Είναι γεγονός ότι το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα, από τη Μεταπολίτευση

και εντεύθεν, έχει περάσει από διάφορες φάσεις και περιόδους. Και αν ανατρέξει

κανείς σε αυτές, θα δει, μέσα από τις διάφορες νομοθετικές παρεμβάσεις,

αποτυπωμένες μια σειρά από παραμέτρους που καταγράφουν και τον συσχετισμό των

πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που κυριαρχούσαν κάθε περίοδο, κάθε εποχή.

Όλες όμως αυτές οι περίοδοι είχαν έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή: χάριν των

υψηλότερων στόχων έχουν σημειωθεί οι πιο εκκωφαντικές ήττες και καταστροφικές

αποτυχίες!

* Η περίοδος της λεγόμενης «αποχουντοποίησης» ήταν σε αρμονία με το γενικότερο

πνεύμα της εποχής και κατάφερε μεν να απαλλάξει τα εκπαιδευτικά ιδρύματα από

το γενικότερο σύστημα που είχε επιβάλει η επτάχρονη δικτατορία, μαζί με αυτό

όμως πετάχτηκαν θεσμοί και πρόσωπα που δεν έπρεπε, και αυτό κόστισε στην

εκπαίδευση.

* Η περίοδος των «κινητοποιήσεων» που ενεργοποίησε πολλές χιλιάδες μέλη της

εκπαιδευτικής κοινότητας και κατάφερε να ακυρώσει νομοθετικές παρεμβάσεις,

καμιά φορά ακραία συντηρητικού περιεχομένου, παγιοποίησε όμως και μια

διαφορετική αντίληψη για τη δημιουργία συνθηκών διεκδίκησης που ανάγκασε

πολλούς από τους καθοδηγητές της να κάνουν αρκετά χρόνια αργότερα δημόσια

αυτοκριτική.

* Η περίοδος της «αποεντατικοποίησης» έφερε μεν το εκπαιδευτικό σύστημα πιο

κοντά στα αιτήματα του μαθητικού, σπουδαστικού και φοιτητικού κινήματος,

επέφερε όμως και μια γενικότερη χαλάρωση στις σπουδές σε μία πολύ κρίσιμη

περίοδο, με αποτέλεσμα να λειτουργεί σαν «ντόμινο» ακόμα και σήμερα.

* Η περίοδος τέλος του «εκδημοκρατισμού» έδωσε στην εκπαίδευση όργανα με

ουσιαστική υπόσταση και ενεργοποίησε διαδικασίες που ισχυροποίησαν τη

συμμετοχική βάση, παράλληλα όμως επεξέτειναν τον κομματισμό και στάθηκαν

τροχοπέδη στην παραπέρα εξέλιξη του συστήματος γενικότερα.

Την ίδια ώρα ήταν περίπου «αναγκαίο» σχεδόν κάθε υπουργός να κάνει και τη δική

του μεταρρύθμιση, θεωρώντας προφανώς ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν προς

το καλύτερο.

Τελικά τι έμεινε από όλα αυτά; Όλα δηλαδή αυτά τα χρόνια σε τελική ανάλυση πού

είμαστε;

Σύμφωνα με έρευνα του World Economic Forum του International Institute for

Management and Development ανάμεσα σε 47 χώρες η Ελλάδα κατετάγη:

* 33η όσον αφορά το επίπεδο μόρφωσης των κατοίκων της,

* 32η όσον αφορά τις κατά κεφαλήν δαπάνες για την παιδεία,

* 41η όσον αφορά το κατά πόσον τα Πανεπιστήμια ανταποκρίνονται στις ανάγκες

της κοινωνίας,

* 31η όσον αφορά τον αριθμό συνδέσεων με το Internet ανά 1.000 κατοίκους

* 31η όσον αφορά τον αριθμό Η/Υ ανά 1.000 κατοίκους.

Ποιες χώρες είναι κάτω από μας;

Η Ινδονησία, η Βενεζουέλα, η Κολομβία, η Ινδία, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας

και οι Φιλιππίνες!

Όσα συνθήματα και αν λεχθούν, όσες ωραίες λέξεις και αν ειπωθούν ­ και

προεκλογικά θα λεχθούν πολλές ­ τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει την απογοητευτική

πραγματικότητα, ότι τόσα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση έχουμε μια εκπαίδευση

σύστημα:

* Αναποτελεσματική όσον αφορά τους στόχους της.

* Αναχρονιστική, όσον αφορά την ικανότητά της να ανταποκριθεί σε σύγχρονα

δεδομένα.

* Αναξιοκρατική στις μεθόδους αξιολόγησης του προσωπικού της.

* Άδικη για τους μαθητές της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.

Το ερώτημα, λοιπόν, στις ημέρες μας έρχεται και επανέρχεται:

Τι θα γίνει τελικά με την εκπαίδευση; Θα υπάρξουν ουσιώδεις λύσεις ή, αν

εκλεγεί η Νέα Δημοκρατία, μαθητές, φοιτητές, εκπαιδευτικοί και γονείς «θα φάνε

άλλη μια μεταρρύθμιση στο κεφάλι»;

Η αλήθεια είναι ότι είκοσι πέντε χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση, και έπειτα από

όλες αυτές τις εναλλαγές, η ελληνική κοινωνία είναι περισσότερο παρά ποτέ

ώριμη να συζητήσει τα ουσιαστικά προβλήματα της εκπαίδευσης απαλλαγμένη από

αγκυλώσεις του παρελθόντος.

Πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι μέσα από τα κείμενα θέσεων των

περισσότερων συνδικαλιστικών φορέων της εκπαιδευτικής κοινότητας φαίνεται ότι

υπάρχει σημαντικότατο πεδίο όχι απλώς συμφωνίας, αλλά δημιουργικής συνεργασίας

σε συγκεκριμένους στόχους με τη Ν.Δ. Το ίδιο ισχύει για τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ.

Όπως, επίσης, συσχέτισης των αρχικών απόψεων της Ν.Δ. και των απόψεων των

υπολοίπων κομμάτων της αντιπολίτευσης ­ σε ορισμένα κρίσιμα ζητήματα είναι

αρκετά υψηλός.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι η θέση της Νέας Δημοκρατίας για καθαρό, ουσιώδη και

θεσμοθετημένο Εθνικό Διάλογο με προοπτική εικοσαετίας είναι όχι απλώς πολιτικά

επιβεβλημένη, αλλά και πραγματοποιήσιμη.

Άλλωστε στον χώρο της εκπαίδευσης οι αιφνιδιασμοί, οι πονηριές και οι

πρακτικές στιλ «τσαμπουκά» είναι πέρα και έξω από κάθε λογική. Ενδιαφέρον έχει

ο εκσυγχρονισμός και η αποτελεσματικότητα που μπορεί να προκύψει μόνο μέσα από

διαδικασίες συναίνεσης και συμμετοχής όλων.

Και αν ήθελε κανείς να χαρακτηρίσει σημειολογικά την περίοδο που θα

ακολουθήσει στην εκπαίδευση με κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας, θα μπορούσε να πει

ότι θα είναι «περίοδος ευρύτατης συναίνεσης».

Ο Γιώργος Α. Βουλγαράκης είναι βουλευτής Α’ Αθηνών, τομεάρχης Παιδείας και

Πολιτισμού της Ν.Δ.