«Πήγα σε μάγισσες, σε χαρτορίχτρες…». Δεν έχω πάει, αν και θα ‘θελα, από

περιέργεια, όχι όμως και να δώσω χιλιάρικα. Έτσι, για το περιβάλλον, για τα…

τελετουργικά του κόψιμου της τράπουλας, που λένε, για το τραπεζάκι με τα

διάφορα «μαγικά», τέλος πάντων για να κάνω χάζι με το φλιτζάνι του καφέ ή ό,τι

άλλο. Μικρή κρυφάκουγα πολλά και διάφορα που σιγοψιθύριζαν γειτόνισσες με

δέος, για βοτάνια και μαντζούνια, για τούφες μαλλιών, για κομματάκια από

μαντίλια και… κορδόνια παπουτσιών! Για να λυθούν «τα μάγια» και να γυρίσει

ο… ξελογιασμένος στο σπίτι του. Δεν καταλάβαινα. Ούτε καν γιατί έπρεπε να

γυρίσει ο… φευγάτος.

Όμοια δεν το κατάλαβα και μεγαλώνοντας, αλλά τι σημασία έχει.

Αυτό που μετρά είναι πως και την σήμερον «μάγισσες και χαρτορίχτρες»

σταδιοδρομούν με πελατεία πρόθυμη να καταβάλει και εκατοντάδες χιλιάδες

δραχμές ­ ακόμη και εκατομμύρια ­ για να «δέσει» ή να «λύσει» μάγια. Υπάρχει

τόσος κόσμος αφελής; Ή μήπως και αφελής και απελπισμένος; Και πόσο

απελπισμένος; Τόσο που να εναποθέτει την πάσα ελπίδα του σε… τρίχες και

τριχιές;

Και είναι η ευγλωττία και η πειθώ της «μάγισσας» που ξεγελούν ή μήπως η

επιθυμία του απραγματοποίητου που τυφλώνει;

Όμοια όπως κάποτε κάποιες μεγαλοκοπέλες που έσπευδαν να προικίζουν έναν

«μνηστήρα» – απατεώνα με την προσδοκία ­ άλλη ιστορία αυτή ­ της «αποκατάστασης».