Η επικείμενη ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ είναι θετική εξέλιξη, εάν

εκτιμάται πως ενισχύει τη θέση, τον ρόλο και τις δυνατότητες της Ελλάδας στην

Ευρώπη και διεθνώς. Η ΟΝΕ συναρτάται, κατά κύριο λόγο, με τη σχέση οφέλους –

ζημίας στην οικονομία, τις συνέπειες στη διπλωματία μας και τις επιπτώσεις

στην εθνική ασφάλεια και τη διεθνή θέση της Ελλάδας.

Η ιεράρχηση του θέματος αυτού στην κλίμακα των εθνικών προτεραιοτήτων

εξαρτάται από τις απαντήσεις που δίνονται σ’ έναν αριθμό κρισίμων ερωτημάτων,

που αφορούν τη συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα: είναι η ένταξη στην ΟΝΕ

στρατηγική ή τακτική επιλογή; Είναι μείζον εθνικό ζήτημα ή δευτερευούσης

σημασίας ζήτημα; Είναι μέσον ή σκοπός; Πώς σχετίζεται με άλλα ζητήματα και

ιδιαίτερα την εθνική ασφάλεια; Είναι «εθνικό όραμα»; κ.λπ.

Ορθές εκτιμήσεις απαιτούν κατανόηση του ρόλου της ΟΝΕ στη διαδικασία

ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν συμφέρει την Ελλάδα η

ένταξη στην ΟΝΕ, είναι εντούτοις χρήσιμο να ληφθεί υπόψη πως η υιοθέτηση αυτής

της πολιτικής σηματοδότησε τη δρομολόγηση επιλογών που αλλάζουν τη μορφή και

τον χαρακτήρα της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης: υπερίσχυση των

διακυβερνητικών οργάνων, κατακερματισμό σε πολλές κατηγορίες συμμετοχής,

μεγάλο δημοκρατικό έλλειμμα, σχεδόν πλήρη επικράτηση της Ατλαντικής Συμμαχίας

στο στρατηγικό επίπεδο, εγωιστικές στάσεις των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων και

βήματα προς διεύρυνση εις βάρος της εμβάθυνσης.

Αυτές οι εξελίξεις αλλάζουν σταδιακά τον χαρακτήρα της διαδικασίας της

ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, με τρόπο που προσεγγίζει τον χαρακτήρα του υπόλοιπου

άναρχου διεθνούς συστήματος. Πιο συγκεκριμένα, η αρχή της αυτοβοήθειας

υπερισχύει, ενώ υποβαθμίζεται η αλληλεγγύη και ο κοινοτισμός. Οι

εξισορροπητικές ενέργειες, εξάλλου, είναι ολοένα και πιο συχνές και οι

ανεξέλεγκτες στρατηγικές αντιπαραθέσεις δεν μπορούν πλέον να αποκλειστούν.

Ασφαλώς θα μπορούσε να υπογραμμιστεί πως έστω και αν η Ευρώπη μετασχηματίζεται

προς αυτή την κατεύθυνση, η Ελλάδα, ούτως ή άλλως, έχει συμφέρον να βελτιώσει

την ανταγωνιστικότητα τής οικονομίας της. Εκτός του ότι δεν μας τιμά αν

χρειαζόμαστε τον μπαμπούλα της ΟΝΕ για να κάνουμε αυτό που μας συμφέρει, αυτή

η θέση, αναμφίβολα λογική, επιβάλλεται να σταθμιστεί σε αναφορά με ορισμένους

άλλους παράγοντες και κριτήρια που θα μπορούσαν να προκαλέσουν όχι αλλαγή

πορείας, αλλά, ενδεχομένως, επανεκτίμηση των προσδοκιών, αντιλήψεων και

ιεραρχήσεων.

Πρωτίστως, η στερνή και ενίοτε αδιαφανής αλληλεξάρτηση, στο πλαίσιο μιας

Ευρώπης δομημένης στη βάση κριτηρίων ισχύος, θα περιορίζει το εύρος ελιγμών

και κυρίαρχων αποφάσεων σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι συμβαίνει στο υπόλοιπο

διεθνές σύστημα. Η αλληλεξάρτηση, όταν δεν πληρούνται ορισμένες πολιτικές

προϋποθέσεις, είναι ουσιαστικά εξάρτηση που βλάπτει τον λιγότερο ισχυρό. Ο

τελευταίος, ενώ είναι «κλειδωμένος» σε μια αρένα οικονομικού ανταγωνισμού, δεν

προστατεύεται επαρκώς είτε με τη δική του κυριαρχία (που έχει ήδη «εθελούσια»

εκχωρήσει) είτε από μια άλλη υπερεθνική ρυθμιστική εξουσία, που θα έπρεπε να

συνοδεύει επιλογές αυτής της εμβέλειας. Εάν δεν δημιουργηθούν γνήσιοι

δημοκρατικοί υπερεθνικοί θεσμοί, εάν διαιωνιστεί επί μακρόν η αμφιλεγόμενη

θεσμοπολιτική δομή των τελευταίων ετών και εάν η χώρα δεν αντέξει τον

ανταγωνισμό, το «κλείδωμα» στην ΟΝΕ θα μετατραπεί σε φυλακή χωρίς δυνατότητα

απόδρασης. Δηλαδή απαιτείται να εκτιμηθεί η θέση της χώρας υπό συνθήκες

μεγάλου οικονομικού ανταγωνισμού και δημοκρατικού ελλείμματος.

Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν πως η διαδικασία της ευρωπαϊκής

ολοκλήρωσης βρίσκεται σε τροχιά μετασχηματισμού, που ακυρώνει το αφετηριακό

όραμα της πολιτικής ένωσης. Κυρίως, πέραν πολλών άλλων πιθανών προβλημάτων και

σε αντίθεση με αυτό που ισχύει στο εσωτερικό κάθε δημοκρατικού και

ευνομούμενου κράτους, η ΟΝΕ, αλλά και άλλες παράλληλες εξελίξεις στην Ευρώπη,

ευνοούν τον ανεξέλεγκτο οικονομικό και πολιτικό ανταγωνισμό, χωρίς να

διασφαλίζεται ο εξισορροπητικός ρυθμιστικός ρόλος μιας δημοκρατικά εκλεγμένης

ευρωπαϊκής εξουσίας.

Είναι προφανές πως η μετά ΟΝΕ εποχή δεν θα είναι ανθόσπαρτη. Η προσήλωση στο

εθνικό συμφέρον και η απαλλαγή από αυταπάτες και ευσεβείς πόθους είναι

προϋπόθεση τόσο της εκμετάλλευσης των ευκαιριών όσο και της αντιμετώπισης των

προκλήσεων και των κινδύνων.

Ο Παναγιώτης Ήφαιστος είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικών

Σπουδών. Έδρα Jean Monnet, Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση.