Για τρεις κακουργηματικές πράξεις ­ απάτη, υπεξαίρεση στην υπηρεσία και

ηθική αυτουργία σε ψευδή βεβαίωση ­, τις οποίες φέρεται ότι τέλεσε με την

ιδιότητα του διευθυντή της Οικονομικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος,

παραπέμπεται να δικαστεί ο Επίσκοπος Κερνίτσης Λεόντιος, σύμφωνα με βούλευμα

του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.

Επίσκοπος Κερνίτσης. Παραπέμπεται για τρεις κακουργηματικές πράξεις, σύμφωνα

με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών

Το ίδιο βούλευμα απαλλάσσει από κάθε κατηγορία τον Μητροπολίτη Θηβών Ιερώνυμο,

του οποίου το όνομα είχε εμπλακεί αρχικά στην υπόθεση και ιδιαίτερα προ της

εκλογής για την ανάδειξη του νέου Αρχιεπισκόπου.

Τα αδικήματα αφορούν κατ’ αρχήν την ανάθεση έργων αναστήλωσης και επέκτασης

ελληνικών μονών και εκκλησιών στην εταιρεία Οδυσσέας Κοσμάτος και Σία Ε.Ε., με

ειδικότερο όρο την υποχρέωση της εργολήπτριας εταιρείας να εξασφαλίσει με δικά

της μέσα τη χρηματοδότηση των έργων από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το γεγονός ότι η

εταιρεία του κ. Κοσμάτου, όπως επισημαίνεται στο υπ’ αριθμ. 365/2000 βούλευμα

του Συμβουλίου Εφετών, δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για την ανάληψη του

συγκεκριμένου έργου, αλλά και το ότι η ανάθεση δεν ήταν νόμιμη ­ με συνέπεια

την ακυρότητα των συμβάσεων ­, δεν γνωστοποιήθηκε στους εκπροσώπους των

εκκλησιαστικών ιδρυμάτων που συνήψαν τις επιμέρους συμβάσεις με την εταιρεία.

Συγχρόνως, επειδή ακριβώς η εν λόγω εταιρεία δεν είχε τη δυνατότητα

εξασφάλισης της χρηματοδότησης των έργων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο κ.

Λεόντιος ­ σύμφωνα πάντα με το παραπεμπτικό βούλευμα ­ παραπλανώντας τους

αρμόδιους υπουργούς με έγγραφο που υπέγραφε ο ίδιος πέτυχε να ενταχθεί το έργο

στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων με δαπάνη 4 δισ. δρχ. Από το ποσό αυτό,

πιστώθηκε ο σχετικός λογαριασμός με 2,7 δισ. δρχ., που αφορά τη ζημία την

οποία υπέστη το ελληνικό Δημόσιο.

Η ζημία που υπέστη η Εκκλησία της Ελλάδος ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 570

εκατομμυρίων δραχμών περίπου, που διατέθηκαν στην εταιρεία του κ. Κοσμάτου, σε

μελέτες και στην εκτέλεση άλλων έργων χωρίς νόμιμα παραστατικά, ενώ απειλήθηκε

ζημία δισεκατομμυρίων δραχμών.

Συγκατηγορούμενος του επισκόπου Κερνίτσης στο αδίκημα της απάτης κατ’

επάγγελμα, κατά συνήθεια και κατ’ εξακολούθηση είναι ο επιχειρηματίας Οδ.

Κοσμάτος. Εξάλλου ο κ. Λεόντιος κατηγορείται παράλληλα για την υπεξαίρεση του

ποσού των 570 εκατ. δραχμών, τα οποία σύμφωνα με το βούλευμα ιδιοποιήθηκε για

την «εξυπηρέτηση δικών του ιδιοτελών σκοπών».

Η κατηγορία της ψευδούς βεβαιώσεως σε βαθμό κακουργήματος που αντιμετωπίζει ο

επίσκοπος Διαυλείας Δαμασκηνός Καρπαθάκης ­ για ηθική αυτουργία στο οποίο

παραπέμπεται ο κ. Λεόντιος ­ αφορά τη σύνταξη αποσπάσματος πρακτικών της ΙΖ’

συνεδρίασης της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, όπου ανέφερε «εν γνώσει του ψευδώς»

ότι αποφασίστηκε η σύσταση Επιτροπής Παρακολουθήσεως και Διαχειρίσεως

Αναπτυξιακών Έργων της Εκκλησίας της Ελλάδος, με πρόεδρο τον επίσκοπο

Κερνίτσης και μέλη τους αρχιμανδρίτες Βαρνάβα Τύρη, Αντώνιο Αβραμιώτη,

Σεραφείμ Ρίβιο καθώς και τον επιχειρηματία Οδ. Κοσμάτο και τον φυσικοθεραπευτή

Κων. Πασιαλή.

Το αληθές, όπως τονίζεται στο βούλευμα, είναι ότι ουδέποτε ελήφθη παρόμοια

απόφαση. Προστίθεται, εξάλλου, πως η πράξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα να

αποκτήσει νομιμοφάνεια η επιτροπή και να τελεστούν και τα άλλα αδικήματα. Οι

τρεις αρχιμανδρίτες και ο Κ. Πασιαλής παραπέμπονται να δικαστούν για άμεση

συνέργεια στην απάτη και την υπεξαίρεση λόγω της συμμετοχής τους στην εν λόγω

επιτροπή.

Τέλος, το ίδιο βούλευμα, με το οποίο παραπέμπονται όλοι οι προαναφερόμενοι να

δικαστούν στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, απαλλάσσει τους κατηγορουμένους

από την κατηγορία της πλαστογραφίας, καθώς και τους Μητροπολίτες Θηβών

Ιερώνυμο και Καισαριανής Γεώργιο από την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας στην

απάτη, την υπεξαίρεση και την πλαστογραφία.

Κύκλοι προσκείμενοι στους κατηγορουμένους διερωτώνται πώς το δικαστικό

συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη έγγραφα της δικογραφίας που ανατρέπουν πλήρως όλες

τις κατηγορίες, όπως την κατάθεση του τότε αναπληρωτή υπουργού Εθνικής

Οικονομίας κ. Γ. Ρωμαίου που ενέκρινε τη χρηματοδότηση του έργου, αλλά και

πρακτικά της Ιεράς Συνόδου, με τα οποία αποδεικνύεται η νόμιμη σύσταση της επιτροπής.