Πρωινό Κυριακής, 17 Αυγούστου. Περίπου 3.000 ποπολάροι συγκεντρώνονται στην

περιοχή του Άμμου, στην άκρη της πόλης. Οργανωμένοι κατά ενορίες, με τους

δικούς τους καπετάνιους, με τύμπανα και μπαντιέρες, με σπαθιά, κοντάρια,

ξύλινες ασπίδες, αρκεβούζια και μουσκέτα. Με μία παράξενη γεύση, όμως. Οι

διαθέσεις του Τσιβράν και το θέαμα που αντίκρυσαν δεν προδιέθεταν για τίποτε

θετικό. Στην παραλία, ο Βενετός αξιωματούχος συνοδευόταν από 200-300

οπλισμένους σκλαβούνους, οι δρόμοι τριγύρω ήταν κλειστοί από τους στρατιώτες,

ενώ πολίτες, επίσης οπλισμένοι, με τους μπράβους τους, κρύβονταν στα γύρω

σπίτια. Πίσω ακριβώς από τον Τσιβράν, η γαλέρα του, με τα κανόνια έτοιμα να

χτυπήσουν. Οι ποπολάροι συγκεντρώθηκαν στο προαύλιο της εκκλησίας της

Φανερωμένης, ώστε η γραμμή των σπιτιών που μεσολαβούσε από την παραλία να τους

καλύπτει από ενδεχόμενες βολές.

Ήρθε η ώρα. Ο Τσιβράν διατάζει να αρχίσει η καταγραφή. Κανένας δεν κινείται!

Ξανά. Το ίδιο! Εκνευρισμός. Κάποιοι πιο ψύχραιμοι, πολίτες και Βενετοί από την

ακολουθία του Τσιβράν, επιχειρούν να μεσολαβήσουν. Απευθύνονται στους

επιτρόπους του λαού, που, φυσικά, είναι παρόντες. Εκείνοι καλύπτονται πίσω από

την αδυναμία τους να ελέγξουν το πλήθος. «Φώναζαν όλοι μαζί: «Δε θέλουμε! Δε

θέλουμε!», δίχως να μπορείς να ξεχωρίσεις κάποιον ειδικά που φώναζε»,

αναφέρουν οι αυτόπτες μάρτυρες.

«Του έγινε ταπεινή έκκληση από τους επιτρόπους», υποστηρίζει ο προβλεπτής

Μαλιπιέρο, «στο όνομα όλου του λαού… να συναινέσει, για την αγάπη του Θεού,

να μην τους καταγράψει υπό πολίτες καπετάνιους, που ήταν θανάσιμοι διώκτες

τους και από την τυραννία των οποίων είχαν υποστεί αμέτρητες καταπιέσεις,

προσφερόμενοι να υποταχθούν σε όποιου άλλου είδους καπετάνιο». Ο Τσιβράν

ανένδοτος, «αν και οι εκκλήσεις τού γίνονταν με δάκρυα, όχι μόνο από όλους

τους ποπολάρους με μια φωνή, αλλά και από τις οικογένειές τους, που από τις

πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών παρακαλούσαν το ίδιο».

Οι ποπολάροι επιμένουν. Ώρα πολλή. Ο Τσιβράν οργισμένος παίρνει την ακολουθία

του και κατευθύνεται προς τον Άγ. Νικόλαο του Μόλου. Μαζί του οι στρατιώτες

και οι πολίτες. Υποχωρεί ο εκπρόσωπος του δόγη; Μάλλον, όχι. Διατάζει να τον

ακολουθήσουν οι επίτροποι. Μόλις εκείνοι τον πλησιάζουν, συλλαμβάνονται.

Αστραπιαία μπαίνουν όλοι στις βάρκες και επιβιβάζονται στη γαλέρα. Η γαλέρα

ξανοίγεται λίγο. Αναμονή, φήμες, φόβος και απορία. Λίγο μετά. Βλέπουν όλοι τον

πρωτοπαπά να ανεβαίνει στη γαλέρα. Γιατί; Μία θλιβερή είδηση απλώνεται στην

πόλη: θα κρεμάσει τους επιτρόπους!

Το κάστρο και η πόλη της Ζακύνθου (1678). Από το βιβλίο του περιηγητή Ο.

Dapper, Naukeurige Beschryving van Morea…, που εκδόθηκε στο Άμστερνταμ το

1688 (Μουσείο Μπενάκη)

Ο πρωτοπαπάς τούς έδωσε την τελευταία μετάληψη. Φαίνονται που ετοιμάζουν τα

σκοινιά στα άρμπουρα.

Η πλήρης σύγχυση. Το πλήθος απελπισμένο ­ και ένοπλο ­ τρέχει προς την πλατεία

και μαζεύεται μπροστά στο Νοσοκομείο, απέναντι στο σημείο όπου, λίγο πιο

ανοιχτά, έχει αράξει η γαλέρα. Είναι πολλοί, νιώθουν την αδικία να λύνει τη

γλώσσα τους, το μίσος να οδηγεί το χέρι τους. Πυροβολούν τη γαλέρα,

προσβάλλουν την τιμή του Τσιβράν, βλαστημάνε τον Άγιο Μάρκο: είναι το ρεμπελιό

των ποπολάρων. Βρισιές. «Καλύτερα με το Σπάνια και τον Τούρκο, παρά με το

σκύλο το Βενετσιάνο!». Κανονιές από τη γαλέρα. Το πλήθος κρύβεται στα

στενοσόκακα, ξαναβγαίνει στην παραλία. Οι ισορροπίες θα σπάσουν. Στην πόλη

απλώνεται μυρωδιά φωτιάς. Κάποιοι έχουν βαλθεί να κάψουν τα σπίτια των

«ευγενών» Μαρτελάου και Σιγούρου-Δεσύλλα. Ο θυμός οδηγεί το πλήθος κατά των

πραγματικών υπαιτίων της εκτροπής. Τρομοκρατημένοι οι πολίτες

διπλοκλειδώνονται στα σπίτια τους ή τρέχουν να σωθούν στα καράβια που είναι

αραγμένα στο λιμάνι.

Εξωθούσαν, πράγματι, οι «αρχηγοί» τον κόσμο στα έκτροπα, όπως καταγγέλθηκε; Ως

έναν βαθμό, ναι. Οπωσδήποτε, όμως, μια πυρκαγιά, μια ολική καταστροφή της

πόλης δεν θα ωφελούσε κανέναν και σίγουρα όχι τους ισχυρούς ποπολάρους, που

είχαν και αυτοί ιδιοκτησίες στην πόλη.

Μία στιγμή προτού ο ανεμοστρόβιλος αγκαλιάσει τα πάντα, οι «αρχηγοί» τού

πλήθους παρεμβαίνουν. Με πολλές προσπάθειες και παραστάσεις σε έναν άλλο

Βενετό αξιωματούχο που βρισκόταν στην πόλη, τον Φραγκίσκο Μολίν, κατόρθωσαν να

κάμψουν τον Τσιβράν. Λίγο πριν πέσει η νύχτα, οι επίτροποι απολύθηκαν και

πολλοί ποπολάροι παρουσιάστηκαν για να ζητήσουν συγχώρεση από τον Τσιβράν.

Μπορούμε να αναγνωρίσουμε σ’ αυτούς, όχι τους «φτωχοδιαβόλους», αλλά τους

ισχυρούς ποπολάρους, που ήθελαν να αποσείσουν τις ευθύνες των εκτρόπων. Από

την εκκλησία του Μόλου έβγαλαν τον Σταυρό και την εικόνα της Παναγίας, για να

σφραγίσουν τη συμφιλίωση: είναι το τέλος του ρεμπελιού των ποπολάρων.

Όταν έφευγε ο Τσιβράν από τη Ζάκυνθο, αρχές Σεπτεμβρίου, άφηνε πίσω του μία

διαταγή για προαιρετική υπηρεσία των ποπολάρων στις φρουρές, κάθε φορά που θα

εμφανιζόταν ο πειρατικός κίνδυνος προ των πυλών. Η υποχρεωτική καταγραφή δεν

έγινε.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, το κλίμα της έντασης διατηρήθηκε με κάποιες

αυξομειώσεις. Γεγονότα οριακά δεν συνέβησαν. Η Κοινότητα συχνά κατήγγειλε στη

Βενετία τη δράση των ποπολάρων, εμπλέκοντας σε αξιόποινες πράξεις τους

επιτρόπους και κάποιους άλλους με μεγάλη επιρροή στο πλήθος. Στόχος της ήταν η

δυσφήμηση και η υποτίμηση εκείνων που αναδύονταν από την ανωνυμία και

μετατρέπονταν σε ισχυρό πόλο ανταγωνισμού. Οι επίτροποι, αντίστοιχα, συχνά

παρενέβησαν, πάντα, όμως, υποστηρίζοντας την τοπική βενετική Διοίκηση και

καταδείχνοντας τον ρόλο των πολιτών, τα πραγματικά ή μεγαλοποιημένα εγκλήματά

τους. Βενετός αξιωματούχος ανέφερε το 1631 ότι παρά το γεγονός ότι ο θεσμός

των επιτρόπων δεν είχε εγκριθεί επίσημα από τη Βενετία και παρά τις κατηγορίες

των πολιτών, «οι επίτροποι πολιτεύονταν με σωφροσύνη».

Μετά τη θύελλα των καταγγελιών της Κοινότητας, και με αρκετή καθυστέρηση,

έφτασε στη Ζάκυνθο, το καλοκαίρι του 1631, ο γενικός προβλεπτής Αντώνιο

Πιζάνη, με εντολή της Συγκλήτου να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι για τα γεγονότα του

Αυγούστου. Καταγγελίες, ανακρίσεις, μαρτυρίες, συλλήψεις και βασανιστήρια. Ο

Πιζάνη χειρίστηκε το θέμα με σχετική άνεση, στηριζόμενος κυρίως στο γεγονός

της κόπωσης και της ευεξήγητης δυσπιστίας μεγάλου μέρους του πλήθους απέναντι

στον θεσμό των επιτρόπων. Οι ισχυροί ποπολάροι στηρίχτηκαν αρχικά στην αγωνία

της μεγάλης μάζας, αλλά τα συμφέροντά τους, φυσικά, δεν ταυτίζονταν με εκείνα

των πολλών. Πολλές φορές, άλλωστε, οι ισχυροί ποπολάροι (με δεσμούς εξάρτησης,

φιλίας, συγγένειας και πελατείας με αρκετούς πολίτες) δεν είχαν κατηγορηθεί

για ατασθαλίες; Να μην ξεχνάμε, επίσης, ότι μεγάλο μέρος της ανώνυμης μάζας

συνδεόταν με τους πολίτες με ισχυρούς δεσμούς εξάρτησης. Δεν δημιουργήθηκε

δηλαδή, ένα μόνιμο «λαϊκό μέτωπο» κατά των πολιτών. Κατά συνέπεια, ο χρόνος

οδήγησε τη μάζα στη μόνιμη επιφυλακτικότητά της, στο περιθώριο, στον φόβο. Στο

τέλος των χρόνων αυτών, η μοίρα του κόσμου παρέμενε απαράλλαχτα τραγική και

φαινόταν ανάγλυφα ότι αυτοί που κινούσαν τις εξελίξεις, αυτοί που κυρίως

εκφράζονταν μέσω των επιτρόπων, ήταν οι ισχυροί ποπολάροι στην αντιδικία τους

με την Κοινότητα. Οι Βενετοί το έβλεπαν καθαρά.

Ο Λέων του Αγίου Μάρκου, σύμβολο της Βενετίας

Μέσα Φεβρουαρίου 1632. Η απόδραση μερικών συλληφθέντων και η φυγοδικία των

άλλων επικηρυγμένων οδηγούν τον Πιζάνη σε σκληρές αποφάσεις. Στις 23

εξορίστηκαν από τη Ζάκυνθο οι πέντε περισσότερο βεβαρημένοι από τις κατηγορίες

(άλλωστε, τώρα όλοι φυγοδικούσαν) και κατασχέθηκαν οι περιουσίες τους, ενώ

καταργήθηκε και ο θεσμός των επιτρόπων του λαού. Ο Πιζάνη μετέφερε στη Βενετία

άλλους έξι, για να ολοκληρωθεί η δίκη τους. Η Βενετία αποδείχτηκε, εν τέλει,

περισσότερο επιεικής: το 1633 αθωώθηκαν οι έξι και όταν το 1637 οι πέντε

εξόριστοι ζήτησαν επανεξέταση της δίκης, η Βενετία τούς αθώωσε και τους

επέστρεψε τις περιουσίες. Είναι φανερό ότι η Βενετία δεν επιθυμούσε τη

διατήρηση της όξυνσης στο νησί και, επιπλέον, αρκετοί από τους ποπολάρους ήταν

άνθρωποι με οικονομική επιφάνεια τέτοια, που η Βενετία δεν ήθελε να τους

απογοητεύσει, δημιουργώντας μία μόνιμη εστία τριβής. Έτσι εξηγείται και το ότι

στις τελικές αποφάσεις της διέταζε την Κοινότητα να είναι περισσότερο λογική

στην αντιμετώπιση των υποψηφιοτήτων των ποπολάρων για ένταξη στο σώμα των

πολιτών.

Μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι το ουσιαστικό γεγονός των χρόνων αυτών υπήρξε ο

θεσμός των επιτρόπων του λαού, αν και το πιο εκτυφλωτικό ήταν το ρεμπελιό των

ποπολάρων. Σε μία κοινωνία που λειτουργούσε με βάση τούς εγκεκριμένους από τη

Βενετία θεσμούς, η εμφάνιση (έστω και χωρίς την υψηλή κάλυψη της Γαληνοτάτης)

και η λειτουργία για 4 χρόνια ενός θεσμού που εξέφραζε ­ θεωρητικά,

τουλάχιστον ­ τις μεγάλες μάζες της πόλης, σε ανταγωνισμό προς την ολιγομελή

ομάδα των πολιτών, αποτελεί αδιάσειστη απόδειξη για την κρίση των θεσμών και

για την κρίση εμπιστοσύνης στα όργανα της Κοινότητας, αλλά και αποδεικτικό

στοιχείο για την ανάδειξη νέων δυνάμεων και νέων δυναμικών στην τοπική

κοινωνία. Οι πολίτες κατηγόρησαν τους ποπολάρους ότι με βάση τον θεσμό αυτό,

επιδίωκαν να δημιουργήσουν μία «Κοινότητα του λαού», ότι κινδύνευε το

«αριστοκρατικό πολίτευμα». Η βασική δομή του συστήματος φυσικά δεν κινδύνευε,

εφόσον οι πλούσιοι ποπολάροι επιδίωκαν, απλώς, την ένταξή τους σ’ αυτό. Αν,

όμως, οι εξελίξεις οδηγούσαν στην αναγνώριση του θεσμού, θα κινδύνευε το

μονοπώλιο της εξουσίας τους και θα περιστέλλονταν τα απίθανα περιθώρια

αυθαιρεσίας τους.

Επτανήσιοι αστοί, Μουσείο Ζακύνθου (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΑ’, σ. 215).

Η Βενετία, από τη μεριά της, εγνώριζε πολύ καλά την πολιτεία της ηγεμονικής

ομάδας και αναγνώριζε τη δυναμική των νέων, εμπορικών κυρίως, στοιχείων.

Έβλεπε με κατανόηση τις προσπάθειες πολλών ποπολάρων να ενταχθούν στο σώμα των

πολιτών και κατανοούσε ότι πίσω από την όξυνση ήταν, κυρίως, η δική τους

δυσαρέσκεια. Αλλά η Βενετία δεν ήταν ποτέ πρόθυμη για ριζικές αλλαγές (όπως θα

ήταν η αναγνώριση του θεσμού), αλλαγές τέτοιες που θα ήταν ικανές να

παρακολουθήσουν τις διαφοροποιήσεις που ήδη συνέβαιναν στο

κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο. Έτσι εξηγούνται οι δισταγμοί της και η

ουσιαστική επαναφορά του παλιού status, με τη μόνη διαφοροποιήηση ότι

οι ποπολάροι θα μπορούσαν πλέον να εκφράζονται συλλογικά μέσω των επικεφαλής

των συντεχνιών τους. Το τελευταίο αυτό αποτέλεσε μία μερική παραχώρηση για την

εκτόνωση της κρίσης, αλλά και έναν ελιγμό της Βενετίας, εφόσον στις συντεχνίες

περιλαμβάνονταν μεν οι μάζες, αλλά όχι οι «εισοδηματίες», οι πλούσιοι και άρα

μη χειρώνακτες ποπολάροι. Έτσι, απομονώνονταν κατά κάποιον τρόπο, αφού τους

αφαιρούνταν η δυνατότητα να συσπειρώνουν γύρω τους πλήθος κόσμου, όπως

συνέβαινε με τους επιτρόπους του λαού. Ταυτόχρονα, δικαιούμαστε να

αναρωτηθούμε αν οι επικεφαλής των συντεχνιών θα ήταν σε θέση να εκφράσουν

συλλογικά αιτήματα, εφόσον γνωρίζουμε ότι πολύ συχνά τα συμφέροντα των

συντεχνιών ήταν αντιτιθέμενα.

Ένας τελευταίος λόγος για τα υποκείμενα και τις νοοτροπίες τους. Στην εποχή

εκείνη, ο κόσμος έμοιαζε να είναι «ένας», εφόσον καμία ολοκληρωτικά, ριζικά

εναλλακτική λύση δεν είχε εμφανιστεί. Κατά συνέπεια, τα άτομα που λόγω μίας

επιτυχούς οικονομικής πορείας αναδύονταν από την ανωνυμία ­ οι πλούσιοι

ποπολάροι ­ επεδίωκαν την ένταξη στην ανώτερη κοινωνική ομάδα. Ταυτόχρονα,

άρχιζαν να συμπεριφέρονται όλο και περισσότερο ατομικά (επιδιώκοντας «ατομικές

λύσεις»), να σπάζουν τους προηγούμενους δεσμούς με τη μεγάλη μάζα και να

κάνουν όλο και πιο διακριτή τη διαφορά με την προηγούμενη κατάστασή τους. Αυτό

τους έφερνε όλο και πιο κοντά στο στρώμα των πολιτών (στην κοσμοαντίληψη, στη

νοοτροπία, στις επιδιώξεις, στις επιλογές), παρά τις στιγμιαίες εξάρσεις του

ανταγωνισμού τους, και τους οδηγούσε όλο και πιο μακριά από την ανώνυμη

χειρωνακτική μάζα, που τους θύμιζε το δικό τους παρελθόν, παρά τις ευκαιριακές

συμμαχίες ή τις δήθεν τάσεις τους για υπεράσπιση της μάζας από τις αυθαιρεσίες

των πολιτών. Ήταν αυτοί οι πλούσιοι ποπολάροι το πραγματικό υποκείμενο των

εξελίξεων. Χρησιμοποιούσαν τη μάζα, αν και ένιωθαν ξένοι προς αυτήν: ο 18ος

αιώνας θα έφερνε αυτά τα ανερχόμενα στρώματα στο προσκήνιο.

«Είναι αξιοθρήνητη η κατάσταση των πιστότατων πολιτών της Ζακύνθου, οι

οποίοι επιστρέφουν διά της παρούσης γονυπετείς και χύνοντας δάκρυα αίματος στα

πόδια της Γαληνότητάς Σας για να εκλιπαρήσουν από την υπέρτατη χείρα της την

κοινή σωτηρία και τη δικαιοσύνη, που τόσον καιρό αναμένεται, κατά της

διαβολικής ομάδας εκείνων των ανατρεπτικών αρχηγών του λαού, που αφού

προσέβαλαν τη Δημόσια Αρχή και απώλεσαν το σέβας προς τον φυσικό Ηγεμόνα,

ξεγελώντας με πανούργες υποσχέσεις τον αθωότατο λαό, κρατούν σε συνεχή

αναταραχή τη δυστυχισμένη αυτή πόλη… (Είναι ένοχοι για) αναρίθμητα και

τρομερά εγκλήματα, που ολοφάνερα συνιστούν περισσότερο δημόσια παρά ιδιωτική

προσβολή, βλαπτικότατο παράδειγμα για τις άλλες πόλεις, στοχεύοντας στην

ανατροπή της αριστοκρατικής διακυβέρνησης, με τόσο αισχρές συνέπειες, που η

αξιοθαύμαστη σωφροσύνη της Γαληνότητάς Σας μπορεί να διαισθανθεί».

Απόσπασμα από την έκκληση των συνδίκων της Κοινότητας για επέμβαση της

Βενετίας (5 Απριλίου 1631). Μεγαλοποιώντας τα γεγονότα και υποβάλλοντας την

ιδέα για κίνδυνο γενικευμένης ανατροπής, επεδίωκαν την απόσειση των δικών τους

ευθυνών και τη σκληρή τιμωρία των ποπολάρων. (Κρατικό Αρχείο Βενετίας).


Βιβλιογραφία

­ Αρβανιτάκης Δ., Κοινωνικές αντιθέσεις στην πόλη της Ζακύνθου.

Το ρεμπελιό των ποπολάρων (1628), αδημ. διδ. διατριβή, Ιόνιο

Πανεπιστήμιο, 1999.

­ Κονόμος Ντ., Ζάκυνθος. Πεντακόσια χρόνια (1478 – 1978),

τ. 3/1, Αθήνα 1981.

­ Ρώμας Δ., Το ρεμπελιό των ποπολάρων, τ. 1-2, Αθήνα 1972

(μυθιστόρημα με ιστορικό παράρτημα).

­ Σουμάκης Α., «Διήγησις του ρεμπελιού των ποπολάρων, ήγουν του νησίου

της Ζακύνθου, οπού έγινεν εις τους 1628», έκδ. Κ. Σάθα, Ελληνικά Ανέκδοτα,

τ. 1, Αθήνα 1867.

Ο Δημήτρης Αρβανιτάκης είναι Διδάκτωρ Ιστορίας