Ένα επικοινωνιακό δίκτυο είναι τόσο πιο πολύτιμο όσο πιο χρήσιμο

περιεχόμενο περνάει από μέσα του. Είναι μια αλήθεια που ισχύει για τους

δρόμους, ισχύει για τις ραδιοσυχνότητες, ισχύει για το τηλέφωνο και βεβαίως

για το Internet.

Αν μάλιστα βρεθεί τρόπος μέσα από ένα υπάρχον επικοινωνιακό δίκτυο να περάσει

αλλιώτικο και χρήσιμο περιεχόμενο, βεβαίως η αξία διογκώνεται, όπως ακριβώς

συνέβη με το τηλέφωνο και το Internet. Σήμερα, όλοι οι τηλεπικοινωνιακοί

οργανισμοί προβλέπουν για το μέλλον του απείρως περισσότερα έσοδα από

υπηρεσίες δεδομένων (κυρίως Internet) παρά από τις παραδοσιακές υπηρεσίες

φωνής ­ τόσο που ο διαχωρισμός παύει να υπάρχει, όλα είναι data.

Στο σχήμα αυτό, βεβαίως, η ουσία με τη μεγαλύτερη αξία είναι το περιεχόμενο

που περνάει μέσα από το δίκτυο. Ενώ στην παραδοσιακή τηλεφωνία το περιεχόμενο

δημιουργείται από τους ίδιους τους χρήστες, με την ομιλία τους, στο Internet

τα πράγματα είναι πιο σύνθετα: δίπλα στο περιεχόμενο των ίδιων των χρηστών

[ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, κουβέντα (chat), κατεβάσματα αρχείων (download)],

υπάρχει το περιεχόμενο που παράγουν κάποιοι μεγάλοι οργανισμοί, όπως εκδότες,

ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί, δισκογραφικές και κινηματογραφικές εταιρείες,

εταιρείες λογισμικού και παιχνιδιών. Το νέο αυτό περιεχόμενο είναι εξαιρετικά

χρήσιμο και αλλάζει το τοπίο, ωστόσο έχει ένα μεγάλο κακό: στοιχίζει να

παραχθεί, γι’ αυτό και κατά κανόνα προστατεύεται από τη νομοθεσία για τα

πνευματικά δικαιώματα, που ουσιαστικά ρυθμίζει την οικονομική βιωσιμότητα της

παραγωγής περιεχομένου. Αυτό είναι μεγάλο κακό όσον αφορά τη διάδοση, μιας και

κάθε δεκάρα που μπαίνει στο κόστος περιορίζει τη διάδοση του περιεχομένου κατά

ένα ποσοστό.

Εξ ου και το δόγμα των θεωρητικών του Internet που λέει «Content wants to be

free», μεταφραζόμενο ως «το ίδιο το περιεχόμενο θέλει να μοιράζεται δωρεάν»

και παραφραζόμενο ως «το περιεχόμενο θέλει να είναι ελεύθερο». Η πίεση αυτή

για περισσότερο περιεχόμενο χωρίς κόστος ήταν ορατή από τα πρώτα βήματα του

Internet, με πρώτο θύμα τις εφημερίδες. Αφού πάλεψαν μερικά χρόνια

προσπαθώντας να πουλήσουν το περιεχόμενό τους επί συνδρομή, σήμερα όλες

πρακτικά δίνουν το περιεχόμενό τους δωρεάν στο Internet. Το επόμενο θύμα

φαίνεται να είναι η μουσική βιομηχανία, ενώ αμέσως μετά στη λίστα είναι η

κινηματογραφική. Όλος ο ντόρος με το πρόγραμμα Napstar, τις αγωγές και τις

θεωρίες είναι απλό αποτέλεσμα του δόγματος Content wants to be free, με την

έννοια ότι όταν υπάρξει η κατάλληλη τεχνολογία ο πολύς κόσμος καταλήγει να μην

πληρώνει για το περιεχόμενο.

Ωστόσο, αυτό δεν είναι ούτε καταστροφικό ούτε νέο. Είναι αλλαγή

επιχειρηματικού μοντέλου. Αυτό που αντιμετωπίζει η μουσική βιομηχανία σήμερα

ισχύει εδώ και δεκαετίες στην τηλεοπτική και ραδιοφωνική βιομηχανία. Κανείς

δεν πληρώνει για τα κανάλια που βλέπει στην τηλεόρασή του, ενώ παράλληλα τα

καλά κανάλια είναι κερδοφόρα. Το επιχειρηματικό μοντέλο στην τηλεόραση είναι

«δωρεάν περιεχόμενο + έσοδα από διαφήμιση και άλλες προωθητικές ενέργειες»,

αντίθετα από τις εφημερίδες, όπου το μοντέλο είναι «περιεχόμενο με χαμηλό

κόστος + έσοδα από διαφήμιση και άλλες προωθητικές ενέργειες». Σήμερα, η

μουσική βιομηχανία αρχίζει να παραδέχεται ότι το πρώτο σκέλος της εξίσωσης

γίνεται και γι’ αυτήν «δωρεάν περιεχόμενο» και ψάχνει εναγωνίως να βρει το

δεύτερο σκέλος. Πολλές ιδέες έχουν ακουστεί, ωστόσο είναι βέβαιο ότι κάτι νέο

θα προκύψει, κάτι βιώσιμο οικονομικά και χρήσιμο στους χρήστες.

Η απλή αλήθεια, όμως, είναι ότι υπάρχει πλέον το επικοινωνιακό δίκτυο από το

οποίο οποιοσδήποτε μπορεί να κατεβάζει ή να στέλνει σε οποιονδήποτε όλα τα

κείμενα, τις φωτογραφίες, τις μουσικές και τις ταινίες που υπάρχουν. Και αργά

ή γρήγορα, όλα θα διακινούνται ελεύθερα. Γι’ αυτό, το καλύτερο που έχει να

κάνει η μουσική βιομηχανία είναι να μετασχηματιστεί γρήγορα, να δει τα

παραδείγματα άλλων κλάδων, να βρει τις λύσεις και να συνάψει τις συμμαχίες ­

παράλληλα με τις δικαστικές διαμάχες, που είναι χρήσιμες για να ξεκαθαρίσει το

τοπίο και να κερδηθεί λίγος χρόνος.

Ο Θεόδωρος Σπίνουλας είναι επικεφαλής του Ιντερνετικού Προγράμματος του

Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη και της Πύλης in.gr.