Τελικά, με φόντο το γλυκό καλοκαίρι, τα σκληρά γεγονότα αναδείχνουν πάντα πιο

έντονη την πικρότητά τους. Όπως ένα ήμερο σούρουπο στα Χανιά πληροφορήθηκα

ξαφνικά από το τηλέφωνο ότι έφυγε ο Βασίλης Εφραιμίδης.

Πλήρης ημερών, σκέφτεσαι στην αρχή. Από μία άποψη, έτσι φαίνεται. Ογδόντα

πέντε ετών. Έζησε και τα παιδικά του χρόνια στο χωριό του στον Πόντο, και τον

μικρασιατικό ξεριζωμό, και τις προσφυγογειτονιές στα Φιλαδέλφεια, και τον

Ελληνοϊταλικό Πόλεμο στο Αλβανικό Μέτωπο, και τη Γερμανική Κατοχή μέσα από το

ΕΑΜ και το ΚΚΕ, και τον Εμφύλιο μέσα στις Φυλακές Αβέρωφ, και το μετεμφυλιακό

καθεστώς ως βουλευτής της ΕΔΑ, και τη δικτατορία ως ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ

στη Δυτική Ευρώπη, και τη μεταπολιτευτική εποχή μέχρι την ένταξή μας στην ΟΝΕ

ως μέλος για δύο σχεδόν δεκαετίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Κι όμως, πώς μπορείς να αποδέχεσαι την «πληρότητα των ημερών» τουλάχιστον για

τις ράτσες του Ευξείνου Πόντου και του Καυκάσου, που η φύση τούς έχει χαρίσει

το δώρο της μακροζωίας; Για έναν άνθρωπο, που η μητέρα του πέθανε μόλις πριν

από λίγα χρόνια έχοντας ξεπεράσει για πάνω από μία δεκαετία τον ένα αιώνα

ζωής; Για έναν πολιτικό, που κάθε εβδομάδα, μέχρι τον Ιούνιο του 1999 που

ολοκληρώθηκε η 20ετής σχεδόν παρουσία του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έπαιρνε

το αεροπλάνο για τις Βρυξέλλες αδιαλείπτως και με φοβερή ζωτικότητα, και το

Σαββατοκύριακο η ξεκούρασή του ήταν η συνομιλία του με τη γη, η σκληρή

χειρωνακτική δουλειά στο κτήμα του στα Λεγρενά;

Κυρίως όμως πώς μπορείς να αποδεχτείς ότι έφυγε «στην ώρα του» ένα αγαπημένο

πρόσωπο της Αριστεράς που είχε συνδέσει όλη του τη δραστηριότητα με την

ικανότητά του να εκφράζει με μια επική διάσταση τους μεγάλους αγώνες και

προσδοκίες της Αριστεράς, είτε για το Εαμικό Κίνημα επρόκειτο είτε για την ΕΔΑ

ως αξιωματική αντιπολίτευση είτε για όλη την Ευρωπαϊκή Αριστερά τη δεκαετία

του ’80 στις μάχες ενάντια στους Νατοϊκούς πυραύλους του Ρήγκαν; Δεν έπρεπε ο

Εφραιμίδης να έχει το χρονικό περιθώριο να ξεπεραστεί η σημερινή φάση με τη

σύγχυση, τη διαίρεση και παρακμή της ελληνικής και ευρωπαϊκής Αριστεράς, να

ανατείλει η εποχή νέων μεγάλων ΕΠΩΝ, για να ξεκινήσει για το μεγάλο ταξίδι

του;

Όταν το 1981 εκλεγόμουν μαζί με τον Βασίλη Εφραιμίδη και τον Δημήτρη Αδάμο

ευρωβουλευτής του ΚΚΕ στις πρώτες εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην

Ελλάδα, ο πατέρας μου ­ πολλά χρόνια συνάδελφος στην ελληνική Βουλή και

συνομήλικος με τον Εφραιμίδη ­ μου λέει: «Έχει άποψη. Θα είσαι δίπλα σε ένα

μεγάλο δάσκαλο. Ο Εφραιμίδης είναι ο καλύτερος ρήτορας που έχει περάσει από

την Ελληνική Βουλή». Το διαπίστωσα πολύ εύκολα και πολύ γρήγορα.

Ο Εφραιμίδης, χωρίς ίσως να το ξέρει, βίωνε την πανάρχαια ελληνική προφορική

παράδοση, που ξεκινούσε από τον Όμηρο και τον Ησίοδο και έφτανε μέχρι τα

ποντιακά έπη και τραγούδια των παιδικών του ακουσμάτων. Μιλούσε πάντα χωρίς

γραπτό κείμενο, χωρίς καν σημειώσεις, με αυτοσχεδιασμό, με ανεξάντλητη

πρωτοτυπία, με καταιγιστικό ρυθμό, με σκληρή ειρωνεία, χορευτικά,

χρησιμοποιώντας δηλαδή πάντα τη γλώσσα του μικρού αλλά νευρώδους σώματός του.

Όταν πριν από λίγα χρόνια ήρθαν οι Σουηδοί βουλευτές στο Ευρωπαϊκό

Κοινοβούλιο, ένας από αυτούς, σοσιαλδημοκράτης, μου λέει: «Αυτόν τον ξέρω ­

και εννοούσε τον Εφραιμίδη. Μας τον έκαναν μάθημα στην κομματική σχολή του

Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος την εποχή μου. Τον είχαν κινηματογραφήσει σε μία

επίσκεψή του στη Στοκχόλμη και ομιλία του στους Έλληνες μετανάστες, όταν

είχατε την χούντα. Δεν καταλαβαίναμε λέξη ελληνικά, αλλά μας συνέπαιρνε ο

ρυθμός του». Όλοι οι υπουργοί Εξωτερικών των κοινοτικών κυβερνήσεων, οι οποίοι

ως πρόεδροι του Συμβουλίου Υπουργών έπαιρναν μέρος στις διαδικασίες

κοινοβουλευτικού ελέγχου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ­ ο Γκένσερ της

Γερμανίας, ο Αντρεότι της Ιταλίας, ο Βαν ντε Μπρουκ της Ολλανδίας, ο Σολάνα

της Ισπανίας, ο Ντιμά της Γαλλίας ­ είχαν αισθανθεί τα κύματα θερμότητας που

εξέπεμπαν στην ψυχρή αίθουσα της Ολομέλειας στο Στρασβούργο οι ομιλίες του

Εφραιμίδη και έτσι τον γνώριζαν προσωπικά.

Αν το Κομμουνιστικό Κίνημα είχε χαρακτηριστεί σε μεγάλο βαθμό από την ξύλινη

γλώσσα, ο Εφραιμίδης χαρακτηριζόταν από την αντισυμβατικότητα των

επιχειρημάτων και την ευρηματικότητα. Μία από τις προσωπικές του ιστορίες που

του άρεσε να διηγείται και να ξαναδιηγείται είναι και αυτή:

Αρχή του ’45, μετά τα Δεκεμβριανά. Ο Εφραιμίδης συλλαμβάνεται, μεταφέρεται

στις Φυλακές Αβέρωφ, κρατείται σε μια τεράστια αίθουσα με εκατοντάδες

κρατουμένους, ποινικούς και πολιτικούς. Φέρνουν μαζί τους και τον Μάνο

Κατράκη. Σε λίγο αρχίζουν να καταφθάνουν δεκάδες οι ανθοδέσμες για τον μεγάλο

ηθοποιό από κυρίες του καλού κόσμου μιας Αθήνας που δεν είχε ακόμη πληγώσει

ανεπανόρθωτα την ψυχή της ο Εμφύλιος. Η ώρα δεν περνά. Ξαφνικά σηκώνεται ο

Κατράκης με εκείνη την ψηλόλιγνη φιγούρα του Ελ Γκρέκο και τη σπηλαιώδη φωνή

που είχε και αρχίζει να απαγγέλλει «Οιδίποδα τύραννο», με το «κατηγορώ»

ενάντια στην εξουσία του Κρέοντα στα αρχαία ελληνικά. Όλοι προσηλώθηκαν,

σιώπησαν, γοητεύτηκαν και ξέσπασαν, πολιτικοί και ποινικοί, σε ένα ηχηρό

χειροκρότημα μόλις τελείωσε. Με αυτόν τον τρόπο ο Εφραιμίδης εξέφραζε την

πίστη του στην παντοδυναμία του προφορικού λόγου.

Η ικανότητά του δεν περιοριζόταν σε ρητορικό – τεχνικό επίπεδο. Ήταν σε βάθος

και επί της ουσίας. Όλη τη ζωή του πιστός και στρατευμένος σε ένα αυστηρά

πειθαρχημένο κόμμα, πάντα όμως βίωνε τις αντιφάσεις και των σφυγμών της

κοινωνίας. Παρότι από τις πιο αγαπημένες και δραστήριες προσωπικότητες του

Κομμουνιστικού Κινήματος, ποτέ δεν έγινε μέλος της ολιγάριθμης ηγετικής ομάδας

στο Πολιτικό Γραφείο, είτε πριν από τη δικτατορία είτε μετά. Πάντα βρισκόταν

λοστρόμος στις γέφυρες που συνέδεαν τον οργανωτικό μηχανισμό του

Κομμουνιστικού Κινήματος με την κοινωνία και τις άλλες πολιτικές δυνάμεις,

είτε ως διευθυντής της «Αυγής» είτε ως μαχόμενος βουλευτής είτε ως συνομιλητής

με τις ηγεσίες των άλλων κομμάτων για την επίτευξη της αντιδικτατορικής

ενότητας είτε ως υπεύθυνος για το Κίνημα Ειρήνης και για την Κίνηση για την

Ενότητα της Αριστεράς μετά τη δικτατορία. Δεν δέσμευε τη σκέψη του και δεν

δίσταζε να ανοίγει καινούργιους δρόμους.

Τον θυμάμαι στην Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ όταν αποφασίζαμε για την υποστήριξη

της παραπομπής του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο, να είναι ο μόνος

που διατύπωνε αντίθετη άποψη. Τον θυμάμαι, πολύ πριν από τα σημερινά ανοίγματα

της Τουρκίας, αρχές δεκαετίας του ’90, να επιστρέφει από το ταξίδι του στην

Άγκυρα ως μέλος της Ευρωτουρκικής Διακοινοβουλευτικής Αντιπροσωπείας. Είχε

ζητήσει να επισκεφθεί το χωριό του στα παράλια του Πόντου. Οι τουρκικές αρχές

τού διέθεσαν αυτοκίνητο, συνοδεία, τον υποδέχτηκε και τον φιλοξένησε ο

νομάρχης. Είδε το σπίτι του. Πήγε στο σχολείο του, που παραμένει δημοτικό

σχολείο για τα Τουρκόπουλα. Και αυτός, ο αμείλικτος κατήγορος των

αντιδημοκρατικών ενεργειών του τουρκικού καθεστώτος, ο ξεριζωμένος, μπροστά

στα μάτια των μικρών μαθητών, παίρνει την κιμωλία και γράφει στα ελληνικά και

τουρκικά τη λέξη «Ειρήνη».

Ο Βασίλης Εφραιμίδης ήταν άνθρωπος βγαλμένος μέσα από το καμίνι της τραγικής

ελληνικής ιστορίας του αιώνα μας, με τα δυνατά και τα αδύνατά του σημεία.

Μερικοί μπορεί να είχαν ενοχληθεί από την καυστικότητα και την επιθετικότητα

του λόγου του ­ δεν είχαν γνωρίσει όμως τον αυτοσαρκασμό του, που δεν είχε

όρια. Μερικοί τον θεωρούσαν «πονηρό», είχε μάλιστα κάποτε το παρατσούκλι

«Αλεπού» ­ δεν μπορούσαν ίσως να εκτιμήσουν πόσα έδινε σε μία αλύγιστη

Αριστερά η ευλυγισία και η προσαρμοστικότητά του, που πάντα όμως τη συνέδεε με

την εμμονή στις αρχές του. Μερικοί ενοχλούνταν γιατί παρά την αφοσίωσή του

στους κοινωνικούς αγώνες κρατούσε πεισματικά ένα δικό του «μυστικό κήπο», την

οικογένειά του ­ δεν γνώριζαν όμως πόσο δημιουργικός υπήρξε εδώ μαζί με τη

σύντροφο της ζωής του, την Τερέζα. Βρέθηκα μαζί του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

για δύο σχεδόν δεκαετίες. Πάντα στην ίδια πολιτική ομάδα, όχι πάντα στο ίδιο

ελληνικό κόμμα. Σε στιγμές όμορφες. Σε στιγμές δύσκολες και αμήχανες. Συχνά

μού έλεγε, μέσα από τη μεγάλη κοινοβουλευτική του πείρα: «Πριν τη δικτατορία,

ο κοινοβουλευτικός κόσμος της Ελλάδας είχε ανάστημα, είχε επίπεδο, σε όλες τις

παρατάξεις. Τώρα είναι όλοι τους μικρομεσαίοι». Ίσως, είχε απόλυτο δίκαιο.

Ίσως διαισθανόταν το «τέλος εποχής» του. Αυτός, ο μεγάλος ρήτορας των υψηλών

τόνων, των μεγάλων προσδοκιών, ο επικός, ο δάσκαλός μας, έφυγε σε μια ήσσονα

εποχή. Είναι πάντως παρήγορο που όλη η Αριστερά κούνησε το μαντίλι σε αυτή την

τρίτη και τελευταία προσφυγιά του.

Ο Αλέκος Αλαβάνος είναι ευρωβουλευτής του ΣΥΝ