Ώστε αυτό είναι ­ και πώς, η ανόητη, δεν το είχα καταλάβει… Όχι τα πανέρια

που περιφέρονται, εν ώρα θείας λειτουργίας, ανάμεσα στους εκκλησιαζόμενους με

αίτημα τον οβολόν τους, αλλά η τσόχα! Αυτό το τεμάχιον υφάσματος μαλλίνου με

το οποίο ουδείς ευλαβής μέχρι σήμερον προνόησε να ντύσει τα πανέρια, ώστε να

μην αντηχεί εντός του ναού το φοβερό κροτάλισμα των ριπτομένων κερμάτων. Αυτό

το απλό, απλούστατο, το εσκέφθη και το συνέστησε ο Μακαριώτατος ­ ν’ αγιάσει

το στόμα του. Βεβαίως, εγώ περίμενα πως θα υπεδείκνυε τον τερματισμό της

περιφοράς των πανεριών των επονομαζόμενων «δίσκων» και την τοποθέτησή τους ­

τουλάχιστον ­ μαζί με τα άλλα κουτιά, προς την έξοδο της εκκλησίας, όπου ο

καθένας θα μπορεί να ρίχνει ή να μη ρίχνει δίχως να αισθάνεται τα βλέμματα των

διπλανών καρφωμένα στο χέρι του και δίχως να καταλαμβάνεται από ντροπή αν δεν

«ευκολύνεται». Έπειτα βρίσκω τη σύσταση ελλιπή. Μία «στρώση» τσόχας δεν αρκεί.

Διότι τι θα γίνει όταν τα κέρματα, σωρηδόν ριπτόμενα, την καλύψουν; Τα

επερχόμενα πάλι θ’ ακούγονται με το απεχθές γκλινγκ-γκλινγκ. Επάλληλα στρώματα

τσόχας, αυτό χρειάζεται, με εκπαιδευμένους στην τοποθέτησή τους, την κατάλληλη

στιγμή, επιτρόπους. Ελπίζω να εισακουσθώ. Και επ’ ευκαιρία, ταπεινώς προτείνω

να τοποθετηθούν στα σχολεία ­ κύριε Ευθυμίου ­ κρεατομηχανές ώστε τα παιδιά να

έχουν εικόνα της απειλής να γίνουν κιμάς, όπως προχθές τους είπε ο

Μακαριώτατος.