Με κίνδυνο, σύμφωνα με την προχθεσινή ανακοίνωση της Διαρκούς Ιεράς

Συνόδου, να κατηγορηθώ ότι «παραπλανώ» τον Πρωθυπουργό και ότι «προκαλώ

βαναύσως» την Εκκλησία, ανέτρεξα σε φακέλους με οικογενειακά έγγραφα και βρήκα

τέσσερες παλιές ταυτότητες των γονέων μου:


1.Η πρώτη είναι η στρατιωτική ταυτότητα του πατέρα μου, τον καιρό που

υπηρετούσε ως έφεδρος επίατρος στο αλβανικό μέτωπο. Εκδόθηκε στις 16 Νοεμβρίου

1940 και δεν είχε καμιά ένδειξη για το θρήσκευμά του.

2.Η δεύτερη, επίσης στρατιωτική, εκδόθηκε όταν ο πατέρας μου

επιστρατεύθηκε για δεύτερη φορά, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, και

υπηρετούσε ως έφεδρος αρχίατρος. Ως χαρακτηριστικά του αναφέρονται το ύψος

του, το χρώμα των ματιών του, το ότι ήταν «διοπτροφόρος», όχι όμως και το

θρήσκευμά του. Υπάρχει, πάντως, το δακτυλικό αποτύπωμά του.

3.Η τρίτη και πιο ενδιαφέρουσα ταυτότητα ανήκε και αυτή στον πατέρα μου

και εκδόθηκε επί Κατοχής, στις 24.7.1943, από το αστυνομικό τμήμα της περιοχής

του. Φέρει τυπωμένη την ένδειξη «χριστιανός ορθόδοξος». Ένα χρόνο αργότερα

(2.6.1944), στην ίδια ταυτότητα προστέθηκε φύλλο με τα στοιχεία του στα

γερμανικά («Ausweis») και την ένδειξη του θρησκεύματος («Religion»)

συμπληρωμένη με το χέρι. Η ταυτότητα αυτή εκδόθηκε με νόμο της «Ελληνικής

Πολιτείας», μάλλον της κυβέρνησης Τσολάκογλου.

4.Τέλος, η τέταρτη ταυτότητα ανήκει στη μητέρα μου και την εξέδωσε η

Αρχιεπισκοπή Αθηνών το 1943, όταν αυτή εργαζόταν στην «Υπηρεσία Προστασίας

Απορφανισθεισών Οικογενειών», γνωστότερη ως Υπηρεσία Προστασίας Οικογενειών

των Εκτελεσθέντων, που είχε συστήσει ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός με επικεφαλής

την κ. Ιωάννα Τσάτσου (για την υπηρεσία αυτή και το σημαντικό έργο της βλ.

αντί πολλών «Οι εκτελεσθέντες επί Κατοχής», πρόλογος και φροντίδα: Ιω.

Τσάτσου, Αθήνα, β’ έκδ., Οι εκδόσεις των φίλων, 1976). Υπογράφεται από τον

ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο και δεν φέρει καμία ενδειξη για το θρήσκευμα της κατόχου

της.

Από τα τεκμήρια αυτά ­ που παρόμοιά τους πιστεύω ότι κατέχουν πολλές ελληνικές

οικογένειες ­ προκύπτει ότι πριν από τον Ν. 87/1945, ο οποίος καθιέρωσε την

αναγραφή του, το θρήσκευμα δεν υπήρχε στις ταυτότητες που εξέδιδαν οι αρμόδιες

ελληνικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων και των εκκλησιαστικών. Μόνον οι

κυβερνήσεις Κατοχής το επέβαλαν, προφανώς για να διαφοροποιήσουν τους

Χριστιανούς από τους Εβραίους.

Από την αναδρομή αυτή ­ και ας μου συγχωρεθεί η αναγκαστική, για λόγους

τεκμηρίωσης, αναφορά στην οικογένειά μου ­ νομίζω ότι μπορεί να συναχθεί ένα

ενδιαφέρον συμπέρασμα. Έως ότου οι κατακτητές μάς επέβαλαν να το δηλώνουμε, το

1943, το θρήσκευμα δεν ήταν για μας τους Έλληνες παρά αυτό που όφειλε να είναι

και σήμερα: μια καθαρά προσωπική υπόθεση, ένα ζήτημα του εσωτερικού μας

κόσμου, για το οποίο δεν πέφτει ο παραμικρός λόγος σε κανέναν τρίτο.

Ο Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο

Πανεπιστήμιο Αθηνών.