Η προεκλογική περίοδος πέρασε από αρκετές διακυμάνσεις σε ό,τι αφορά τις

σχέσεις μεταξύ των κομμάτων. Με βάση τόσο τις δημοσιευμένες στα «ΝΕΑ» έρευνες

της V-PRC όσο και την τελευταία αδημοσίευτη προεκλογική έρευνα, η κατάσταση

του κομματικού ανταγωνισμού διαμορφωνόταν ως εξής:

Το ΠΑΣΟΚ στην αρχή της προεκλογικής περιόδου εμφάνιζε συσπείρωση σε σχέση με

το εκλογικό του ποσοστό του 1996 της τάξεως του 80,4% («ΤΑ ΝΕΑ» 9/3/2000).

Στην τελευταία δημοσιευμένη έρευνα («ΤΑ ΝΕΑ» 24-25/3/2000) η συσπείρωση του

ΠΑΣΟΚ έφθασε το 82,9%. Διατηρήθηκε στα ίδια επίπεδα μέχρι και λίγα

εικοσιτετράωρα πριν από τις εκλογές (82,2% στην τελευταία μη δημοσιοποιημένη

έρευνα της V-PRC), για να καταγραφεί την ημέρα των εκλογών στο 87,5%. Το ΠΑΣΟΚ

κατάφερε δηλαδή να περιορίσει σε κάποιο βαθμό τις απώλειές του.

Προς Ν.Δ.

Ωστόσο, η μείωση των απωλειών του ­ και αυτό είναι ένα από τα παράδοξα της

εκλογικής αναμέτρησης ­ δεν εμπόδισε την αύξηση των διαρροών του προς το κόμμα

της Ν.Δ. Στην αρχή της προεκλογικής περιόδου οι διαρροές αυτές καταγράφονταν

στο 5,9% των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ ’96, αυξήθηκαν ελαφρώς στην επόμενη και

τελευταία δημοσιευμένη έρευνα στο 6,3%, για να εκτιναχθούν τελικά περί το 8%

την τελευταία εβδομάδα και έτσι να καταγραφούν και στις εκλογές. Στην

πραγματικότητα, κατά τις τελευταίες ημέρες της προεκλογικής περιόδου

εκτυλισσόταν μια αντίθετης φοράς διαδικασία: το ΠΑΣΟΚ ξανακέρδιζε ένα μέρος

των απωλειών του, αλλά όσοι εκ των ψηφοφόρων επέμεναν να απομακρυνθούν από

αυτό άρχιζαν να «συγκεντρώνονται» στη Ν.Δ. Το γεγονός αυτό οδήγησε στο να

περιορισθούν δραματικά οι μετακινήσεις από το ΠΑΣΟΚ στα τρία κόμματα της

Αριστεράς και να εμφανισθεί ενισχυμένη από τη δυσαρέσκεια αυτών των ψηφοφόρων

η Ν.Δ.

Κερδισμένη

Η Ν.Δ., από τη μεριά της, κατάφερε λόγω της παραπάνω τάσης να βελτιώσει πέραν

κάθε προσδοκίας τη σχέση ανταλλαγής ψηφοφόρων με το ΠΑΣΟΚ. Ενώ στην αρχή της

προεκλογικής περιόδου η σχέση αυτή ήταν σχεδόν 1:1 (με ελάχιστα καλύτερη

τοποθέτηση της Ν.Δ.), εξελίχθηκε περί τα τέλη Μαρτίου σε μια σχέση 1:1,5,

έφθασε λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές σε μια σχέση 1:2,5 και έτσι κατεγράφη

στις εκλογές. Με άλλα λόγια, η Ν.Δ. για κάθε έναν ψηφοφόρο που έχασε προς το

ΠΑΣΟΚ, κέρδισε τελικά δυόμισι.

Η δεύτερη μεγάλη δεξαμενή ψήφων για τη Ν.Δ. υπήρξε η Πολιτική Άνοιξη. Ήδη από

τον Δεκέμβριο του 1999 και στις έρευνες που διεξάγονταν τόσο πανελλαδικά όσο

και σε συγκεκριμένες εκλογικές περιφέρειες, φαινόταν ότι το 50% περίπου της

ΠΟΛ.ΑΝ. θα κατευθυνθεί προς τη Ν.Δ. Η μη συμμετοχή του κόμματος στις εκλογές

αύξησε το ποσοστό αυτό, το οποίο, αφού κυμάνθηκε σε ποσοστά από 70-85% στις

προεκλογικές έρευνες, κατεγράφη στις εκλογές περίπου στο 66%.

Η Αριστερά

Οι ψηφοφόροι των κομμάτων της Αριστεράς ήταν αυτοί που έδωσαν τελικά τη νίκη

στο ΠΑΣΟΚ. Οι χαμηλές τους συσπειρώσεις σε σχέση με το 1996 ήταν κάτι που

φαινόταν καθαρά ήδη από τον Δεκέμβριο. Μάλιστα, το εντυπωσιακό στοιχείο δεν

ήταν τόσο τα ποσοστά συσπείρωσης του ΣΥΝ ή του ΔΗΚΚΙ όσο του ΚΚΕ, το οποίο

στην αρχή της προεκλογικής περιόδου εμφάνισε ποσοστό συνοχής περί το 79-80%,

για να καταγραφεί τελικά την ημέρα των εκλογών στο 84% περίπου.

Η συσπείρωση του ΣΥΝ πέρασε από το 60% στην αρχή της προεκλογικής περιόδου,

στο 65% λίγες ημέρες προ των εκλογών, για να καταγραφεί τελικά στο 58,7%.

Αντίστοιχα και το ΔΗΚΚΙ, παρά το γεγονός ότι φάνηκε προς στιγμήν ότι θα

μπορούσε να συγκρατήσει ένα ικανό μέρος των δυνάμεών του, κατέγραψε στην κάλπη

ποσοστό συσπείρωσης μόλις 53%. Αντίστροφα, οι διαρροές των κομμάτων της

Αριστεράς προς το ΠΑΣΟΚ διατηρήθηκαν σταθερές καθ’ όλη τη διάρκεια της

προεκλογικής περιόδου, εμφανιζόμενες ιδιαίτερα ενισχυμένες μάλιστα στην ίδια

την κάλπη. Αν στο στοιχείο αυτό συνυπολογιστεί ότι από τα κόμματα αυτά οι

μετακινήσεις και προς τη Ν.Δ. δεν ήταν διόλου αμελητέες (προβλεφθείσες

περισσότερο στην περίπτωση του ΔΗΚΚΙ), προκύπτει το μικρό ποσοστό που τελικώς

κατέγραψαν.

Ο Χριστόφορος Βερναρδάκης είναι πολιτικός επιστήμονας και πρόεδρος του

Ινστιτούτου V-PRC.