Δεν ξέρω πολλούς που να μην τους αρέσουν οι κολακείες και που να μη θέλουν ­

αν δεν έχουν… ­ «αυλή».

Πολύ λιγότερο όταν κάθονται σε ψηλές «καρέκλες» ­ ακόμη και σε «σκαμνιά».

Αυτοί οι λίγοι, οι ελάχιστοι, είναι «οι δικοί μου».

Που έτσι και τους κάνεις φιλοφρόνηση, αισθάνονται αμήχανα ­ και ας την

αξίζουν. Που έτσι και τους εκφράσεις θαυμασμό, στενοχωριούνται ­ και ας είναι

αξιοθαύμαστοι. Που δεν κάνουν πως τα ξέρουν όλα και που αν ξέρουν πολλά,

θέλουν να μάθουν περισσότερα. Που θεωρούν την προσήνεια αυτονόητη ­ τόσο

περισσότερο, όσο ψηλότερα βρίσκονται.

Που στέκονται ίσιοι, δίχως έπαρση μα με αξιοπρέπεια, και χαμηλώνουν όχι

μπροστά στους «υψηλότερους» αλλά στους πιο χαμηλούς.

Γι’ αυτό χαιρόμουν τις προάλλες που ο Κωστής Στεφανόπουλος μνημόνευσε ­ και

ήταν ο μόνος ­ όλους τους ανώνυμους που δούλεψαν για το Μετρό.

Γι’ αυτό χάρηκα που παραμονή της θριαμβευτικής επανεκλογής του αδιαφόρησε για

εκείνα τα «γαβγίσματα» που τα κανάλια ­ μη και χάσουν… ­ έδειχναν και

ξανάδειχναν.

Είναι «δικός μου» και για τούτα και για τα άλλα ­ προπάντων για ένα αίσθημα

υπερηφάνειας και δικαιοσύνης που σπανίζει. Και όταν βλέπω να μοιράζεται λίγες

ώρες ξένοιαστες με τα παιδιά και τα εγγόνια του, σκέφτομαι ­ έτσι μ’ αρέσει να

σκέφτομαι ­ πως τίποτε αλλιώτικο δεν έχει από όποιον πατέρα και παππού νιώθει

ζεστασιά στη φαμίλια του. Και ίσως γι’ αυτό, ακόμα πιο πολύ «τον πάω».