Ο Αλή πασάς στη λίμνη του Βουθρωτού (Μανόλης Βλάχος, Louis Dupre, εκδ. Ολκός,

Αθήνα 1994, σ. 142-143)

«Πρόσωπον βιαίου χαρακτήρος, άπληστος, συμφεροντολόγος (…) Ελαυνόμενος και

κλυδωνιζόμενος από μίαν απέραντον φιλοδοξίαν ίνα άρχη ως απόλυτος αυθέντης,

ψυχρός υπολογιστής, προικισμένος με τεραστίαν θέλησιν». Προσωπογραφούν οι

Βενετοί, πάντα ανήσυχοι για τα τεκταινόμενα στην απέναντι οθωμανική ενδοχώρα,

τον Αλή Τεπελενλή, ο οποίος μόλις (1787) έχει ανέλθει στο πασαλίκι των

Ιωαννίνων. Και συμπληρώνουν: «τα υπό των Συνθηκών καθοριζόμενα αποτελούν έναν

ελάχιστον φραγμόν εις έναν τόσον φιλόδοξον ως ο Αλής, όστις δεν λογαριάζει

τίποτε και προχωρεί αμέριμνος εις την πραγματοποίησιν των σχεδίων του. Θα

χρησιμοποιήση εν ανάγκη και τους αρματολούς. Ο Αλής έχει εστραμμένη την

προσοχήν του προς πάσαν κατεύθυνσιν».

Γεννήθηκε στη δεκαετία του 1740 στο Τεπελένι. Η οικογένεια του ανήκε στην

αλβανική τοπική αριστοκρατία. Δεδομένης της αδυναμίας και της διοικητικής

χαλαρότητας της Πύλης στον ευρύτερο χώρο της Αλβανίας και ακολουθώντας τις

βίαιες πρακτικές των Αλβανών μουσουλμάνων μπέηδων και αγάδων, ο νεαρός Αλής,

μετά από ξέφρενη και αδίστακτη πορεία, θα υπερβεί τα όρια της γενέτειράς του

και θα αναδειχθεί σε πασά των Ιωαννίνων. Τα σχέδια, στα οποία αναφέρονταν οι

Βενετοί και τα οποία θα αποτελέσουν κεντρικό στόχο της στρατηγικής του Αλή σε

όλο το διάστημα της κυριαρχίας του στο πασαλίκι των Ιωαννίνων, ειναι η έξοδός

του στα λιμάνια και τις θάλασσες του Αμβρακικού, του Ιονίου και της Αδριατικής

απ’ όπου τον απέκλειαν οι Βενετοί. Ο Αλή πασάς, με εκδηλωμένες αποσχιστικές

τάσεις, οι οποίες δεν έχουν περάσει απαρατήρητες από τους Ρώσους, επιθυμεί την

εγκαθίδρυση της εξουσίας του σε ακτές, λιμάνια και νησιά για λόγους αμυντικούς

αλλά και οικονομικούς – πολιτικούς. Σχέδια, τα οποία παρενοχλεί η παρουσία των

εκάστοτε κυρίαρχων των Επτανήσων και τα προγεφυρώματα της πολιτικής τους επί

του ηπειρωτικού εδάφους: οι βενετικές κτήσεις (Βουθρωτό, Πάργα, Πρέβεζα,

Βόνιτσα), ο πασάς του Δελβίνου, οι ατίθασοι Τσάμηδες αγάδες των ακτών και

δίπλα σε όλους αυτούς η ανυπότακτη ορεινή κοινότητα του Σουλίου.

Ο Β’ Ρωσοτουρκικός Πόλεμος και οι Σουλιώτες

Φωτοτυπία της σελ. 14 του Ημερολογίου του Φώτου Τζαβέλλα. ΓΑΚ, Κ88, Ιστορική

Συλλογή Φώτου Τζαβέλλα

Τον Αύγουστο του 1787, δέκα χρόνια μετά τα Ορλωφικά, η Πύλη κηρύσσει τον

πόλεμο εναντίον της Ρωσίας. Η Αικατερίνη Β΄ επανεντάσσει στην πολεμική

στρατηγική της την εξέγερση των ορθόδοξων λαών της Βαλκανικής. Ένα πλήθος

πρακτόρων γύρω από τους προξένους των Ρώσων στα Επτάνησα υποκινεί εξεγέρσεις

στην ενδοχώρα της Δαλματίας, Αλβανίας και Ελλάδας. Ανάμεσά τους, ο ταγματάρχης

Λουδοβίκος ή Λουίζης Σωτήρης, ο οποίος καταφθάνει στην Πρέβεζα τον Μάρτιο του

1788. Είναι εφοδιασμένος με προκηρύξεις και συστατικές επιστολές προς τους

ιεράρχες και προεστούς του τόπου αλλά και προς τον Σουλιώτη αρχηγό Γεώργιο

Μπότσαρη. Οι Σουλιώτες ανταποκρίνονται στην πρόσκληση και, τον Σεπτέμβριο του

1788, οι αρχηγοί των ισχυρότερων σουλιωτικών γενών δίνουν ένορκες υποσχέσεις

πίστης στην αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄, τις οποίες επαναλαμβάνουν εγγράφως και

τον Μάρτιο του 1789. Σε ανταπόδοση, ο Σωτήρης θα τους απονείμει στρατιωτικούς

βαθμούς του ρωσικού στρατού και τις ανάλογες αμοιβές.

Ωστόσο, αν οι Ρώσοι επισπεύδουν την υποκίνηση των μάχιμων δυνάμεων του τόπου,

οι έμπειροι Σουλιώτες αρχηγοί αξιοποιούν αποφασιστικά τους ρώσικους

σχεδιασμούς προκειμένου να οριοθετήσουν έναντι του απειλητικού νέου πασά των

Ιωαννίνων τον ζωτικό χώρο τους και την τοπική εξουσία που εκπροσωπούν. Ο Αλή

πασάς, ο οποίος από τον Μάιο του 1788 βρισκόταν στο μέτωπο εναντίον των

Αυστριακών, όταν πληροφορείται τη δράση των Ρώσων στην Ήπειρο, σπεύδει στο

πασαλίκι του. Οι εχθροπραξίες ξεκίνησαν τον Φεβρουάριο του 1789. Άνθρωποι του

Αλή πασά που έκτιζαν πύργο (κούλα) στον Λούρο επιτέθηκαν εναντίον των

Σουλιωτών και άρπαξαν μέρος των κοπαδιών τους. Οι Σουλιώτες ανταπαντούν με

σφοδρές επιδρομές που φθάνουν μέχρι την πεδιάδα των Ιωαννίνων και τα στενά της

Άρτας. Ο Αλή πασάς αντιδρά και οι εχθροπραξίες θα συνεχιστούν μέχρι τον Μάιο

του1789.

Στη διάρκεια της τετράμηνης ανεπιτυχούς απασχόλησης του Αλή με το Σούλι

συσπειρώθηκαν εναντίον του οι ισχυροί πασάδες Αυλώνας και Δελβίνου μαζί με

τους μπέηδες του Αργυροκάστρου. Διαβλέποντας ότι αυτοί θα είναι ο επόμενος

στόχος του Αλή, αποφασίζουν να συμπράξουν με τους Σουλιώτες, στέλνοντάς τους,

κρυφά, βοήθεια. Συγκροτείται, έτσι, ένας συνασπισμός μουσουλμανικών και

χριστιανικών κέντρων εξουσίας που θα επαναληφθεί στο μέλλον, πρόσκομμα στην

επέκταση του Αλή σε γειτονικές περιοχές αλλά και στην εδραίωση της εξουσίας

του στο εσωτερικό του πασαλικιού του. Ωστόσο, ο πασάς, τεχνίτης του διαίρει

και βασίλευε, επιτυγχάνει ειρήνη με τους Σουλιώτες, τον Ιούνιο του 1789.

Έχοντας, έτσι, εξασφαλίσει την ουδετερότητα των Σουλιωτών στρέφεται εναντίον

του μουσουλμανικού μετώπου του οποίου και υπερισχύει μετά από νικηφόρες μάχες

στην Κορυτσά και Καστοριά, το καλοκαίρι του 1789.

Σε αυτήν την πρώτη αναμέτρηση με τον ισχυρό πασά των Ιωαννίνων, το Σούλι

κατόρθωσε να διατηρήσει και διασφαλίσει την τοπική του εξουσία. Με την ειρήνη

του 1789 ο Αλής αναλαμβάνει την υποχρέωση να δίνει επίδομα στους αρχηγούς των

σουλιωτικών γενών ενώ τους αναγνωρίζει ως «επιτηρητές της τάξης» στην περιοχή.

Ωστόσο, η έξαρση των σουλιωτικών επιδρομών, στη διάρκεια του Β’ Ρωσοτουρκικού

Πολέμου, παραμένει ζωντανή στη μνήμη του πασά των Ιωαννίνων: χωρίς να είναι

συγκοινωνιακός κόμβος, το ορεινό πολεμικό Σούλι αποτελούσε οχυρό σημείο,

δυνητικά ζημιογόνο στα χέρια των εχθρών του Αλή. Ο Αλή πασάς, με τη λήξη του

Ρωσοτουρκικού Πολέμου, έχει πλέον αποφασίσει μετωπική επίθεση στο Σούλι.

Γνωρίζοντας, όμως, τις δυσκολίες του εγχειρήματος θα προτιμήσει άλλη οδό: τη

διάσπαση του αντιπάλου και τον αιφνιδιασμό.

Η επίθεση του 1792

Η άκρη του Φαραγγιού του Αχέροντα

Ο Αλής, ήδη σε προετοιμασία από τον Μάιο του 1792, και αφού είχε συγκεντρώσει

είκοσι χιλιάδες Τουρκαλβανούς, τον Ιούλιο αποκαλύπτει παραπλανητικά ότι

σχεδιάζει να επιτεθεί κατά των μουσουλμάνων μπέηδων του Αργυροκάστρου. Με το

πρόσχημα αυτό στέλνει γράμμα στους δύο ισχυρότερους Σουλιώτες αρχηγούς, Γιώργο

Μπότσαρη και Λάμπρο Τζαβέλα, καλώντας τους νά λάβουν μέρος με τις μάχιμες

δυνάμεις τους στην επιχείρηση. Ο Γ. Μπότσαρης αρνείται. Ισχυρίζεται ότι οι

άνδρες του δεν τον ακολουθούν. Ο Λ. Τζαβέλας αποδέχθηκε την πρόταση, όπως

αποκαλύπτουν γραπτές μαρτυρίες. Ακολούθησε τον πασά, συνοδευόμενος από τον γιο

του, Φώτο, και αρκετούς άλλους δικούς του Σουλιώτες. Ο Αλής, έχοντας επιτύχει

τον σκοπό του, την παραπλάνηση δηλαδή των Σουλιωτών και τη διάσπαση των

δυνάμεών τους, στο δρόμο προς το Αργυρόκαστρο συλλαμβάνει τον Φώτο Τζαβέλα και

τους άλλους Σουλώτες πολεμιστές, και στρέφεται εναντίον του Σουλίου.

Εφοδιασμένος με την έγκριση της Πύλης για επίθεση εναντίον των ανταρτών του

Σουλίου, που συνέπραξαν με τους εχθρούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,

επιτίθεται αιφνιδιαστικά στο τετραχώρι, ακολουθούμενος από τον γιο του,

Μουχτάρ πασά, και τους μπέηδες της Παραμυθιάς, Κονίσπολης, Μαργαριτιού και

Άρτας. Στον στρατό του συμμετέχουν και αρματολοί. Υπακούουν, προφανώς, στον

πασά ως ντερμπεντάτ ναζίρ (επόπτη των δερβενιών) δίνοντας, ωστόσο, και οι

ίδιοι ένοπλη απάντηση στις σουλιωτικές επιδρομές οι οποίες, από το 1789,

θίγουν τους χώρους κυριαρχίας τους.

Υπογραφή και σφραγίδα του Φώτου Τζαβέλλα ληφθείσα εξ αναπλάσεως επιστολής του

(ΓΑΚ , Συλλογή Βλαχογιάννη, Σ’, φ. 1)

Την άμυνα του τετραχωρίου αναλαμβάνει εσπευσμένα ο Γ. Μπότσαρης, αρχηγός της

ισχυρότερης σουλιωτικής φάρας σε αριθμό μελών, σε υλική δύναμη και κύρος. Η

πολεμική αξιοσύνη αλλά και η δεινότητα διάγνωσης των κινήσεων του πασά θα

αυξήσουν το ηγετικό του κύρος ανάμεσα στα σουλιωτικά γένη. Τα γεγονότα του

πολέμου περιγράφονται διεξοδικά από τον Άγγλο, W. Eton (παρέχει μαρτυρίες

αυτοπτών μαρτύρων), και τον Χρ. Περραιβό. Ο Eton θα εξάρει τη συμμετοχή των

γυναικών στον πόλεμο και ο Περραιβός τον ηγετικό ρόλο της Μόσχως, γυναίκας του

Λ. Τζαβέλα. Πληρέστερη, όμως, περιγραφή της έκβασης της τελικής μάχης γύρω από

την Κιάφα παρέχουν τα βενετικά αρχεία. Εκεί αναφέρεται η ημερομηνία της

τελικής μάχης: 27 Ιουλίου 1792. Τα στρατεύματα του Αλή κατατροπώθηκαν. Ο πασάς

έσπευσε, πτοημένος, να επιστρέψει στα Ιωάννινα. Η αποτυχία του Αλή ικανοποιεί

τη βενετική πολιτική και ο γενικός προβλεπτής γράφει στον δόγη: «Εις τα ορεινά

καταφύγια τα οποία αποτελούν την άμυναν των Σουλιωτών κατέρρευσεν η φιλαυτία

του υπερηφάνου τούτου διοικητού»… » Όσον εξηυτελίσθη το γόητρον αυτού, άλλον

τόσον ισχυροποιήθη το ηθικόν του γενναίου και άρπαγος σουλιωτικού λαού».

Σημείωση του Τζαβέλλα στη σελ. 21 του Ημερολογίου του. ΓΑΚ, Κ88, Ιστορική

Συλλογή Φώτου Τζαβέλλα

Η ήττα στο Σούλι ανάγκασε τον Αλή να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους

Σουλιώτες που κράτησαν μέχρι τον Απρίλιο του 1793. Στο διάστημα αυτό, ο

επιζήσας των μαχών, Λάμπρος Τζαβέλας, αναπτύσσει μεγάλη δραστηριότητα

διαπραγματευόμενος όρους ειρήνης, την απελευθέρωση του γιού του, Φώτου, και

των υπόλοιπων φυλακισμένων μελών του γένους του. Η πρώτη αυτή αναμέτρηση

μεταξύ των Σουλιωτών και του Αλή πασά των Ιωαννίνων, από την άνοιξη του 1789

μέχρι την άνοιξη του 1793, απέτρεψε τα σχέδια του Αλή για την εξουδετέρωση του

Σουλίου. Ηττημένος, αναγκάσθηκε να επιστρέψει όλα τα χωριά που είχε αποσπάσει

από τους Σουλιώτες στη διάρκεια του πολέμου, τα οποία περιέρχονταν και πάλι

υπό καθεστώς σουλιωτικής προστασίας. Το Σούλι, ως τοπική χριστιανική δύναμη

εξουσίας και πόλος συγκρότησης ευρύτερων συμμαχιών μεταξύ του χριστιανικού και

του μουσουλμανικού στοιχείου, θα παραμείνει φόβητρο των αντιπάλων του και

εστία υπονόμευσης του ηγεμονικού οράματος του Αλή πασά.

Η Βάσω Ψιμούλη είναι Διδάκτωρ Ιστορίας – Γενικά Αρχεία του Κράτους