Χάρτης του Αιγαίου από τη ρωσική χαρτογραφική αποστολή (1768-1774). Λεύκωμα

της έκθεσης: «Ρωσικοί χάρτες του Ελληνικού Αρχιπελάγους 18ος αιώνας», έκδοση

της ελληνικής πρεσβείας Μόσχας, 1996.

Η άφιξη των πρώτων ρωσικών πλοίων στο Οίτυλο, στις 17/28 Φεβρουαρίου 1770,

έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους Μανιάτες, που έσπευσαν μαζί με τους ιερείς

τους να υποδεχθούν τους Ρώσους. Την ίδια ημέρα, ορισμένοι από τους αρχηγούς

τους, καθώς και ο γιος του ισχυρού προύχοντα της Καλαμάτας Παναγιώτη Μπενάκη,

συναντήθηκαν με τον Θ. Ορλώφ. Οι Μανιάτες συμφώνησαν να συμπράξουν, αν και

φάνηκε ότι το κύριο βάρος των επιχειρήσεων θα το αναλάμβαναν οι ντόπιοι. Μετά

τη συμφωνία, ο Ορλώφ κοινοποίησε επιστολή της Αικατερίνης, διένειμε σημαίες,

στολές, όπλα και πυρομαχικά, τα οποία όμως αποδείχθηκαν λιγοστά σε σχέση με

τις απαιτήσεις της επιχείρησης. Οι αρχηγοί των Μανιατών πραγματοποίησαν

στρατολογήσεις, συνεπικουρούμενοι από τις παραινέσεις και τις ευλογίες

αρχιερέων. Συγκεντρώθηκαν περίπου χίλιοι τετρακόσιοι ένοπλοι και διοργανώθηκαν

σε δυο σώματα, στην Ανατολική και στη Δυτική Λεγεώνα της

Σπάρτης. Η μία, που αριθμούσε διακόσιους ενόπλους, κατευθύνθηκε προς την

Καλαμάτα, με σκοπό να ενωθεί με τους ενόπλους του Μπενάκη. Η άλλη, που

αποτελούνταν από χίλιους διακόσιους ενόπλους, κατευθύνθηκε προς τον Μυστρά.

Υπήρχαν ακόμη οι ένοπλοι των Μαυρομιχαλαίων, που φαίνεται ότι προτιμούσαν να

δρουν με μια σχετική αυτονομία, και μερικές εκατοντάδες από το Μαυροβούνιο και

τα Σφακιά. Ταυτοχρόνως, αναμενόταν η έλευση εθελοντών από τα Επτάνησα, ενώ σε

πολλές επαρχίες της Πελοποννήσου προύχοντες και αρχιερείς, που μαζί με τον Π.

Μπενάκη διατηρούσαν επικοινωνία με τον Ρώσο αξιωματικό Παπάζωλη από τα μέσα

της δεκαετίας του 1760, ήταν έτοιμοι να επαναστατήσουν.

Η πολιορκία της Κορώνης

Στις 28 Ιανουαρίου/11 Μαρτίου, περίπου δέκα ημέρες μετά την έλευσή του στο

Οίτυλο της Μάνης, ο Θ. Ορλώφ προσέγγιζε την Κορώνη με τα λίγα ρωσικά πλοία που

είχε στη διάθεσή του. Την επομένη, και ενώ η διοργάνωση των δύο Λεγεώνων είχε

ολοκληρωθεί, εγκαινίαζε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις με μια πολιορκία,

έχοντας παραστάτες τους Μαυρομιχαλαίους. Οι παραινέσεις των Μανιατών, αλλά και

η ανάγκη εξεύρεσης οχυρού λιμένα που θα χρησιμοποιούνταν ως ναυτική βάση,

οδήγησαν τον άπειρο Θ. Ορλώφ στην επιλογή της Κορώνης. Στην πραγματικότητα, η

Κορώνη δεν προσέφερε το ασφαλές καταφύγιο που χρειαζόταν. Τούτο έγινε

αντιληπτό έναν μήνα αργότερα, στις 4/15 Απριλίου, όταν οι Ρώσοι έστρεψαν τις

δυνάμεις τους προς το Ναβαρίνο (Πύλος). Έως τότε διοχέτευσαν την

ενεργητικότητά τους σε μια αναποτελεσματική πολιορκία, στην οποία ο μοναδικός

λόγος που δεν παραδινόταν η ολιγάριθμη οθωμανική φρουρά δεν ήταν η ικανότητα

που επιδείκνυε στην αντιμετώπιση των πολιορκητών, αλλά η ανικανότητα των

τελευταίων να διεκπεραιώσουν την επιχείρηση κυριεύοντας το φρούριο ­ ή

εξαναγκάζοντας τη φρουρά να παραδοθεί κάτι που ήταν και το συνηθέστερο σε

τέτοιας κλίμακας επιχειρήσεις.

Η πολιορκία της Κορώνης στάθηκε αφορμή να ενημερωθεί ο βαλής της Πελοποννήσου

για την έλευση του ρωσικού στόλου. Οι στρατιωτικές δυνάμεις που είχε ήταν

λιγοστές και χωρίς εμπειρία πολέμου. Παρότι ο Ρωσο-οθωμανικός Πόλεμος

συνεχιζόταν και υπήρχαν πληροφορίες για κάθοδο ρωσικού στόλου στη Μεσόγειο και

για προπαρασκευή ένοπλων εξεγέρσεων στα Βαλκάνια, στην Πελοπόννησο δεν είχαν

γίνει στρατιωτικές προετοιμασίες ούτε είχε εφαρμοστεί το μέτρο του αφοπλισμού

των χριστιανών, όπως συνέβη σε άλλες περιοχές, για παράδειγμα στην Ήπειρο,

συχνά με βίαιο τρόπο. Κανείς δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να μεταφερθεί ο

Ρωσο-οθωμανικός Πόλεμος στον Μοριά. Έτσι, τα οχυρά φαίνεται ότι δεν είχαν

βελτιωθεί και συντηρηθεί από το 1715, όταν οι Οθωμανοί εξεδίωξαν οριστικά τους

Ενετούς από την Πελοπόννησο, ούτε είχαν συγκεντρωθεί τρόφιμα, νερό και

πυρομαχικά, που ήταν απαραίτητα εφόδια, ώστε να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν οι

φρουρές των οχυρών σε συνθήκες πολιορκίας.

Αντιμέτωπος με την κατάσταση αυτή, ο βαλής συγκέντρωσε τις δυνάμεις του στην

ανοχύρωτη πρωτεύουσα (Τριπολιτσά). Μικρές οθωμανικές φρουρές, ενισχυμένες από

μουσουλμάνους της υπαίθρου που κατάφεραν να φθάσουν έγκαιρα στα οχυρά, θα

επιχειρούσαν να κρατήσουν τις θέσεις τους, παρά τις ελλείψεις σε εφόδια και

πυρομαχικά. Ο βαλής προτίμησε να εγκαταλείψει την έδρα του και αποσύρθηκε στο

ασφαλέστερο Ναύπλιο, αναμένοντας τις οθωμανικές ενισχύσεις που θα έφθαναν τόσο

από την ξηρά όσο και από τη θάλασσα. Οι χρονοβόρες διαδικασίες στρατολόγησης

και οργάνωσης εκστρατείας που χαρακτήριζαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν

επέτρεψαν στις ενισχύσεις να φθάσουν στην Πελοπόννησο νωρίτερα από τα τέλη

Απριλίου. Για περισσότερο από ενάμιση μήνα το μεγαλύτερο τμήμα της

Πελοποννήσου και ιδίως η ύπαιθρος ήταν υπό τον έλεγχο και στο έλεος των

επαναστατών.

Η Ανατολική και η Δυτική Λεγεώνα

Η Κορώνη πολιορκημένη από τους Ρώσους (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΑ’,

σ. 70).

Η πορεία των δύο Λεγεώνων που ξεκίνησαν από το Οίτυλο ταυτοχρόνως με την

έναρξη της πολιορκίας της Κορώνης ήταν σε γενικές γραμμές η ακόλουθη: η Δυτική

Λεγεώνα κατευθύνθηκε στην Καλαμάτα, όπου ενώθηκε με σώμα χιλίων και πλέον

ενόπλων που διατηρούσε, σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, ο Π. Μπενάκης. Στη

συνέχεια, κινήθηκε προς τη μεσσηνιακή πεδιάδα. Εκεί, αφού λεηλατήθηκαν

μουσουλμανικά χωριά, αλλά και χριστιανοί της περιοχής, κυριεύθηκε το Λεοντάρι,

ενώ η παρουσία της Λεγεώνας συνετέλεσε στην κήρυξη επανάστασης στην Ανδρούσα.

Επόμενος στόχος υπήρξε η Αρκαδία (Κυπαρισσία), η οθωμανική φρουρά της οποίας

προτίμησε να παραδοθεί με όρο την ασφαλή μεταφορά της μακριά από την

Πελοπόννησο. Υπογράφηκαν μάλιστα σχετικές συμφωνίες, το γεγονός αυτό όμως δεν

απέτρεψε τη σφαγή τους (10\21 Μαρτίου). Στα ανατολικά, η δεύτερη Λεγεώνα

διασκόρπισε τους μουσουλμάνους από τα Βουρδουνοχώρια, όπου επιχείρησαν να

σταματήσουν την πορεία της, κινήθηκε προς τον Μυστρά και ξεκίνησε την

πολιορκία του. Ύστερα από ολιγοήμερη αντίσταση οι πολιορκημένοι παραδόθηκαν

(8/19 Μαρτίου) και υπογράφηκαν συμφωνίες, οι οποίες, για μια ακόμη φορά, δεν

στάθηκαν εμπόδιο στη λεηλασία και τη σφαγή της οθωμανικής φρουράς, αλλά και

των μουσουλμάνων της πόλης.

Η Ανατολική Λεγεώνα παρέμεινε στον Μυστρά έως τις 26 Μαρτίου/6 Απριλίου. Στο

διάστημα αυτό, οι Ρώσοι ασχολούνταν με τη βελτίωση των οχυρώσεων και τη

σύσταση τοπικής διοίκησης, επικεφαλής της οποίας τοποθετήθηκε Ρώσος

αξιωματικός αντί του Οθωμανού βοεβόδα. Στο ίδιο διάστημα, άτακτοι Μανιάτες που

ακολουθούσαν τη Λεγεώνα επέκτειναν τη λεηλατική τους δράση στα γειτονικά

χωριά, συνεπικουρούμενοι από ομάδες κλεφτών αλλά και κατοίκους όμορων επαρχιών

που κατέφθαναν στην περιοχή παρακινημένοι από τις (συχνά εξωπραγματικές) φήμες

σχετικά με τις επιτυχίες των Ρώσων αλλά και τη διαρπαγή των μουσουλμανικών

περιουσιών. Τελικά, ύστερα από δύο και πλέον εβδομάδες πολεμικής απραξίας,

αποφασίσθηκε η προσβολή του διοικητικού κέντρου της Πελοποννήσου, της

Τριπολιτσάς. Οι περίπου οκτώ χιλιάδες που είχαν συγκεντρωθεί κατευθύνθηκαν

προς το Λεοντάρι και από εκεί προς το διοικητικό κέντρο των Οθωμανών. Η

κυρίευση της Τριπολιτσάς, ορεινής πόλης που δέσποζε γεωγραφικά στο κέντρο της

χερσονήσου, εξασφάλιζε τον έλεγχο των οδικών αρτηριών και, συνακόλουθα, την

πρόσβαση στην περιφέρεια. Ήταν το απαραίτητο βήμα για τον έλεγχο της

Πελοποννήσου και τον συντονισμό των επαναστατικών κινήσεων (που είχαν εν τω

μεταξύ εκδηλωθεί σε πολλές επαρχίες) με τον κύριο όγκο των επαναστατικών

δυνάμεων που δρούσαν στα νότια.

Στα δυτικά είχαν φθάσει εν τω μεταξύ εθελοντές από τα Επτάνησα: περίπου δύο

χιλιάδες από τη Ζάκυνθο και τρεις χιλιάδες από την Κεφαλλονιά. Τους

προηγούμενους μήνες, πράκτορες των Ρώσων στα Επτάνησα επιχειρούσαν να

παρακινήσουν τους ντόπιους να λάβουν μέρος στην εξέγερση. Ανάμεσα σε αυτά που

τους υπόσχονταν ήταν η διανομή των μουσουλμανικών κτημάτων καθώς και η

αναγνώριση των τίτλων ιδιοκτησίας της ενετικής περιόδου, τους οποίους φαίνεται

ότι είχαν διαφυλάξει πολλοί από εκείνους που το 1715 είχαν καταφύγει στα

Επτάνησα ακολουθώντας τους Ενετούς. Οι Ρώσοι ωστόσο δεν είχαν φροντίσει για

τον εξοπλισμό των Επτανησίων. Έτσι, οι Ζακυνθινοί παρέμεναν άπρακτοι στη

Γαστούνη, η φρουρά της οποίας διέφυγε στην Πάτρα, και επιδόθηκαν σε λεηλασίες

και βιαιοπραγίες. Συγκρότησαν ακόμη τοπική διοίκηση, ο επικεφαλής της οποίας

φορούσε στολή Ενετού αξιωματούχου και έφερε τον τίτλο «κυβερνήτης και

πρεβεδούρος». Στην Πάτρα βρέθηκαν οι Κεφαλλονίτες που, επίσης άοπλοι,

επιδόθηκαν σε μια ανεδαφική πολιορκία, έχοντας στη διάθεσή τους δύο τηλεβόλα,

τα οποία είχαν αφαιρέσει από κάποιο πλοίο. Οι κάτοικοι της πόλης φαίνεται ότι

αντιμετώπισαν με επιφυλακτικότητα το κίνημά τους, ενώ η οθωμανική φρουρά

αντιλήφθηκε γρήγορα ότι δεν πολιορκείται από οργανωμένο στρατό και ανέμενε ή

την εμφάνιση των Ρώσων, ώστε να παραδοθεί, ή των οθωμανικών ενισχύσεων.

Διαφορετικά απ’ ό,τι συνέβη στην πόλη της Πάτρας, όπου οι χριστιανοί κάτοικοι

δεν εξεγέρθηκαν, επαναστατικές κινήσεις εκδηλώθηκαν σε αρκετές επαρχίες και

ιδίως στη Βοστίτσα (Αίγιο), τα Καλάβρυτα και το Μεγάλο Σπήλαιο, το Φανάρι

(Ολυμπία), τη Γορτυνία, την Κορινθία και την Αργολίδα. Σε όλες τις

περιπτώσεις, υποκινητές και επικεφαλής των εξεγέρσεων τέθηκαν προύχοντες και

αρχιερείς των επαρχιών αυτών.

Από το ημερολόγιο ενός αξιωματικού της Ρωσίας

«To πρώτον απόσπασμα Ανατολική Λεγεών επονομασθέν, αρχηγόν είχε τον

λοχαγόν του πεζικού Μπάρκοβ, όστις είχεν υφ’ εαυτόν τον υπολοχαγόν Ψαρρόν,

έλληνα το γένος, ένα δεκανέα και είκοσι ρώσους στρατιώτας, το δε λοιπόν του

σώματος συνέκειτο εκ Μανιατών. (…) Τη 26 Φεβρουαρίου ο λοχαγός Μπάρκοβ

επορεύθη κατ’ ευθείαν εις Μιστράν (αρχαίαν Σπάρτην). (…) μετά εννέα ημερών

πολιορκίαν οι Τούρκοι ηνηγκάσθησαν να παραδώσωσι μεν άπασαν την περιουσίαν

αυτών να κρατήσωσι Δε τα όπλα υποχρεωθέντες να μη υπηρετήσωσι κατά τον παρόντα

αγώνα, απήτουν Δε ελευθέραν δίοδον εις Πελοπόννησον. Δυνάμει της παραδόσεως

ταύτης τη 8 Μαρτίου 3.500 ένοπλοι εξήλθον τον Μιστρά και απέθηκαν τα όπλα και

τας αποσκευάς αυτών. Αλλά μόλις περατωθέντως του αφοπλισμού οι Μανιάται

αγνοούντες τους κάνονας του πολέμου, ιερώς τηρουμένους υπό των πεπολιτισμένων

εθνών και μεθύοντες υπό της επιτυχίας των όπλων αυτών επέπεσαν κατά των

αφοπλισθέντων Τούρκων ανδρών Τε και γυναικών και παίδων μετά μεγίστης μανίας

και ήρξαντο σφάζοντες αυτούς. Ο λοχαγός Μπάρκωβ και δώδεκα ρώσοι στρατιώται

μετά μεγίστης αφοσιώσεως προσεπάθουν να προστατεύσωσι και υπερασπίσωσι τους

Τούρκους, αλλά μάτην. Οι Έλληνες έσφαξαν περί τους 1.000. Επί τέλους ο Μπάρκοβ

μετά μεγίστου κόπου και κινδύνου ηδυνήθη ν’ απαγάγη τους λοιπούς Τούρκους εις

τα περίχωρα και να δώσωσιν αυτοίς άσυλον εις ταις οικίαις των Ελλήνων,

διέταξεν αυτούς αυστηρώς να κλείσωσι τας θύρας και διέταξε την ευάριθμον αυτού

φρουράν να περιπολή προς αποκατάστασιν της τάξεως. Η μανία των μανιατών υπήρξε

τοσούτον μεγάλη, ώστε και κατ’ αυτών των Ρώσων σκοπών ήρξαντο πυροβολούντες.

Τω Μπαρκώβ εναπελείπετο εν μόνον μέσον, όπως διεκφύγει την οργήν των Μανιατών

του τουτέστι να παραχωρήση αυτοίς ελευθέρως την πόλιν προς λεηλασίαν».

Το ημερολόγιο του ναυάρχου Γρέυγ, ενός από τους πρωταγωνιστές των ρωσικών

επιτυχιών στο Αιγαίο επί του οθωμανικού στόλου, δημοσιεύθηκε από τον Κ.

Παλαιολόγο στον Παρνασσό, τμ. Γ’, (1879), σ. 34-50.

Ο Νίκος Ροτζώκος διδάσκει Νεότερη Ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ο

Διονύσης Τζάκης είναι Διδάκτωρ Ιστορίας, του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού