Ο Θανάσης Λιακόπουλος, που τόσο πρόωρα και ξαφνικά άνοιξε την πόρτα του

ουρανού και έφυγε, υπήρξε σημαντική παρουσία στη νομική θεωρία και βοήθησε

αποφασιστικά στην ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του εμπορικού δικαίου και

γενικότερα στη διάπλαση του δικαίου των συναλλαγών, σε μια εποχή μεγάλων και

ουσιαστικών μεταβολών στον τομέα αυτό.

Όμως η ακριβή συμβολή του είναι αυτή του στοχαστή: πέρα από την αναγωγή των

απόψεών του στις βασικές αρχές του δικαίου και στο σύστημα των θεμελιωδών

δικαιωμάτων, ο λόγος του διαπνέεται από έναν βαθύ και μαχόμενο ανθρωπισμό, από

τη δίψα της προσωπικής και κοινωνικής απελευθέρωσης, από τις αξίες που

καθιστούν την πρόσκαιρη ζωή μας βιώσιμη.

Η ενασχόλησή του με τις ρυθμίσεις των παραγωγικών σχέσεων και τις ιεραρχήσεις

που επιβάλλει η άρχουσα ιδεολογία, του εξασφάλιζε στέρεο έδαφος για την

υπεράσπιση του κοινωνικού θετικισμού και της σχετικής αυτονομίας του δικαίου,

που λειτουργεί πολλές φορές ως «αντι-ιδεολογία» και ως συντελεστής διαμόρφωσης

των κοινωνικοοικονομικών διαδικασιών. Όπως υποστήριζε στο κλασικό δοκίμιό του

«Δίκαιο και Οικονομία» «η σχέση του δικαίου με την πραγματικότητα είναι μια

σχέση εντάσεως, με αποτέλεσμα το νόημά του να κερδίζεται μέσα και από αυτή την

ένταση».

Τώρα η λαλέουσα πηγή σώπασε. Αναφερόμαστε πια στον Θανάση Λιακόπουλο ως εστία

φωτός, από αυτές που μας επιτρέπουν να προχωρήσουμε στην ομίχλη τόσων ελπίδων

και τέτοιων διαψεύσεων, πολλώ κατακτήσεων και ανατροπών, αφήνοντας πίσω

πράγματα και ιδέες και πρόσωπα, βεβαιότητες και απορρίψεις.

Όμως σήμερα αυτή η σκέψη της διαρκούς συνάντησής μας με τις παρακαταθήκες

αυτού του ακάματου ερευνητή, του υπεύθυνου και ασυμβίβαστου συντρόφου μας, δεν

μας παρηγορεί.

Μας λείπει η ζεστασιά της φιγούρας του, οι καθημερινές εκρήξεις ενός

χαριτωμένου πνεύματος, η υπόσχεση, που συχνά δεν πραγματοποιείται, «να τα

πούμε ένα βράδυ». Όμως ήρθε τόσο γρήγορα το βράδυ του τελευταίου

αποχαιρετισμού.

Θανάση, ξέρω, μένουν ακόμα σπουδαία πράγματα να ειπωθούν και να γίνουν. Όμως

χωρίς εσένα. Κι αυτό, δάσκαλε του δικαίου, είναι στ’ αλήθεια άδικο.