Με την ευκαιρία μιας συνάντησης αρχιτεκτόνων (9-10 Μαΐου) με θέμα «Αστική

ανάπτυξη και διατήρηση του παρελθόντος», που έγινε στο Πολιτιστικό Κέντρο

Ατατούρκ στην Άγκυρα και της έκθεσης «10 Ελληνικές Πόλεις», του προγράμματος

Ηρακλής, επισκέφθηκα για πρώτη φορά την Κωνσταντινούπολη.

Είναι απίστευτο, πώς είναι δυνατόν να μην έχω πάει μέχρι τώρα στην Πόλη, κι

ακόμα πιο παράξενο ­ το συνειδητοποίησα όταν βρέθηκα εκεί ­ να μην έχω

καταφέρει τόσα χρόνια να δω την Αγία Σοφία. Από τα φοιτητικά μας χρόνια, σαν

μάθημα αξεπέραστο αρχιτεκτονικής, αλλά και πόσα χρόνια πριν, σαν παραμύθι, σαν

θρύλος, η Αγία Σοφία δούλευε μέσα μας. Η Πόλη, η Βασιλεύουσα, τόσο κοντά μας

κι όμως, ταυτόχρονα τόσο μακριά, πόσα και πόσα εμπόδια μάς την έκαναν όλο και

πιο απόμακρη. Πόσοι και πόσοι αστάθμητοι παράγοντες ορίζουν τις «αποστάσεις»,

που δεν αντιστοιχούν πάντα σε μετρήσιμα μεγέθη, ανάμεσα σε δύο τόσο κοντινούς

τόπους αυτής της γης που όλοι κατοικούμε.

Είναι αυτές οι «αποστάσεις», που μας αποκλείουν και μας απομονώνουν από έργα

σαν κι αυτό, σημάδια πολιτισμού, που έφτασαν μέχρις εμάς για να μας θυμίζουν

αυτή τη μοναδική σύζευξη λόγου και αισθήματος, όταν η αρχιτεκτονική έχει

προσεγγίσει, σε κορυφαίες στιγμές της, την ύψιστη πνευματικότητα ­ κάτι σαν

φτερούγισμα θεού. Ήταν πολύ δύσκολο να σκεφτώ ότι θα τη δω, με όλες τις

επεμβάσεις που ήξερα ότι έχει υποστεί, από τα χρόνια της μεγάλης της δόξας,

όταν το 548 ο ναός εγκαινιάστηκε από τον Ιουστινιανό, σύμφωνα με τα σχέδια των

αρχιτεκτόνων: του Ανθεμίου από τις Τράλλεις και του Ισιδώρου από τη Μίλητο.

Όταν την αντικρύσαμε από μακριά, αναρωτήθηκα πώς θα καταφέρω να τη δω στην

πραγματικότητα, πώς θα καταφέρω να προσπελάσω την πολύτροπη, αλλά με ακρίβεια

και καθαρότητα σχεδιασμένη γεωμετρία της, να τη φανταστώ στη λαμπρότητά της,

όπως ο σύγχρονός της ιστορικός Προκόπιος την περιγράφει: «… ο

ναός, θέαμα υψίστης ομορφιάς που κατακλύζει αυτόν που τον βλέπει,

απίστευτος γι’ αυτόν που ακούει τις διηγήσεις και τις περιγραφές…».

Και ο ίδιος, αναφερόμενος στην: «αφθονία του φωτός που λούζει τον ναό»:

«… Πράγματι θα μπορούσε να πει κανείς ότι το εσωτερικό της,

δεν φωτίζεται από έξω, από το φυσικό φως του ήλιου, αλλά από

μέσα, από μια διάχυτη αυτογενή ακρινοβολία…». Όσο στεκόμουν έξω

από τον ναό, μέσα στο γλυκό φως του απογεύματος, της ανοιξιάτικης

Κωνσταντινούπολης, ανάμεσα στη βοή του πλήθους, θυμήθηκα το γράμμα – δώρο που

είχε γράψει ο S. Freud στον R. Rolland με τίτλο «Μια διαταραχή της μνήμης πάνω

στην Ακρόπολη», όπου αναρωτιέται για τους σκοτεινούς λόγους που τον οδήγησαν

να διστάζει να δει την πραγματική Ακρόπολη, αναβάλλοντας συνεχώς την επίσκεψή

του σ’ αυτή.

Ο ναός της Αγίας Σοφίας, μια συμφωνία από διαδοχικά «κατώφλια», που

υποδέχονται και καταυγάζουν το φως. Επάλληλοι φλοιοί, διάτρητοι ή πλήρεις που

όλοι οδηγούν στον κεντρικό τρούλο που μοιάζει αναρτημένος από τον ουρανό. Ο

ναός, ένα χτισμένο ουράνιο σώμα που σε υποδέχεται στον ατέρμονα εσωτερικό του

χώρο, και παρασύρει το βλέμμα σε περιπλανήσεις, όπως ο έναστρος ουρανός. Ένα

παράδειγμα αξεπέραστο του «κόσμου», που συμπυκνώνει και ερμηνεύει την

κατασκευή από το συνολικό στο ειδικό.

Ο Π. Μιχελής, στην «Αισθητική θεώρηση της Βυζαντινής Τέχνης» αναλύει με

σαφήνεια και ευαισθησία την άρρηκτη σχέση ­ άλλοτε κρυφή, μυστική και άλλοτε

φανερή ­ της κατασκευής και της μορφής, καθώς και τη σχέση της μορφής με το

υλικό.

Στα μεγάλα αρχιτεκτονικά έργα όλων των εποχών, το σύστημα κατασκευής δεν

αποτελούσε αυτοσκοπό, η μορφή και η κατασκευή δεν παραπέμπουν σε ασύμβατους

μοναχικούς μονολόγους, αλλά σε έναν πυκνό και πλούσιο λόγο που οφείλεται στον

διάλογο, μ’ αυτή την προϋπόθεση οι παραβάσεις από τον κανόνα αποκτούν άλλο

νόημα. Με το ίδιο πνεύμα της ενότητας αντιμετωπίζεται και η σχέση της μορφής

με το υλικό. Το πραγματικό αρχιτεκτονικό έργο, είναι ο κόσμος της τεχνικώς

οργανωμένης ύλης. Ο φιλόσοφος Alain ορίζει το κακό γούστο σαν το πάθος του

να στολίσεις, μόνο για να στολίσεις. Στην Αγία Σοφία όμως, οι μικρές χρυσές ή

πολύχρωμες ψηφίδες, οι μονολιθικές μαρμάρινες κολόνες, τα επιπεδόγλυφα

κομήματα των κιονόκρανων, οι στιλπνές επιφάνειες της ορθομαρμάρωσης, με τους

παράδοξους συνδυασμούς των νερών του μαρμάρου, είναι οργανικά στοιχεία της

σύνθεσης, μετρούν τον χώρο και συντελούν αποφασιστικά στη δημιουργία

του μυστηριακού τόνου, που μας υποβάλλει τη στροφή προς τον

εσωτερικό μας κόσμο…

Εδώ το μέτρο αναδείχνει την ποίηση, σε όλες τις κλίμακες της επεξεργασίας, γι’

αυτό όπως και πάλι γράφει ο Π. Μιχελής: «η μαζικότητα συνδυάζεται με την

οργανικότητα, η πεζότητα με το συνθετικό ποιητικό πνεύμα, και

του μνημειώδους το υπερφίαλο ύφος βυθίζεται στου Υψηλού τη μεγαλοφροσύνη».

Η Σουζάνα Αντωνακάκη είναι αρχιτέκτονας.