Ακεφιές και εκνευρισμός, «αχ-βαχ» και καρδιοχτύπι και αναστεναγμοί – σύννεφο,
μα ένας χριστιανός που να μην έχει το μυαλό του στο Χρηματιστήριο δεν
βρίσκεται; Η καλή μου, η αγαπημένη Ρ (ονόματα δεν λέμε, υπολήψεις δεν
θίγουμε…) έχασε ένα βράδυ τον ύπνο της, η Ν και η Τ μετρούν απώλειες από το
«χαρτο-φυλάκιο», ο Α κάνει προσπάθειες να ευθυμήσουμε, ο Δ ξεφυσάει και
εκτονώνεται, με το γνωστό στο γραφείο «γλωσσάρι» του, έρμα γέλια κάνουμε.
Κι εγώ, η άσχετη των ασχέτων, που την αποϋλοποίηση ώσπου να τη μάθω την
έλεγα… εξαΰλωση, νιώθω έναν κόμπο στο στομάχι, δεν καταλαβαίνω τίποτα. Ούτε
πώς γίνεται οι μέχρι πρότινος παίκτες έτσι τους ήξερα του Χρηματιστηρίου
να έχουν μετονομαστεί σε επενδυτές ούτε πώς μπορεί να θεωρείται εγκλωβισμένος
κάποιος που ποντάριζε σε περισσότερα κέρδη και έχασε και τα αυγά και τα
πασχάλια…
Η μάνα μου θυμόταν πως στα δικά της μικράτα άκουγε ιστορίες για οικονομική
καταστροφή κάποιων που έπαιζαν στο Καζίνο, για περιουσίες που χάθηκαν,
οικογένειες που βρέθηκαν στην ψάθα «κακό πράγμα το πάθος του τζόγου», έλεγε,
«δεν ξέρεις πού να σταματήσεις». Πού πήγαν, λοιπόν, όσοι πήγαν, ξυπόλητοι στ’
αγκάθια; Ήταν η ζάλη του περασμένου καλοκαιριού; Και τώρα η στερνή γνώση πως
στον τζόγο δεν είναι πάντα καλοκαίρι;