Η διαμόρφωση της συμπεριφοράς των ανθρώπων ξεκινά από τους ελέγχους που τους

επιβάλλει η οικογένεια στη νηπιακή ηλικία. Πολύ νωρίς τα παιδάκια μαθαίνουν να

ανταγωνίζονται μεταξύ τους, να κατέχουν δικά τους αντικείμενα και να

υποτάσσονται στην εξουσία των γονέων. Διδάσκονται, με ανταλλάγματα, να

αναπτύσσουν «εμπορικά» χρήσιμες δεξιότητες, τάσεις και να είναι ευχάριστα

στους ενήλικες και κάποια μέρα στους εργοδότες. Η οικογένεια τούς μεταφέρει

στοιχεία επαγγελματικών προσανατολισμών και πολιτικών αρχών πολύ πριν

εισέλθουν στο σχολείο, τον ισχυρότερο θεσμό κοινωνικοποίησης του ατόμου.

Το σχολείο προέκυψε από την ανάγκη της αναδυόμενης βιομηχανίας για μορφωμένους

εργάτες τον 19ο αιώνα1. Προοριζόταν να προάγει την αρμονία μεταξύ

των κοινωνικών τάξεων και να εκπαιδεύει τα άτομα να αποκτούν τάσεις χρήσιμες

για τους μελλοντικούς εργοδότες τους (να είναι καθημερινά παρόντα, ακριβή στην

ώρα τους). Η μόρφωση του αμόρφωτου και του πιο ταραχοποιού ήταν μέθοδος

διδασκαλίας της εύτακτης ζωής και της αποδοχής της υπάρχουσας κοινωνικής

διάρθρωσης. Το σχολείο σήμερα έχει εξελιχθεί σε προπαγανδιστή της συντηρητικής

κοινωνικοποίησης και της ιδεολογίας των επιχειρήσεων, καθώς και σε μηχανισμό

κατανομής ρόλων και εκπαίδευσης προσωπικού για την ανάληψή τους σε άλλους

θεσμούς του κοινωνικού συστήματος.

Πρωταρχικός στόχος της εκπαίδευσης στο Δημοτικό είναι να προπαγανδίζει την

αφοσίωση στις κυρίαρχες αξίες και να διευρύνει την πνευματική ανισότητα των

παιδιών, που πηγάζει από την ανάπτυξή τους σε μορφωτικο-οικονομικώς άνισα

οικογενειακά περιβάλλοντα. Ελάχιστα καλλιεργούνται οι κριτικές και οι

δημιουργικές δυνατότητές τους.

Η Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση είναι το πεδίο ολοκλήρωσης ενός συγκαλυμμένου

εκπαιδευτικού δαρβινισμού, δηλαδή, ενός εξοντωτικού ταξικού βαθμολογικού

κοσκινίσματος των «ικανών» για πανεπιστημιακή εκπαίδευση σε διαχειριστικούς

ερευνητικούς και παραγωγικούς ρόλους του οικονομικοπολιτικού κατεστημένου. Εδώ

εξαντλούνται οριστικά οι ελπίδες για πραγματική παιδεία, με τις μεταρρυθμίσεις

να παίζουν ρόλο Δούρειου Ίππου στην κοινωνική αποδοχή ενός απάνθρωπου

συστήματος «δίκαιης» επιλογής για τα Πανεπιστήμια. Πόσο επίκαιρα ηχούν τα

λόγια της μεγάλης παιδαγωγού Ρόζας Ιμβριώτη πριν από 20 χρόνια: «Πρέπει να

πειστούν [γονείς και παιδιά – σημ. δική μου], ότι η επιλογή της σταδιοδρομίας

ήταν θέλησή τους, ότι ο νέος διάλεξε μόνος του το δρόμο του και ότι οι γονείς

αποφασίζουν τι θα γίνει το παιδί τους. Ακόμα, πάνε να δημιουργήσουν την

εντύπωση ότι σε κάθε αποτυχία φταίνε οι δάσκαλοι. Παραπλανούν, λοιπόν, με τον

«βαθμό»… Ο βαθμός γίνεται το μοναδικό μέτρο της πνευματικής ανάπτυξης του

παιδιού. Γίνεται, θα λέγαμε, το κριτήριο για την κατοπινή μοίρα του, ο

«βαθμός» κυβερνά και την επιλογή του μέλλοντος δασκάλου»². Είναι

τόσο σημαντικό αυτό το εκπαιδευτικό στάδιο για την υλοποίηση των

μακροπρόθεσμων στόχων των επιχειρήσεων, που οι μεταρρυθμίσεις επιβάλλονται

στους ανυπάκοους μαθητές και με κατασταλτικά μέτρα. Για τον Μπρεχτ, βέβαια,

δεν φταίνε οι μαθητές ούτε το νερό που κυλά ορμητικά στο ποτάμι, αλλά οι

τραχιές όχθες που του εμποδίζουν τη ροή.

Το Πανεπιστήμιο είναι ο πιο άμεσα συνδεδεμένος με τα επιχειρηματικά συμφέροντα

εκπαιδευτικός χώρος. Με την ανάπτυξη της βιομηχανοποίησης, το Πανεπιστήμιο

εξελίχθηκε από ένα εκκλησιαστικά ελεγχόμενο ίδρυμα, που καλλιεργούσε την

κλασική παιδεία και τη θεολογία, σε έναν εκπαιδευτικό θεσμό, που υπηρετούσε

τις αυξανόμενες ανάγκες της βιομηχανίας για διευθυντές, τεχνικούς και

γραφειοκράτες. Στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα εξειδικεύτηκε

περαιτέρω, δημιουργώντας τμήματα καλών τεχνών, επιστημών, γεωπονικής, νομικής,

μηχανολογίας, οικονομολογίας. Οι στόχοι του, σήμερα, σπανίως εκτείνονται πέρα

από την εκπαίδευση ατόμων για την ανάληψη λειτουργικών ρόλων στα πλαίσια της

καθεστηκυΐας τάξης. Συχνά ανέχεται αντίθετες με τα ενδιαφέροντά του απόψεις

εφόσον διατυπώνονται προσεκτικά, διατηρούν περιορισμένη εμβέλεια και δεν

θίγουν επικρατούσες ιδρυματικές διευθετήσεις. Αυτή η ανοχή δίνει την

ψευδαίσθηση στο προσωπικό ότι διατηρεί την κριτική του ανεξαρτησία. Ελάχιστα

ενθαρρύνει τις αιρετικές ιδέες στους διάφορους επιστημονικούς κλάδους. Γι’

αυτό οι μεγάλες διανοητικές αναταράξεις συνήθως δεν προέρχονται από τον

ακαδημαϊκό χώρο, αλλά εκδηλώνονται σε αντίθεση μ’ αυτόν.

Εν κατακλείδι, η σύγχρονη «παιδεία» είναι ένας καλοσχεδιασμένος μύθος. Ο

στόχος της δεν είναι να διαμορφώνει ανεξάρτητα σκεπτόμενους πολίτες, όπως

υποβαλλόμαστε να πιστεύουμε, αλλά να εκπαιδεύει άτομα προγραμματισμένα να

δουλεύουν σε αναγκαστικές εργασίες χωρίς ουσιαστική διανοητική συμμετοχή,

ικανά να καταστέλλουν αυτόνομες αποφάσεις τους, να υποτάσσονται στους

προϊσταμένους τους και να αναλαμβάνουν θέσεις στους θεσμούς του

διεθνοποιημένου οικονομικοπολιτικού κατεστημένου.

Ο Χρήστος Γεωργίου είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Βιολογίας του

Πανεπιστημίου Πατρών.

1. Katz Β. Μ. (1968), «The irony of early school reform», Beacon Press,

Boston, σελ. 37.

2. Ρόζα Ιμβριώτη (1980). «Παιδεία και Κοινωνία», Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα,

σελ. 151.