Όσοι εγνώριζαν ότι «Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός

ην ο Λόγος» ας το ξεχάσουν, γιατί «ο Λόγος απώλετο», μαζί με την

πνευματικότητα των ιεραρχών μας. Τώρα εν αρχή εισίν οι «γκαικύλοι», οι

«προοδευτικάριοι», οι «ευρωλιγούρηδες», τα «απύλωτα στόματα που ξερνούν

δηλητήριο», οι «νόμοι που δεν πάνε να λένε ό,τι θέλουν», όταν ο «περιούσιος

λαός και οι φωτισμένοι ιεράρχες του δεν συμφωνούν», οι «δαιμονιζόμενοι με τον

σταυρό», που τους «ξεραίνονται τα χέρια όταν τα βάζουν με την Εκκλησία» και οι

δυνάμεις του κακού «που μισούν τον Θεό». Λόγια ά-σχημα: που απάδουν, δηλαδή,

προς το σχήμα όσων τα εκστομίζουν.

Λόγια διχαστικά, εμπρηστικά, αθεολόγητα, που δεν προσιδιάζουν στο καλοσυνάτο

πρόσωπο που οφείλουν να έχουν οι ορθόδοξοι ιεράρχες μας, αλλά προδίδουν ένα

ιδιότυπο καλογερίστικο πείσμα, ανασφαλών, πλεγματικών και φανατισμένων

φονταμενταλιστών. Τουτέστιν, λόγια βαριά και άκρως επικίνδυνα. Λόγια, που δεν

τα ξεστόμισε βέβαια ο τυχόντας ζηλωτής, καλόγερος του Μεσαίωνα, αλλά φευ ο

προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος που συνεχίζει να παίζει εν ου παικτοίς,

και αυτό τον αδικεί αλλά δεν το βλέπει.

Έτσι, η διαλαλούμενη urbi et orbi χαρισματικότητά του αποδείχτηκε ατυχώς

ανεπαρκής για να τον προστατέψει από τα χαρίσματά του. Γιατί οι χαρισματικοί,

και δη εκκλησιαστικοί ηγέτες είναι πρώτα απ’ όλα σεμνοί, που ξέρουν «τι είναι

θεός, τι μη θεός και τι τ’ ανάμεσό του». Που γνωρίζουν το μπόι τους, τα όριά

τους και τον ρόλο τους, και τα τιμούν ανάλογα. Που τα άμφια είναι το «σχήμα»

τους και όχι το «πρόσχημά» τους. Που «ποιμαίνουν εν ειρήνη τον λαό του Θεού»

και δεν τον χρησιμοποιούν για να καταφέρουν εκδικητικά το «δεύτερο σκαμπίλι»

(sic) κατά της κυβέρνησης. Αλλά, αλίμονο αν η Πολιτεία κάθε φορά που νομοθετεί

θα πρέπει να αναζητά και τη σύμφωνο γνώμη και τη βούλα του ιερατείου. «Εν αρχή

εστίν ο Λόγος», λοιπόν, και «στώμεν καλώς» μακαριώτατε.

Διότι, το γεγονός ότι τα αυτονόητα φαντάζουν γρίφοι για πολλούς συμπολίτες

μας, αυτό ξεκινάει από μια ύποπτη και σκόπιμη σύγχυση που καλλιεργείται από

τους φανατικούς προς τους ευσεβείς πιστούς.

Γιατί, δεν είναι δυνατόν να έχουν παραφρονήσει τόσο πολλοί άνθρωποι για τόσο

ασήμαντα πράγματα! Κάποιοι τους φανατίζουν. Όσο κι αν ως λαός διακρινόμαστε

για την υπερβολή και την έλλειψη του μέτρου, δεν μπορεί στα 2000 μ.Χ. να

αντιμετωπίζουμε την κατάσταση με όρους βυζαντινών εικονομαχιών. Τη στιγμή που

η χώρα μας και η ελληνική κοινωνία στρατεύεται στην πιο ωραία και πιο λαμπρή

ευρωπαϊκή περιπέτεια της πρόσφατης ιστορίας της, κανείς δεν δικαιούται να

πολεμά με σκιές, μετατρέποντας ιερόσυλα το ιερό λάβαρο της Επανάστασης σε

λάβαρο της μισαλλοδοξίας και του διχασμού του ελληνικού λαού.

Έλεος! Στο κάτω-κάτω είναι προσβλητικό και απαξιωτικό και για τον Χριστιανισμό

και για τον Ελληνισμό να τα θεωρούμε τόσο καχεκτικά και ανάπηρα ιστορικά

μεγέθη, ώστε να απειλούνται από το «Χ.Ο.» του δελτίου της αστυνομικής μας

ταυτότητας… Άλλα απειλούνται, καθώς φαίνεται, και άλλοι ανησυχούν μη χάσουν

την πρωτοκαθεδρία και τη δυνατότητα να αποφαίνονται επί παντός επιστητού

ανέξοδα. Να μονοπωλούν ως μοναδικοί και αδιαμφισβήτητοι ηγέτες του έθνους

(εθνάρχες;) τα ιερά, τα όσια, την παράδοση, την ιστορία και τον πολιτισμό της

χώρας μας. Κανένας Χριστιανισμός, λοιπόν, δεν κινδυνεύει. Αυτό είναι τελείως

ανιστόρητο, αν δεν είναι και υποκριτικό. Γιατί η ιστορία διδάσκει πως μια

ανοιχτή δημοκρατική κοινωνία, κατ’ ανάγκην συνεπάγεται και προϋποθέτει την

ύφεση του θρησκευτικού φανατισμού και δίνει την πρωτοκαθεδρία στην κοινωνία

των πολιτών και στο εκκοσμικευμένο κράτος δικαίου. Και ίσως αυτό ανησυχεί!

Αυτό φανατίζει! Αυτό αφηνιάζει.

Έτσι, τώρα, καθώς κατάκατσε ο κουρνιαχτός και η 2η σταυροφορία επέστρεψε

εποχούμενη στις ενορίες της, οι υπεύθυνοι συγκεντρωσιάρχες ας κάνουν τον

απολογισμό και την αυτοκριτική τους συνετά, ήπια πλέον και ψύχραιμα. Για να

δουν πόσο βαθύ κοινωνικό ρήγμα απειλείται από την εισπήδηση του Αρχιεπισκόπου

στην πολιτική. Πόσο ωφέλησε και πόσο ζημίωσε το έθνος και τον λαό μας η πορεία

του Χριστόδουλου, τα καμώματα, οι εμμονές και οι λαοσυνάξεις του.

Πάντως ένα είναι βέβαιον: Καθώς κόπασαν οι ιαχές, οι Αλαλαγμοί και τα Ωσαννά

στην τελευταία, ελπίζω και εύχομαι, παράσταση του Δούλου του Χριστού, οι πιο

συνετοί θα μελαγχολήσουν που «οι άνθρωποι ξανάπιασαν τον παλιό δόλο των θεών,

για ένα ράσο αδειανό, για μια ταυτότητα» (για να παραφράσουμε ελαφρώς την

«Ελένη» του Γ. Σεφέρη).

Ο Νίκος Γκεσούλης είναι βουλευτής του ΠΑΣΟΚ στην Α’ Θεσσαλονίκης.