Οι άνθρωποι που σημάδεψαν την κοινωνική και πνευματική ζωή του αιώνα που

φεύγει, όπως τους σκιαγραφούν ειδικοί συνεργάτες των «ΝΕΩΝ»

«Υπήρξαν στιγμαί που έμεινα μόνος… Και εχρειάσθη μεγάλη ψυχική δύναμις

διά να εμμείνω εις την πολιτικήν της νομιμότητος, του ομαλού πολιτικού βίου

και της γαληνεύσεως της χώρας… την οποίαν εχάραξα». Με αυτά τα λόγια είχε

εκδηλώσει την πικρία του ο Παναγής Τσαλδάρης προς τους φίλους και συνεργάτες

του σε δύσκολες στιγμές της πολιτικής του σταδιοδρομίας. Η φράση αυτή αποδίδει

τις πολιτικές πεποιθήσεις και τον τρόπο άσκησης της πολιτικής από τον

Τσαλδάρη, ο οποίος υπήρξε αρχηγός του Λαϊκού κόμματος, του μεγάλου

αντιβενιζελικού κόμματος, κατά τη δύσκολη περίοδο του Μεσοπολέμου.

Ο Π. Τσαλδάρης γεννήθηκε το 1867 στο Καμάρι Κορινθίας· φοίτησε στο Γυμνάσιο

Κορίνθου και το Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου ανακηρύχθηκε αριστούχος διδάκτωρ

Νομικής το 1889. Το 1890 διορίστηκε στο Πρωτοδικείο Πατρών, αλλά την ίδια

χρονιά αναχώρησε για το εξωτερικό. Ως πρώτος σταθμός επιλέχτηκε το

Πανεπιστήμιο του Γκαίττινγκεν όπου σπούδαζε ο συνομήλικός του Δημήτριος

Γούναρης. Ο πατέρας του Γούναρη, σταφιδέμπορος στην Πάτρα, είχε φιλικές

σχέσεις με τον πατέρα του Παναγή, Επαμεινώνδα Τσαλδάρη. Οι δύο νέοι

συναντήθηκαν για πρώτη φορά στις 7 Μαΐου 1890 και από τότε συνδέθηκαν με στενή

φιλία. Ο Π. Τσαλδάρης αποτύπωσε τις πρώτες εντυπώσεις από τη συνάντησή του με

τον Δ. Γούναρη σε επιστολή προς τους γονείς του: «Ο υιός του κ. Γούναρη είναι

εξαίρετος νέος, αξιοζήλευτος εις όλα του. Με υπεδέχθη και με επεριποιήθη ως

αδελφόν του». Μαζί με τον Γούναρη συνέχισαν τις σπουδές τους στο Πανεπιστήμιο

της Λειψίας (1891). Τέλος, ο Παναγής ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι,

απ’ όπου τον Ιούλιο του 1893 επέστρεψε στην Ελλάδα.

Παρά τις συστάσεις του φίλου του Δ. Γούναρη να παραμείνει στην Πάτρα, ο Π.

Τσαλδάρης εγκαταστάθηκε στην Αθήνα από τον Σεπτέμβριο του 1893. Οι δυσχέρειες

που αντιμετώπισε ως νέος και άγνωστος δικηγόρος τον ανάγκασαν να ανοίξει

νομικό φροντιστήριο για την προπαρασκευή των φοιτητών της Νομικής. Τότε στα

πολιτικά δικαστήρια ­ Πρωτοδικεία και Εφετεία ­ συμμετείχαν και δικηγόροι, οι

οποίοι, όπως και οι τακτικοί δικαστές, διορίζονταν επίσης ως εισηγητές επί των

υπό εκδίκαση υποθέσεων. Σε μια πολύπλοκη υπόθεση διορίστηκε εισηγητής ο

Παναγής. Η διεξοδική και πλήρης εισήγησή του, προκάλεσε βαθιά εντύπωση στους

δικαστές. Από τότε συμμετείχε συχνά στη συγκρότηση των δικαστηρίων και

απέκτησε την εκτίμηση όλου του νομικού κόσμου.

Ο Τσαλδάρης άργησε να αναμειχθεί στην ενεργό πολιτική. Άρχισε να πολιτεύεται

στις εκλογές της 8ης Αυγούστου 1910, οπότε και εκλέχτηκε πληρεξούσιος

Αργολιδοκορινθίας. Στις εκλογές όμως της 28ης Νοεμβρίου 1910 για τη Β’

Αναθεωρητική Βουλή, δεν συμμετείχε ακολουθώντας στην αποχή τους

παλαιοκομματικούς. Τον Δεκέμβριο του 1911 οι Δ. Γούναρης, Π. Τσαλδάρης, Π.

Πρωτοπαπαδάκης, Σπ. Στάης και Ι. Σισίνης, σχημάτισαν τον πρώτο πυρήνα του νέου

υπό τον Γούναρη κόμματος. Στις εκλογές της 11ης Μαρτίου 1912, στις οποίες

υπήρχε ισχυρότατο λαϊκό ρεύμα υπέρ του Βενιζέλου και των Φιλελευθέρων, μεταξύ

των λίγων αντιπολιτευόμενων βουλευτών που εκλέχτηκαν βρίσκονταν οι Δ. Γούναρης

και Π. Τσαλδάρης, που είχαν θέσει υποψηφιότητα ως ανεξάρτητοι. Από τότε ο

Τσαλδάρης εκλεγόταν συνεχώς, με εξαίρεση τις εκλογές του 1923, στις οποίες

αρνήθηκε να μετάσχει.

Με τους υπουργούς Εξωτερικών Τουρκίας, Ρουμανίας και Γιουγκοσλαβίας, στην

εναρκτήρια συνεδρίαση της διάσκεψης για την υπογραφή του Βαλκανικού Συμφώνου (1934)

Όταν εκδηλώθηκε, στις αρχές του 1915, η προ πολλού ενυπάρχουσα διαφωνία μεταξύ

της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων και του Στέμματος, ο Βενιζέλος αρνούμενος να

διατηρεί την τακτική ουδετερότητας του Κωνσταντίνου παραιτήθηκε. Τότε ο

Γούναρης ανέλαβε την εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως. Στην πρώτη αυτή κυβέρνηση

Γούναρη, ο Π. Τσαλδάρης ήταν υπουργός Δικαιοσύνης. Η θητεία του εκείνη ήταν

σύντομη, όπως και ο βίος της κυβερνήσεως.

Αλλά και η νέα κυβέρνηση των Φιλελευθέρων παραιτήθηκε 43 μόλις ημέρες μετά την

ορκωμοσία της και προκηρύχθησαν εκλογές για τις 6 Δεκεμβρίου 1915, στις οποίες

το κόμμα των Φιλελευθέρων απέσχε. Τότε το κόμμα των Εθνικοφρόνων του Γούναρη

πλειοψήφησε καταλαμβάνοντας 250 επί συνόλου 346 εδρών. Ο Π. Τσαλδάρης

εκλέχτηκε για τέταρτη φορά βουλευτής Αργολιδοκορινθίας, αλλά δεν συμμετείχε

στις διαδεχθείσες κυβερνήσεις κατά τη διάρκεια του Εθνικού Διχασμού, υπό τους

Σκουλούδη, Ζαΐμη, Καλογερόπουλο και Λάμπρο. Πρωτοβουλία ανέλαβε ο Π. Τσαλδάρης

μόνον το καλοκαίρι του 1917. Τότε ο Κωνσταντίνος είχε απομακρυνθεί από την

Ελλάδα, ο Γούναρης ήταν εξόριστος στην Κορσική, ενώ η σχηματισθείσα στη

Θεσσαλονίκη προσωρινή κυβέρνηση Βενιζέλου είχε πλέον εγκατασταθεί στην Αθήνα.

Στις αρχές του 1918 εκτοπίστηκε και ο Π. Τσαλδάρης αρχικά στην Ύδρα και

αργότερα στη Σκόπελο. Εκεί συνδέθηκε με την κόρη του συνεξορίστου του Σπ.

Λάμπρου ­ καθηγητή Πανεπιστημίου και πρώην πρωθυπουργού ­ Λίνα, με την οποία

νυμφεύτηκε δύο χρόνια αργότερα στην Κηφισιά.

Στις παραμονές των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου 1920 ήταν επικεφαλής του αγώνα

της Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως, μαζί δε με τους Γ. Μπαλτατζή και Χ. Βοζίκη

εκπροσωπούσε τον εξόριστο Δ. Γούναρη. Τότε το κόμμα των Εθνικοφρόνων

μετονομάστηκε σε Λαϊκό. Στα εκλογικά αποτελέσματα της 1ης Νοεμβρίου 1920

πλειοψήφησε θριαμβευτικά η Ηνωμένη Αντιπολίτευσις. Αμέσως μετά την απρόσμενη

ήττα των Φιλελευθέρων και την παλινόρθωση του Κωνσταντίνου, ο Βενιζέλος

αναχώρησε για το εξωτερικό.

Στο μεταξύ ο Παναγής Τσαλδάρης είχε καταλάβει στην κοινή συνείδηση την αμέσως

μετά τον Γούναρη ηγετική θέση στο Λαϊκό κόμμα. Εν τούτοις ο ρόλος του στη

διακυβέρνηση της χώρας κατά το διάστημα 1920-1922 υπήρξε περιορισμένος.

Ανέλαβε δύο φορές καθήκοντα υπουργού: Εσωτερικών και Συγκοινωνίας. Τον Μάρτιο

του 1922 πήγε στο εξωτερικό για λόγους υγείας, αλλά επέστρεψε στις 22

Αυγούστου της ίδιας χρονιάς λόγω της δραματικής τροπής της καταστάσεως στη

Μικρά Ασία. Ακολούθησε η Μικρασιατική Καταστροφή και η Δίκη των Εξ. Η ημέρα

του τουφεκισμού των Εξ (15 Νοεμβρίου 1922) βρήκε τον Τσαλδάρη εγκάθειρκτο στις

φυλακές Αβέρωφ, απ’ όπου αποφυλακίστηκε στις 17 Ιανουαρίου 1923 με την

αμνηστία που χορήγησε για τα πολιτικά αδικήματα η «Επανάστασις στρατού και

στόλου» (1922). Μετά την επικράτηση του κινήματος Πλαστήρα – Γονατά, ο

Τσαλδάρης εργάστηκε για την ανασυγκρότηση του Λαϊκού κόμματος, που είχε μείνει

ακέφαλο μετά την εκτέλεση του Δ. Γούναρη, καθώς και για τη διάσωση του

βασιλικού θεσμού. Στο μεταξύ ο αρχηγός των Φιλελευθέρων επανήλθε στην Αθήνα

τον Ιανουάριο του 1924, οπότε και ορκίστηκε η υπ’ αυτόν κυβέρνηση. Στις 11

Μαρτίου 1924, μετά τις παραιτήσεις Βενιζέλου – Καφαντάρη, σχημάτισε κυβέρνηση

ο Αλ. Παπαναστασίου και στις 25 Μαρτίου με δημοψήφισμα εγκαθιδρύθηκε η

Αβασίλευτη Δημοκρατία. Τότε ο Π. Τσαλδάρης, που είχε στο μεταξύ αναλάβει την

αρχηγία του Λαϊκού κόμματος, βρέθηκε επικεφαλής στον αγώνα υπέρ της βασιλείας.

Ο Τσαλδάρης όντας βασιλόφρων εκ πεποιθήσεως, αντίθετα απ’ ό,τι έκανε ο

Μεταξάς, δεν αναγνώρισε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος υπέρ της Δημοκρατίας,

θεωρώντας το ως μη γνήσιο.

Οι στενοί του συνεργάτες αλλά και ο ίδιος πάντα τόνιζαν πως η επικοινωνία του

με τους χωρικούς ήταν πηγή χαράς στις περιοδείες του

Κατά τη διάρκεια της εναλλαγής στην εξουσία δημοκρατικών κυβερνήσεων

(1924-1925) ο Τσαλδάρης αφιέρωσε όλες του τις δυνάμεις στην ανασυγκρότηση του

Λαϊκού κόμματος. Τον Ιούνιο του 1925, ο Θ. Πάγκαλος ανέτρεψε με πραξικόπημα

την κυβέρνηση Μιχαλακοπούλου και εγκαθίδρυσε στη συνέχεια δικτατορία. Ο

Τσαλδάρης αντιτάχθηκε ευθύς εξαρχής στη δικτατορία Πάγκαλου και συνέβαλε στη

λαϊκή απομόνωσή της μέχρι την ανατροπή της από στρατιωτικό κίνημα υπό την

ηγεσία του Γ. Κονδύλη, τον Αύγουστο του 1926.

Στις εκλογές για Αναθεωρητική Βουλή, που διεξήχθησαν με υποδειγματικό τρόπο,

το Λαϊκό κόμμα ήλθε δεύτερο. Η κυβέρνηση που σχηματίστηκε υπό την προεδρία του

εξωκοινοβουλευτικού Αλ. Ζαΐμη, έμεινε γνωστή ως «Οικουμενική» (Δεκέμβριος 1926

– Ιούνιος 1927). Στην κυβέρνηση αυτή ο Τσαλδάρης έγινε υπουργός Εσωτερικών.

Όμως αμέσως εκδηλώθηκε κρίση στους κόλπους της Οικουμενικής, επειδή οι

δημοκρατικοί αντιμετώπιζαν με δυσπιστία τη συμμετοχή στην κυβέρνηση ενός

«αντικαθεστωτικού κόμματος [του Λαϊκού] που δεν είχε αναγνωρίσει τη

Δημοκρατία».

Τελικά τον Αύγουστο του 1927 ο Τσαλδάρης αποχώρησε από την Οικουμενική

κυβέρνηση, επειδή διαφώνησε με τη νομισματική – τραπεζική πολιτική της. Στο

μεταξύ στο προσκήνιο εμφανίστηκε και πάλι ο Βενιζέλος, ο οποίος επέστρεψε στην

ενεργό πολιτική, αναλαμβάνοντας τον σχηματισμό κυβέρνησης στις αρχές Ιουλίου

1928 για τη διεξαγωγή των εκλογών της 19ης Αυγούστου 1928, στις οποίες

θριάμβευσαν οι Φιλελεύθεροι με ποσοστό 61,02%, ενώ οι Λαϊκοί έλαβαν 23,94%. Ο

Τσαλδάρης μετά την ήττα του κόμματός του στις εκλογές, ως αρχηγός της

αξιωματικής αντιπολίτευσης άσκησε σφοδρότατη αντιπολίτευση στη νέα κυβέρνηση

Βενιζέλου, που παρέμεινε στην αρχή για μια τετραετία.

Στις εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου 1932 το Λαϊκό κόμμα ήλθε πρώτο κατορθώνοντας

να υπερισχύσει των Φιλελευθέρων, αλλά με ελάχιστη διαφορά. Επειδή δε κανένα

κόμμα δεν είχε συγκεντρώσει αυτοδύναμη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας

βολιδοσκόπησε τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης συνασπισμού υπό τον

Τσαλδάρη. Όμως οι βενιζελικοί αντέδρασαν επικαλούμενοι το γεγονός ότι ο

αρχηγός του Λαϊκού κόμματος δεν είχε ακόμη αναγνωρίσει τη νομιμότητα του

πολιτεύματος. Τελικά στις 4 Νοεμβρίου 1932 ορκίστηκε η πρώτη κυβέρνηση

Τσαλδάρη με τη συμμετοχή Λαϊκών, Ελευθεροφρόνων του Μεταξά, Εθνικορριζοσπαστών

του Κονδύλη και την ανοχή των άλλων κομμάτων, αφού ο Τσαλδάρης αναγνώρισε

επίσημα το υφιστάμενο δημοκρατικό πολίτευμα. Δύο μέρες αργότερα η «Ανώτατη

Επιτροπή του Στρατιωτικού Συνδέσμου» ανακοίνωσε στα μέλη της την αυτοδιάλυση

του Συνδέσμου, αφού είχε παρέλθει ο αντικαθεστωτικός κίνδυνος.

Νέες εκλογές προκηρύχθηκαν για τις 5 Μαρτίου 1933, στις οποίες τα κυβερνητικά

δημοκρατικά κόμματα έλαβαν μέρος υπό την επωνυμία «Εθνικός Συνασπισμός», ενώ

το Λαϊκό κόμμα και οι συνεργαζόμενοι με αυτό ­ Γ. Κονδύλης, Ι. Μεταξάς, Αλ.

Χατζηκυριάκος ­ κατέβηκαν, όπως και στις εκλογές του 1920, με την επωνυμία

«Ηνωμένη Αντιπολίτευσις». Στις εκλογές αυτές οι Λαϊκοί με τους συνεργάτες τους

υπερίσχυσαν των Φιλελευθέρων, οι οποίοι θεώρησαν την άνοδο του Λαϊκού κόμματος

στην εξουσία ως απειλή κατά του πολιτεύματος, επειδή δεν είχαν πεισθεί για τις

πραγματικές προθέσεις του Τσαλδάρη, παρά την εκ μέρους του επίσημη αποδοχή της

Δημοκρατίας. Έτσι ο Ν. Πλαστήρας προέβη σε κίνημα την επομένη των εκλογών (6

Μαρτίου 1933) έχοντας και τη σιωπηρή συγκατάθεση του Βενιζέλου. Ο Τσαλδάρης

τέθηκε υπό περιορισμό στο σπίτι του και αφέθηκε ελεύθερος αργότερα κατόπιν

επεμβάσεως του Βενιζέλου. Τελικά, το κίνημα του Πλαστήρα απέτυχε επειδή,

αρνήθηκε να τον υποστηρίξει η ανώτατη ηγεσία του Στρατού. Σχηματίσθηκε

βραχύβια μεταβατική κυβέρνηση αντιστρατήγων υπό την προεδρία του Αλ. Οθωναίου,

η οποία, αφού αποκαταστάθηκε η τάξη, παρέδωσε την εξουσία έπειτα από λίγες

ημέρες στον νικητή των εκλογών Τσαλδάρη (10 Μαρτίου 1933). Στη συνέχεια, ο

Μεταξάς με άλλους 5 βουλευτές Ελευθερόφρονες και 14 Λαϊκούς κατέθεσαν στη

Βουλή πρόταση παραπομπής του Βενιζέλου σε δίκη για ηθική αυτουργία και

συνεργία στα εγκλήματα εσχάτης προδοσίας και στάσεως, σύμφωνα με τη διαδικασία

του νόμου «περί ευθύνης υπουργών». Σε επόμενη συνεδρίαση ο πάντοτε

διαλλακτικός Τσαλδάρης με το πρόσχημα ότι ο κατηγορούμενος (Βενιζέλος) δεν

ήταν παρών για να απολογηθεί, καθυστερούσε το ζήτημα της παραπομπής, μέχρις

ότου επτά μήνες αργότερα ­ πάλι με εισήγησή του ­ εκδόθηκε προεδρικό διάταγμα

απαλλαγής των πολιτών που ήταν αναμεμειγμένοι στο κίνημα της 6ης Μαρτίου 1933.

Για τους στρατιωτικούς ακολουθήθηκε διαφορετική διαδικασία, αλλά και πάλι

κατόπιν προτάσεως του Τσαλδάρη ακολουθήθηκε συμβιβαστική λύση.

Έφεδροι που κλήθηκαν να καταστείλουν το κίνημα της 1ης Μαρτίου του ’35,

κρατώντας φωτογραφίες του στον σιδηροδρομικό σταθμό της Αθήνας

Κατά την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τον Π. Τσαλδάρη (1933 – 1935)

συνέβησαν σημαντικά γεγονότα, όπως η δολοφονική απόπειρα εναντίον του

Βενιζέλου στη Λεωφ. Κηφισίας (6 Ιουνίου 1933), η αποχή της αντιπολιτεύσεως από

τις εργασίες της Βουλής (Αύγ. – Δεκ. 1933), το ταξίδι του πρωθυπουργού στην

Άγκυρα και στη συνέχεια η υπογραφή του Ελληνοτουρκικού Συμφώνου (Σεπτ. 1933),

η Δ’ Βαλκανική Διάσκεψη στη Θεσσαλονίκη (Νοέμβριος 1933), η συνομολόγηση του

Βαλκανικού Συμφώνου (Φεβρουάριος 1934), η επανεκλογή του Α. Ζαΐμη στο αξίωμα

του Προέδρου της Δημοκρατίας (Οκτώβριος 1934), κ.ά.

Μετά τη δολοφονική απόπειρα κατά του Βενιζέλου (Ιούνιος 1933), η κατάσταση

θύμιζε την οδυνηρή περίοδο του Διχασμού. Η τελική ρήξη ξέσπασε με το

βενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935, το βασικότερο αίτιο του οποίου υπήρξε

η «αποδημοκρατικοποίηση» των Ενόπλων Δυνάμεων. Η κυβέρνηση απάντησε στο κίνημα

με την επιβολή του στρατιωτικού νόμου. Έτσι άρχιζε η «αντεπανάσταση», της

οποίας εμπνευστής ήταν ο Κονδύλης, ενώ η ανάληψη της αρχηγίας του κινήματος

από τον ίδιο τον Βενιζέλο σκλήρυνε την περαιτέρω στάση της κυβέρνησης. Το

κίνημα σύντομα κατέρρευσε και το βράδυ της 11ης προς 12η Μαρτίου ο Βενιζέλος

εγκατέλειψε τον αγώνα και την Ελλάδα. Στις 18 Μαρτίου άρχισε στην Αθήνα η

πρώτη δίκη των κινηματιών στο Στρατοδικείο και πολλοί καταδικάστηκαν σε

αυτεπάγγελτη αποστρατεία. Επιπρόσθετα υπήρξαν και θανατικές καταδίκες.

Εκτελέστηκαν ο επίλαρχος Βολάνης και οι στρατηγοί Παπούλιας και Κοιμήσης. Στις

23 Απριλίου άρχισε η δίκη των πολιτικών αρχηγών του κινήματος από έκτακτο

Στρατοδικείο. Καταδικάστηκαν ερήμην σε θάνατο ο Βενιζέλος και ο Πλαστήρας και

σε ελαφρότερες ποινές πολλοί άλλοι πολιτικοί της βενιζελικής παράταξης. Όπως

είναι εμφανές, ο αντιβενιζελικός κόσμος ζητούσε να πάρει εκδίκηση για τη

θανάτωση των Εξ, το 1922.

Ο αρχηγός του Λαϊκού κόμματος Τσαλδάρης, καθώς και οι μετριοπαθείς της

αντιβενιζελικής παράταξης επεδίωκαν μια μακρόχρονη παραμονή στην εξουσία μέσα

στα πλαίσια του υπάρχοντος δημοκρατικού πολιτεύματος παρά τη φιλοβασιλική

τοποθέτησή τους.

Στις εκλογές της 6ης Ιουνίου 1935, στις οποίες απείχαν οι βενιζελικοί,

ουσιαστικά αντίπαλοι ήταν ο Μεταξάς και οι κεκηρυγμένοι βασιλόφρονες από τη

μια μεριά και ο Τσαλδάρης και ο Κονδύλης από την άλλη. Του τελευταίου η

συνεργασία με τον Τσαλδάρη ήταν περιστασιακή και καθαρά καιροσκοπική. Στις

εκλογές αυτές ο κυβερνητικός συνασπισμός Τσαλδάρη – Κονδύλη εξασφάλισε άνετη

πλειοψηφία. Όμως από την αρχή εκδηλώθηκε στους κόλπους της κυβέρνησης διαφωνία

σχετικά με τη διαδικασία που έπρεπε να υιοθετηθεί για το πολιτειακό. Ενώ ο

Τσαλδάρης εναντιώθηκε αρχικά στο ενδεχόμενο νέας πολιτειακής μεταβολής, μετά

την επίσημη σύμπραξη του Κονδύλη με τους ακραίους βασιλόφρονες, υποχρεώθηκε να

αλλάξει γνώμη και στις αρχές Σεπτεμβρίου με προκήρυξή του προς τον λαό τάχθηκε

υπέρ της επαναφοράς της βασιλείας με την προϋπόθεση ότι θα τηρούνταν οι

συνταγματικοί τύποι και θα διεξαγόταν δημοψήφισμα, το οποίο ορίστηκε για τις 3

Νοεμβρίου. Αλλά στις 10 Οκτωβρίου 1935 εκδηλώθηκε στρατιωτικό πραξικόπημα των

ακραίων βασιλοφρόνων με επικεφαλής τους υποστράτηγους Παπάγο και Ρέππα και τον

υποναύαρχο Οικονόμου, οι οποίοι αμέσως κατήργησαν την κυβέρνηση του Τσαλδάρη,

κατέλυσαν την προεδρική Δημοκρατία και επανέφεραν τη βασιλεία με ψήφισμα της

Εθνοσυνέλευσης.

Με τις χαρακτηριστικές του κινήσεις ενημερώνει τους δημοσιογράφους, πριν από

το ταξίδι του στην Άγκυρα

Οι τελευταίες εκλογές του Μεσοπολέμου, που σηματοδοτούν και το τέλος μιας

ολόκληρης εποχής, έγιναν στις 26 Ιανουαρίου 1936. Σ’ αυτές αναμετρήθηκαν για

τελευταία φορά τα δύο μεγάλα αντιμαχόμενα κόμματα. Στις εκλογές νίκησε ο

Τσαλδάρης και το Λαϊκό κόμμα βγήκε πρώτο, αλλά όχι αυτοδύναμο. Λόγω της

αδυναμίας και των δύο παρατάξεων να σχηματίσουν αυτοδύναμη κυβέρνηση,

ρυθμιστές της καταστάσεως αναδείχτηκαν οι κομμουνιστές με 15 έδρες, αφού οι

συνεννοήσεις μεταξύ Φιλελευθέρων και Λαϊκών δεν καρποφόρησαν. Ακολούθησε το

σύμφωνο Σοφούλη – Σκλάβαινα, που εξασφάλιζε την υποστήριξη των κομμουνιστών

προς τους Φιλελεύθερους. Τελικά, νέα κυβέρνηση ορκίστηκε υπό τον Δεμερτζή στις

14 Μαρτίου 1936. Με τον θάνατο όμως του τελευταίου (13 Απριλίου 1936) ο

Γεώργιος χωρίς να συμβουλευτεί τους πολιτικούς αρχηγούς διόρισε πρωθυπουργό

τον Ι. Μεταξά. Ο πάντα διαλλακτικός και νομιμόφρων Τσαλδάρης δεν είχε πλέον τη

δυνατότητα να παίξει εξισορροπιστικό ρόλο, ώστε να αποτρέψει την επιδεινούμενη

κατά ραγδαίο τρόπο κατάσταση. Πάντως στις 25 Απριλίου όταν ο πρωθυπουργός

Μεταξάς ανακοίνωσε στη Βουλή τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, ο μεν

αρχηγός των Φιλελευθέρων Θ. Σοφούλης έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση

«με την ιδιαιτέραν όμως σύστασιν να τακτοποιήση πλήρως το ζήτημα το

αποτακτικόν», ο δε αρχηγός του Λαϊκού κόμματος Τσαλδάρης την καταψήφισε,

κάνοντας πάντως τη σύσταση «να λάβη μέτρα διά την εσωτερικήν γαλήνην και τάξιν

της χώρας». Ένα μήνα αργότερα, στις 17 Μαΐου 1936, πέθανε ο Π. Τσαλδάρης από

συγκοπή καρδιάς.

* Η Καίτη Αρώνη-Τσίχλη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο