Οι άνθρωποι που σημάδεψαν την κοινωνική και πνευματική ζωή του αιώνα που

φεύγει, όπως τους σκιαγραφούν ειδικοί συνεργάτες των «ΝΕΩΝ»

Εκπαιδευτικός και φιλόσοφος, μεταρρυθμιστής και επαναστάτης, ο Δημήτρης Γληνός

σημάδεψε την εποχή του και σημαδεύτηκε από αυτήν. Πρωτεργάτης, μαζί με τον

Αλέξανδρο Δελμούζο και τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη, των μεγάλων εκπαιδευτικών

μεταρρυθμίσεων που επιχειρήθηκαν στις δεκαετίες του 1910 και του 1920,

θεώρησε, από πολύ νωρίς, κάτω και από την επιρροή των σοσιαλιστικών ιδεών, ότι

η μεταρρύθμιση της Παιδείας αποτελεί συνάρτηση των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων

από τις οποίες είχε ανάγκη η ελληνική κοινωνία.

Θεώρησε, επίσης, για ένα μεγάλο διάστημα, πως ο βενιζελικός μεταρρυθμισμός

προσέφερε ένα επαρκές πλαίσιο για «την αναγέννηση της ελληνικής παιδείας». Οι

εμπαθείς και αποτελεσματικές αντιδράσεις που προκάλεσαν οι σχεδιασμοί των

εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων και που οδήγησαν άλλοτε σε συρρικνώσεις της

επιχειρούμενης προσπάθειας και άλλοτε ­ τρεις φορές μέσα σε δέκα χρόνια ­ στην

πλήρη ανατροπή του μεταρρυθμιστικού έργου και στον κατατρεγμό των

πρωταγωνιστών του, οδήγησαν τον Δ. Γληνό στη βεβαιότητα ότι ο ελληνικός

αστικός κόσμος και οι πολιτικές δυνάμεις που τον εξέφραζαν δεν ήταν σε θέση, ή

δεν ήθελαν, να πραγματοποιήσουν την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, ακόμη και όταν

την επαγγέλλονταν.

Με αυτή την αφετηρία προχώρησε σε μια διαρκώς σαφέστερη και δημόσια αποδοχή

των σοσιαλιστικών ιδεών και του μαρξισμού και αναδείχτηκε σε κεντρική μορφή

της ελληνικής μαρξιστικής σκέψης. Προσχώρησε στο Κομμουνιστικό Κόμμα και στα

τελευταία χρόνια της ζωής του έγινε μέλος της ηγεσίας του. Ο ίδιος, σε

αυτοβιογραφικά του κείμενα, έχει χαρακτηρίσει την πνευματική του διαδρομή ως

«μία πορεία προς τα αριστερά», μία «πορεία από τον Μιστριώτη στον Λένιν».

Ο Δημήτρης Γληνός γεννήθηκε στη Σμύρνη, το 1882, από πατέρα ανδριώτικης

καταγωγής. Η οικογένειά του ήταν φτωχή και πολύτεκνη και ο μικρός Δημήτρης

αναγκάστηκε πολλές φορές να διακόψει τη φοίτησή του στην Ευαγγελική Σχολή (και

αργότερα, στο Πανεπιστήμιο) για να δουλέψει.

Ολοκλήρωσε τις πανεπιστημιακές του σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή του

Πανεπιστημίου Αθηνών το 1905.

Φοιτητής, το 1901, έλαβε μέρος στα «Ευαγγελικά», μαζί με τον Μ.

Τριανταφυλλίδη, στο πλευρό των «γλωσσαμυντόρων» και του Γ. Μιστριώτη. Γρήγορα,

όμως, τον κέρδισαν οι ιδέες του μαχητικού δημοτικισμού και του Ψυχάρη, ενώ

παράλληλα έλκονταν από τις νεοφανέρωτες θεωρίες του εκπαιδευτικού

δημοτικισμού. Το 1904 έγινε μέλος του δημοτικιστικού σωματείου «Εθνική

Γλώσσα».

Τους προσανατολισμούς αυτούς εκφράζει καλά η εκπαιδευτική εργασία του σε

σχολεία περιοχών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: το 1901 στον Κασαμπά και το

1903-1904 στη Λήμνο, όταν για οικονομικούς λόγους αναγκάστηκε να διακόψει τις

σπουδές του στο Πανεπιστήμιο και, μετά την αποφοίτησή του, στα Βουρλά

(1905-1906) και στη Σμύρνη (1906-1908). Παρουσίασε, τότε, ένα πλήρες

εκπαιδευτικό πρόγραμμα, εμπνευσμένο από τις αρχές του εκπαιδευτικού

δημοτικισμού και στο πρόγραμμα αυτό εστήριξε τη διδασκαλία του.

Στη Σμύρνη ο δημοτικισμός του, η συνεργασία του με το «Νουμά», οι σχέσεις του

με τον Ψυχάρη και οι νεωτερικές ιδέες που αναπτύσσει δημόσια προκαλούν

σκάνδαλο και αντιδράσεις που τον εξαναγκάζουν σε οδυνηρές αναδιπλώσεις και σε

επαγγελματικό αδιέξοδο. Το 1908 παντρεύτηκε την Άννα Χρόνη και, με την

οικονομική ενίσχυση του πεθερού του, μπόρεσε να πάει στη Γερμανία, για

μεταπτυχιακές σπουδές. Στην Ιένα και τη Λειψία παρακολούθησε μαθήματα

φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας, παιδαγωγικής και πειραματικής φιλοσοφίας, με

καθηγητές όπως ο Eucken, ο Rein, o Natorp και ο Wundt. Τότε συνέταξε και την

πρώτη μεγάλη μελέτη του για την Ηθική Φιλοσοφία του Πλάτωνα.

Στην Ιένα συνδέθηκε με τον Γ. Σκληρό, τον «πρώτο» συστηματικό εκπρόσωπο της

μαρξιστικής θεωρίας στην Ελλάδα και ίδρυσε τη «Φιλική Προοδευτική Ένωση»,

σύλλογο φοιτητών με σοσιαλιστικές κατευθύνσεις. Το 1909 δημοσίευσε τη μελέτη

του για την «τουρκική μεταπολίτευση», την οποία ο ίδιος θεωρούσε ως πρώτη του

εργασία γραμμένη «με μαρξιστική μέθοδο».

Στο κέντρο ο Δ. Γληνός με συνεργάτες του στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης

Οι ελπίδες και οι νέες κινητικότητες που προκάλεσαν οι «ανορθωτικές» κινήσεις

(Γουδί, έλευση του Ελ. Βενιζέλου, αλλά και η ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου)

συνεπαίρνουν τον Δ. Γληνό. Μαζί με τον Μ. Τριανταφυλλίδη, άρχισε να γράφει,

τότε (1910), μια λαϊκή κατήχηση, που δεν ολοκληρώθηκε, τον «Δρόμο της νέας

ζωής», ένα έργο το οποίο θα έδειχνε «τις αιτίες της νεοελληνικής καθυστέρησης

και το δρόμο για την ανάπλαση της ελληνικής κοινωνίας».

Το 1911 οικονομικοί λόγοι τον ανάγκασαν να διακόψει τις σπουδές του στη

Γερμανία. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε στο Αρσάκειο και στο Α’

Γυμνάσιο· λίγο αργότερα διορίστηκε διευθυντής του Διδασκαλείου Μέσης

Εκπαιδεύσεως, το οποίο επιχείρησε να διαμορφώσει σε πειραματικό κέντρο

καθηγητών που θα υπηρετούσαν την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Από την εποχή

εκείνη και έως το 1926, ο Δ. Γληνός θα αναδειχτεί σε κεντρική μορφή των

εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων. Μαζί με τον Αλέξανδρο Δελμούζο και τον Μανόλη

Τριανταφυλλίδη (η «τριανδρία» της γλωσσοεκπαιδευτικής μεταρρύθμισης) θα

αποδυθεί στο σισύφειο έργο. Με επίκεντρο τον Εκπαιδευτικό Όμιλο και το

Διδασκαλείο, ο Γληνός θα επωμισθεί το κύριο βάρος της προσπάθειας: πνεύμα

οργανωτικό και με επιτελικές ικανότητες και προικισμένος, επιπλέον, με

εντυπωσιακά αποθέματα εργατικότητας, θα είναι εκείνος που θα συντάξει τα

μεγάλα κείμενα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, καλύπτοντας το σύνολο και τα

επιμέρους. Η προσωπική του ακτινοβολία και οι ρητορικές του ικανότητες

συντέλεσαν, και αυτές, στη διεύρυνση των αποτελεσμάτων του έργου στο οποίο

είχε αφιερωθεί.

Ο Δ. Γληνός με μαθήτριές του στο Αρσάκειο (1911)

Οι αντιδράσεις δεν έλειψαν τόσο από την πλευρά εκείνων που καταπολέμησαν ή

υπονόμευσαν τη μεταρρύθμιση όσο και από εκείνους που, όπως ο Ψυχάρης, θεώρησαν

ότι τα βήματα ήταν αργά και τα μέτρα που προτείνονταν δεν ανταποκρίνονταν στις

προσδοκίες. Ο Γληνός συγκράτησε το διπλό μάθημα, προχώρησε, όμως, με τους

τρόπους που ο ίδιος εθεώρησε ότι μπορούσε να είναι αποτελεσματικοί.

Από το 1913 έως το 1925 εμφανίζεται ως ο κύριος συντάκτης και οργανωτής των

εκπαιδευτικών και των γλωσσικών μεταρρυθμίσεων. Το 1913 συντάσσει (και

στηρίζει με μαχητική αρθρογραφία σε εφημερίδες της εποχής) τις εισηγητικές

εκθέσεις και τα νομοσχέδια για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στα οποία η

κυβέρνηση Βενιζέλου στήριξε τη μεταρρύθμιση του 1913-1914. Το 1917, ως

πρόεδρος του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου της Επαναστατικής κυβέρνησης της

Θεσσαλονίκης, εργάστηκε για τη μεταρρύθμιση στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση: τότε

θεσπίστηκε, για πρώτη φορά, η υποχρεωτική χρήση της δημοτικής γλώσσας στο

δημοτικό σχολείο. Το 1918-1920 συνέταξε την έκθεση για την εκκαθάριση του

Πανεπιστημίου από τα συντηρητικά και αντιβενιζελικά στοιχεία και επιχείρησε,

από τη θέση του γενικού γραμματέα του υπουργείου Παιδείας και του προέδρου του

Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις στη δημοτική

εκπαίδευση και τη γλωσσική διδασκαλία. Καρποί των προσπαθειών αυτών υπήρξαν

και τα νέα αναγνωστικά «στην καθομιλουμένη γλώσσα». Από το 1922 και έως το

1925, όταν επανήλθε στο υπουργείο Παιδείας, επικέντρωσε την προσπάθειά του στη

δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Έχοντας συνειδητοποιήσει ότι ένας από τους

ανασταλτικούς παράγοντες που εμπόδιζαν την ευόδωση των μεταρρυθμίσεων ήταν,

μονίμως, οι αντιδράσεις των εκπαιδευτικών, μεθόδευσε και οργάνωσε το 1923-1924

την ίδρυση του Μαρασλείου (με διευθυντή τον Αλ. Δελμούζο) και της Παιδαγωγικής

Ακαδημίας, την οποία διηύθυνε ο ίδιος: φυτώρια για το μετασχηματισμό του

σώματος των εκπαιδευτικών, με πολύ θετικά αποτελέσματα.

Ο Δ. Γληνός με συνεργάτες και μαθητές του γύρω στα 1914

Όλες αυτές οι προσπάθειες δεν είχαν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Οι

παραδοσιακότητες της ελληνικής κοινωνίας λειτούργησαν σαν βαρίδια που

παρεμπόδιζαν, στους χώρους της παιδείας, και όχι μόνο σε αυτούς, την ανάκαμψη

και την απογείωση. Οι πολιτικές συγκυρίες, που εξέφραζαν, με τον ιδιότυπο

τρόπο τους, τις κρατούσες αρχαϊκότητες, έπαιξαν και αυτές το ρόλο τους. Η

μεταρρύθμιση του 1913-1914 εγκαταλείφθηκε, καθώς συνάντησε την αντίδραση ενός

σημαντικού τμήματος του βενιζελικού κόσμου. Το έργο του Διδασκαλείου Μέσης

Εκπαιδεύσεως διακόπηκε με τη σύλληψη και τη φυλάκιση του «μαλλιαρού» διευθυντή

του, του Δ. Γληνού, για «εξύβριση του βασιλέως». Η μεταρρύθμιση του 1919 και η

δημοτική στα δημοτικά σχολεία ανατράπηκαν από την παλινόρθωση του 1920, μέσα

σε ένα όργιο προπηλακισμών και διώξεων που συμπαρέσυραν τα πάντα και όπου οι

χαρακτηρισμοί «άθεοι», «ανθέλληνες» και «προδότες» ήταν στην ημερήσια διάταξη

(το 1919 ο πολύς Γεώργιος Χατζιδάκης είχε κατηγορήσει την «τριανδρία» των

μεταρρυθμιστών ως εθνικώς επικίνδυνα άτομα, τα οποία επιζητούν την κατάλυση

της θρησκείας, της γλώσσης, της οικογενείας και της πατρίδος). Οι τελευταίες

προσπάθειες, στο Μαράσλειο και την Παιδαγωγική Ακαδημία, ανατράπηκαν από τη

δικτατορία του Πάγκαλου. Ο Γληνός απολύθηκε «διά λόγους οικονομιών».

Στα ενδιάμεσα διαστήματα, στους χρόνους των παύσεων, των απολύσεων και των

διωγμών, ο Δημήτρης Γληνός δεν ανέστελλε τις δραστηριότητές του. Επιχειρούσε,

κάθε φορά, να διαμορφώσει πλαίσια και φορείς που θα του επέτρεπαν να

συγκρατήσει ή να ανασυγκροτήσει δυνάμεις που δεν ήθελε να τις αφήσει να

αποκαρδιώνονται και να περιθωριοποιούνται. Η ανασυγκρότηση και η λειτουργία

του Εκπαιδευτικού Ομίλου στα δύσκολα χρόνια 1920-1922 και το σχέδιο που

επεξεργάστηκε το 1920, για την άμεση ίδρυση, στην Αθήνα, ενός ελεύθερου

Πανεπιστημίου, το οποίο θα «αντιστάθμιζε τη σκοτιστική ενέργεια του κρατικού

πανεπιστημίου» αποτελούν πλευρές σημαντικές αυτών των ενεργειών. Το Ελεύθερο

Πανεπιστήμιο δεν μπόρεσε να λειτουργήσει, για λόγους οικονομικούς, στη θέση

του όμως λειτούργησε η πρωτοποριακή Ανωτέρα Γυναικεία Σχολή (1921), «ένα

φωτεινό σημείο μέσα στο μεσαιωνικό τούτο σκοτάδι», όπως έγραφε η Πηνελόπη

Δέλτα.

Εξόριστος στη Σαντορίνη (1938)

Όμως, όλες αυτές οι διαδοχικές ανατροπές οδήγησαν και σε αντίστοιχες

συνειδητοποιήσεις οι οποίες αποκρυσταλλώθηκαν στην τριετία 1925-1928,

επιταχύνοντας την «πορεία προς τα αριστερά». Ο Γληνός θεώρησε τότε πως όλα τα

περιθώρια για «ενέργεια στο πλαίσιο των κρατικών θεσμών» είχαν εξαντληθεί.

Λίγο νωρίτερα, το 1924, είχε αρνηθεί το διορισμό του, με ειδική διάταξη, ως

πρύτανη, για δέκα χρόνια, του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, του οποίου είχε

συντάξει τον οργανισμό, γιατί θεώρησε ότι η διδασκαλία του «δε θα χωρούσε» στα

υπάρχοντα πλαίσια.

Κέντρο των δραστηριοτήτων του θα γίνει, τότε, ο αναζωογονημένος, χάρη και στις

ενέργειές του, Εκπαιδευτικός Όμιλος. Παράλληλα, προχώρησε στην ίδρυση του

περιοδικού Αναγέννηση (1926), του πιο σημαντικού θεωρητικού περιοδικού

του Μεσοπολέμου, το οποίο απόκτησε, πολύ γρήγορα, σοσιαλιστικό προσανατολισμό

και έγινε πόλος συσπείρωσης σοσιαλιστών και μαρξιστών διανοουμένων.

Εργαστήρι ιδεών, κοινωνικού προβληματισμού και ιδεολογικών αντιπαραθέσεων, με

μια νέα σύνθεση στην οποία μεγάλη δύναμη έχουν αποκτήσει οι σοσιαλιστές και οι

κομμουνιστές, ο Εκπαιδευτικός Όμιλος ήταν ο χώρος μέσα στον οποίο ο Γληνός

διαμόρφωνε νέες συμμαχίες και προκάλεσε νέες συσπειρώσεις: διατύπωνε τα

συμπεράσματά του από την έως τότε πορεία και υπέδειξε τους νέους δρόμους:

«κάθε σημαντική κοινωνική μεταρρύθμιση, άρα και η εκπαιδευτική, γίνεται με

μέσο την πάλη των τάξεων. Η ελληνική αστική τάξη, όπως έδειξε η ως τώρα

πείρα… ή καταπολεμά άμεσα ή δεν επιδιώκει ειλικρινά μιαν ουσιαστική λαϊκή

μεταρρύθμιση». Συμπέρασμα: η μεταρρύθμιση δεν μπορεί να έχει «άλλο κοινωνικό

φορέα και πρόμαχο» παρά τις «αδικημένες» κοινωνικές τάξεις, που μέσα από τους

αγώνες τους αναγκάζουν «και την άρχουσα τάξη να βελτιώνει τους θεσμούς της».

Αυτά γράφονται και λέγονται το 1927. Δυο χρόνια αργότερα, το 1929, θα

προχωρήσει ακόμη περισσότερο: τα προβλήματα, γράφει, θα λυθούν με τον

σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας ο οποίος θα πραγματοποιηθεί με κύριο

φορέα την εργατική τάξη.

Ατομικό χρονολόγιο, διά χειρός του

Οι τοποθετήσεις αυτές, που συγκέντρωσαν την πλειοψηφία του Εκπαιδευτικού

Ομίλου, οδήγησαν το 1927 στη διάσπαση του ιστορικού σωματείου. Οι

συντηρητικότεροι, με επικεφαλής τον Αλ. Δελμούζο αποχώρησαν και επιδόθηκαν, τα

επόμενα χρόνια, σε μια πολεμική εναντίον του Γληνού, η οποία, κάποιες φορές,

ξεπέρασε τα όρια του επιτρεπτού.

Απαλλαγμένος από προγενέστερους δεσμούς και δεσμεύσεις, ο Γληνός μπορούσε τώρα

να εξακολουθήσει την «πορεία του προς τα αριστερά». Ύστερα από μια σύντομη

περίοδο οξύτατων αντιπαραθέσεων με τους κομμουνιστές (1927-1929), βρήκε τους

δρόμους της συνύπαρξης μαζί τους και σε χρόνια που ο ίδιος χαρακτήριζε χρόνια

«πνευματικής χειροναξίας» συνεργάστηκε και συμπορεύτηκε μαζί τους στα πεδία

των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων με τους φορείς των αστικών ιδεολογικών

ρευμάτων. Το 1935 (κίνημα Κονδύλη) εκτοπίστηκε στον Άγιο Ευστράτιο και στις

εκλογές του 1936 εκλέχθηκε βουλευτής του «Παλλαϊκού Μετώπου». Τον ίδιο χρόνο

έγινε μέλος του ΚΚΕ. Με τη δικτατορία του Μεταξά συνελήφθη και πάλι:

εκτοπίστηκε στην Ανάφη, μεταφέρθηκε στην Ακροναυπλία και από εκεί βρέθηκε

εκτοπισμένος στη Σαντορίνη. Η αναγκαστική αργία της εξορίας τού έδωσε την

ευκαιρία να συγγράψει μερικά από τα πιο ώριμα έργα του (την Τριλογία του

Πολέμου· τους Μονόλογους του Ερημίτη της Σαντορίνης, τους Στοχασμούς για τη

σημερινή θέση των ανθρωπιστικών σπουδών στην Ελλάδα, και άλλα). Αφέθηκε

ελεύθερος, για λόγους υγείας, το 1939 και έζησε απομονωμένος έως την Κατοχή.

Δελμούζος, Γληνός, Τριανταφυλλίδης (Αθήνα, 1915)

Το 1941 απόκτησε επαφή με τους παράνομους συντρόφους του και από το 1942 έγινε

μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ και της γραμματείας του. Η δράση του έως

το θάνατό του είναι αφιερωμένη στην εθνική αντίσταση και το κόμμα του. Τον

Οκτώβριο του 1942 έγραψε το μανιφέστο της ΕΑΜικής αντίστασης (Τι είναι και τι

θέλει το ΕΑΜ) και επιχείρησε να πείσει τις ηγεσίες των αστικών κομμάτων να

λάβουν μέρος στην εθνική αντίσταση. Χωρίς αποτέλεσμα. Έτσι, ύστερα από μια

περίοδο άγονων διαπραγματεύσεων ο Γληνός ήταν εκείνος που πρότεινε (1943,

Σεπτέμβριος), τη δημιουργία στις ελευθερωμένες περιοχές λαϊκής κυβέρνησης (η

ΠΕΑΑ) και Βουλής (το Εθνικό Συμβούλιο). Η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ είχε την

πρόθεση να τον προτείνει για πρόεδρο της ΠΕΕΑ. Πριν ξεκινήσει για το βουνό ο

Γληνός θέλησε να υποβληθεί σε μια εγχείρηση που θα του επέτρεπε να

ανταποκριθεί, με περισσότερες δυνάμεις, στα νέα του καθήκοντα. Δεν πρόλαβε.

Πέθανε στις 26 Δεκεμβρίου 1943, στην κλινική Σμπαρουνή, από μετεγχειρητικές

επιπλοκές, αδιευκρίνιστες.

Ήταν τότε 61 ετών, επάνω στην ωριμότητά του, με εμπρός του νέα πεδία δράσης

και νέες προοπτικές. Είχε προλάβει να εμπνεύσει τους ανθρώπους της εποχής του

και να γίνει, όσο ακόμη ζούσε, παράδειγμα και οδηγητής. Ο ίδιος είχε

ανακαλύψει την ομορφιά των καλών και δύσκολων αγώνων, το νόημα της θυσίας για

την κοινή προκοπή. Στην εξορία του της Σαντορίνης είχε χαράξει, σε ένα χαρτί,

το σύνθημά του: «Ο μόνος τρόπος για να ζήσει και να πεθάνει κανείς σαν

άνθρωπος είναι να ζήσει και να πεθάνει για ένα ιδανικό».

* Ο Φίλιππος Ηλ. Ηλιού είναι ιστορικός