απο τιν πολιν μας ανάγγη, επηδη τα αρματα και το βιο τους ο

κοσμος τρις χρόνους το εσοσαν και τόρα αλο δεν εχομε να καμομε, μοναχα

ανθροπους να βαλομε αμαννατη για μπαρουτη και δια καθε χρια και τους ηπαμαν

και δεν μας εδεχθικαν».

«Τορα οτι να ορισετε καμετε, θελετε κοματια στο σακουλι θελετε λιθαρια

βαλτε του· ος τοσο να μας δοσετε την αποκρισιν γλιγορα. Εκηνο οπου ηνε ηνε, μη

μας χασομερατε και ο Θεος να καμη τον ορισμο του. Εμης σιμερα και αβριο το

ασκερι το εχουμε απανου μας και τους δρομους θελα μας τους πιακουν. Δησκολα

θελα μας ματαδητε αν δεν μας κηβερνισετε. Το γνοριζετε μοναχι σας οπου εχουμε

μεγαλιν αναγγη, αμη το ριχνετε ενας του αλουνου το σεμπεπη. Ποτε δεν θελε

ανθρωπος να δοση πολα λογιον κουβεντες βρισκη»… «Πολη φηλη μας εσταθικαν και

οσ τιν σιμερον και απο τιν Τουρκια και απο τιν Χριστιανοσινη δεν εφανηκε εργα

Χριστιανοσινης»… «και εμης απο την θλιψη και απο τα βασανα κανομε εκηνα οπου

δεν πρεπουν και η ευγενεια σας δεν πρεπη να μας σηνιριζιτε· κατα τον τοπο και

τα εργα. Μηνα εμης τον εχομε τον Τουρκον οχτρον και η αφεντια σας τον εχετε

φιλον, δια τουτο και του κιβερνατε τι δουλια καθος θελι ατος του; δεν αξιζη ο

Χριστος μας δια να του βοηθισετε; αμη εμας μας κουτζοκεφαλιζετε και το

Μουχαμετη τον αναστενετε. Η φηλη του διαβολου περβατουν φανερα και η δουλη του

Χριστου κρημενη»… «Οτι εμης ης τους ομοπηστους μας ετρεξαμαν να

αποσκεπαστουμε».

Δ.Μ. Σάρρος, «Γράμματα αναφερόμενα εις τους αγώνες του Σουλίου και της

Πάργης (Επιστολαί Σουλιωτών, Αθανασίου Ψαλίδα, Χριστοφ. Περραιβού)», π.

Ηπειρωτικά Χρονικά, τ. 2, 1927, σ. 267.

Η Βάσω Ψιμούλη είναι Διδάκτωρ Ιστορίας – Γενικά Αρχεία του Κράτους