Ο Νίκος Γ. Σβορώνος είναι ένα από τα διεθνή αναστήματα των βυζαντινών σπουδών

και μια κεντρική φυσιογνωμία της ιστοριογραφίας που έχει ως πεδίο αναφοράς το

Νεώτερο Ελληνισμό. Η συμβολή του στην ιστορία του Βυζαντίου μετριέται κυρίως

από την ιδιοφυή χρήση των φορολογικών τεκμηρίων και της παράδοσης των νομικών

κειμένων μέσω των οποίων μπόρεσε να αναχθεί σε γενικές θεωρήσεις ως προς την

αγροτική, κατά κύριο λόγο, οικονομική ιστορία και στην ανάδειξη των τρόπων με

τους οποίους διαιωνίζονταν, προσαρμοζόμενοι, οι δικαιικοί θεσμοί και των

καταστάσεων στις οποίες αντιστοιχούσαν οι προσαρμογές αυτές. Η συμβολή του στη

νεώτερη ελληνική ιστορία, πολλαπλή, εξειδικεύεται ερευνητικά στη μελέτη του

εμπορίου κατά τον ΙΗ’ αιώνα και ερμηνευτικά στη διαπραγμάτευση καίριων

ζητημάτων που αφορούν τον χαρακτήρα της συνέχειας της ελληνικής ιστορίας, τη

διαμόρφωση της εθνότητας, τη συγκρότηση των κοινωνικών μορφωμάτων, μάλιστα της

αστικής τάξης. Πρόκειται για ζητήματα που τα έφερνε στο προσκήνιο ο πολιτικός

προβληματισμός και διαμόρφωνε συγχρόνως τους όρους για την κοινωνική δεξίωση

της ιστορικής παρέμβασης.

Η επιστημονική του διαμόρφωση άρχισε στην Ελλάδα για να ολοκληρωθεί και

καθοριστεί στη Γαλλία, όπου πέρασε τα πιο δημιουργικά του χρόνια: η δεξίωσή

του στη χώρα αυτή αλλά γενικότερα στην Ευρώπη και στην Αμερική οφειλόταν

πρωτίστως στις βυζαντινές του μελέτες· οι ιστορικοί των νεώτερων χρόνων

συναντιόνταν αραιότερα με το έργο του, κυρίως όταν χρειάζονταν να βρουν ένα

ανατολικομεσογειακό παράδειγμα στις δικές τους μεσογειακές έρευνες, τις

επικεντρωμένες στη δυτική και, αργότερα, στη βόρεια εμπορική επέκταση. Η

δεξίωσή του στην Ελλάδα υπερακόντιζε αυτές τις θεματικές κατανομές: ο Σβορώνος

ήταν η έγκυρη μαρξιστική εκδοχή της νεώτερη ελληνικής ιστορίας και ακόμα ένα

υπόδειγμα υψηλού πολιτικού ήθους και μια εικονογράφηση της πολιτικής

καταδίωξης των αριστερών διανοουμένων.

Γεννήθηκε το 1911 στην πόλη της Λευκάδας, όπου και τέλειωσε το Δημοτικό και το

Γυμνάσιο: άριστος μαθητής με ιδιαίτερη επίδοση στα μαθηματικά, άφησε την

εντύπωση ενός σοβαρού και ευγενικού παιδιού, ευπροσήγορου και υποχρεωτικού,

χωρίς όμως ιδιαίτερους φιλικούς δεσμούς. Στη μικρή κοινωνία της γενέτειρας

γνώρισε στο σχολείο και έξω από το σχολείο καλλιεργημένους ανθρώπους, ανάμεσα

στους οποίους τον τοπικό ιστορικό Σπυρίδωνα Βλαντή και έναν ευπαίδευτο

καθολικό ιερέα, ο οποίος του δίδαξε τα πρώτα γαλλικά και ιταλικά. Η οικογένειά

του δεν ανήκε στις εύπορες, αλλά μέσα στην οικογένεια αυτή ήρθε σε πρώτη επαφή

με ορισμένα κείμενα, όπως ο Ερωτόκριτος που, παιδί, τον διάβαζε φωναχτά στα

υπόλοιπα μέλη την ώρα της καθιστικής δουλειάς. Τα παιδικά του χρόνια δεν

κύλησαν χωρίς πληγές που ακόνισαν την ευαισθησία του. Μαζί με την πρώτη

πνευματική καλλιέργεια και την πρώτη αγάπη για τη μουσική, ακόμη μαζί και με

τις πρώιμες αρχειακές ενασχολήσεις, η γενέτειρα τον γέμισε με παραστάσεις που,

μεταλλαγμένες σε νοσταλγία, του πρόσφεραν αργότερα ερμηνευτικά κλειδιά, τόσο

πρόσφορα για την κατανόηση των ποιητών της πατρίδας του, του Βαλαωρίτη και του

Σικελιανού.

Από τη Λευκάδα βρίσκεται με το πέρας των γυμνασιακών του σπουδών συφάμελα στην

Αθήνα, όπου φοιτά στη Φιλοσοφική Σχολή (1928-1933): μολονότι ξεχώριζε μερικούς

από τους καθηγητές του, τον Βορρέα, τον Οικονόμο, τον Άμαντο και τον Βέη, δεν

θεώρησε ποτέ ότι υπήρξε ο μαθητής των δύο τελευταίων, με τους οποίους

μοιραζόταν τα ίδια ειδικά ενδιαφέροντα. Στο Πανεπιστήμιο συμμετέχει στις

φοιτητικές ζυμώσεις, πνευματικές και πολιτικές, και προσανατολίζει τον

οικογενειακό του βενιζελισμό στα αριστερά. Χωρίς πιστοποιητικό κοινωνικών

φρονημάτων και με τη βοήθεια του Άμαντου, προσλαμβάνεται το 1936 στο

Μεσαιωνικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ συγχρόνως δουλεύει ως συντάκτης

στο Λεξικό του Δημητράκου με τη γενική εποπτεία του Δ. Γληνού. Ήδη ο Σβορώνος

είναι ένας δόκιμος ερευνητής με πυκνές δημοσιεύσεις νεοελληνικού κυρίως

ενδιαφέροντος και εκτεταμένες βιβλιοκρισίες στα έγκυρα επιστημονικά περιοδικά

της εποχής: Αθηνά (1937, 1938, 1939), Ελληνικά (1938),

Επετηρίς του Μεσαιωνικού Αρχείου (1939, 1940), Byzantinisch –

neugriechische Jahrbucher του Ν. Α. Βέη (1938, 1939) και στο Αφιέρωμα

εις Κ.Ι. Άμαντον (1940). Τα δημοσιεύματα αυτά, φιλολογικά και

ιστορικά, με την τεκμηριωτική τους υποδομή και τις ερμηνευτικές τους ακόμη

προθέσεις, κυρίως ως προς τους Φαναριώτες των Ηγεμονιών, δεν προαναγγέλλουν

τον κατοπινό Σβορώνο, δείχνουν όμως τον πραγματολογικό του εξοπλισμό με τον

οποίο θα φθάσει αργότερα (1945) στο Παρίσι.

Από την ανακήρυξή του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών, τον Μάιο

του 1976

Το 1939 επιστρατεύεται στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο (1940-41), βρίσκεται ως

έφεδρος ανθυπολοχαγός στην Αλβανία, στην Κατοχή παίρνει μέρος στην ΕΑΜική

αντίσταση στο πλαίσιο του ΕΛΑΣ Αθηνών και προσχωρεί στο ΚΚΕ. Στα Δεκεμβριανά

χάνει από αδέσποτη σφαίρα τον πατέρα του και άλλο ένα συγγενικό του πρόσωπο

και το 1943 ελπίζει ακόμη ότι θα υποστηρίξει στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης

με την εποπτεία του Ι. Βογιατζίδη μια μικρή σε έκταση αλλά μεγάλη ως θεματικό

διάγραμμα διδακτορική διατριβή με αντικείμενο τα νομίσματα στη διάρκεια της

οθωμανικής κυριαχίας: ανολοκλήρωτη, η διατριβή αυτή προαναγγέλλει έμμεσα τα

κατοπινά του ερευνητικά ενδιαφέροντα, αλλά και την απόκλισή του από τη συνήθη

θεματολογία των ελληνικών ιστορικών σπουδών τη στιγμή εκείνη. Το 1945

συγκαταλέγεται στους υποτρόφους που στέλνει ο Οκτάβιος Μερλιέ στη Γαλλία στο

πλαίσιο ενός σχεδίου διάσωσης αριστερών ανθρώπων των Γραμμάτων και των Τεχνών

που δεν είχαν πλέον μοίρα στον τόπο τους. Πριν φύγει για τη Γαλλία παίρνει

μέρος προφορικά στις συζητήσεις που προκάλεσαν οι «θέσεις» του Νίκου Ζαχαριάδη

για το ελληνικό έθνος: χρόνια μετά αναφερόταν σε μια συζήτηση ανάμεσα στους

δυο τους για το επίδικο αυτό ζήτημα και η επιστράτευση εννοιών που δεν

κυκλοφορούσαν τότε έδιναν εκ των υστέρων μεγαλύτερη σαφήνεια και συνάμα

δικαίωση στις απόψεις που αντέτασσε ο νέος ιστορικός στον κομμουνιστή ηγέτη,

τον οποίο ήθελε πάντα να βλέπει ως υποκείμενο της ιστορίας και όχι της

μικροχρονικής πολιτικής. Στο Παρίσι ο Σβορώνος δεν ανταποκρίθηκε στο κέλευσμα

του κόμματος για έξοδο στο βουνό: για την καθοδήγησή του το 1951 στο Παρίσι

ανήκει στην κατηγορία των «παλιών οργανωμένων» που αποτελούν μια «ομάδα

Ελλήνων Κομμουνιστών», πιστών στη γραμμή του ΚΚΕ, «χωρίς να έχει καμιά

κομματική ιδιότητα».

Για τον ίδιο καθοδηγητή, «κάμνει μάλλον δουλειά ιστοριοδίφη παρά ιστορικού.

Κάμνει επίσης μεγαλοϊδεάτικα παραστρατήματα» και μάλιστα είναι επηρεασμένος

«από τις αστικές θεωρίες περί δήθεν «αντικειμενικότητας» της ιστορικής

επιστήμης».

Το 1947, αφού είδε να εκπνέει η υποτροφία του και να έρχονται οι μέρες της

βιωτικής αβεβαιότητας, προσλαμβάνεται στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας

(CNRS) χάρη στις προθανάτιες φροντίδες του Γάλλου ιστορικού και ανατολιστή J.

Sauvaget, όπου παραμένει ως το 1969 με τον ανώτερο τίτλο του Διευθυντή

Ερευνών, για να ενταχθεί το 1969 ως Διευθυντής Σπουδών στο Δ’ Τμήμα της Ecole

Pratique des Hautes Etudes, διαδεχόμενος τον Paul Lemerle. Η δεκαετής

διδασκαλία του (1969-1979) επικεντρώνεται στη διονυχιστική ανάλυση βυζαντινών

φορολογικών και νομικών κειμένων με αιτούμενο τη διερεύνηση τόσο του ίδιου του

βυζαντινού δημοσιονομικού συστήματος όσο και των μορφών εργασίας, των θεσμών

των πόλεων και πρωτίστως τη διερεύνηση της αγροτικής οικονομίας. Συνεκτικές

εκθέσεις αυτών των πρωτότυπων παραδόσεων έχει παρουσιάσει στο Annuaire της

Σχολής (1969/70 – 1978/79). Το 1975 ξανάρχεται στην Ελλάδα έχοντας ταυτόχρονα

επανακτήσει την ελληνική ιθαγένεια που του είχε αφαιρεθεί το 1955.

Ο Νίκος Σβορώνος σε γλυπτό του Μέμου Μακρή που βρίσκεται τώρα στο Μουσείο Ρεθύμνου

Στη Γαλλία ο Σβορώνος ξεκινά ως ιστορικός του Νέου Ελληνισμού, ενώ συγχρόνως

προσανατολίζεται στις βυζαντινές σπουδές, πεδίο που, με τη διεύθυνση του Paul

Lemerle, πρόσφερε περισσότερες δυνατότητες ακαδημαϊκής ένταξης και ερευνητικής

δεξίωσης από το αντίστοιχο των μεσογειακών σπουδών στους νεώτερους χρόνους με

την πολυθεματικότητα και το γεωγραφικό εύρος των ερευνητικών δυνάμεων που

χάραζε το έργο του Fernand Braudel. Ο νεοελληνιστής Σβορώνος επιβλήθηκε με ένα

έργο, το Εμπόριο της Θεσσαλονίκης τον 18ο αιώνα, με το οποίο αποκτά το

Δίπλωμα της Ecole Pratique το 1947 και το οποίο εκδίδεται συμπληρωμένο και

ύστερα από εκδοτικές περιπέτειες το 1956.

Είναι ένα έργο που μέσα από την κίνηση ενός λιμανιού δείχνει τους όρους της

άνισης ανταλλαγής και ολοκληρώνεται μ’ ένα συνθετικό κεφάλαιο για τη

διαμόρφωση της, κατ’ εξοχήν εμπορικής, ελληνικής αστικής τάξης. Το 1953

εκδίδεται ένα άλλο, μικρό στην έκταση, βιβλίο, Η Ιστορία της Νεώτερης

Ελλάδας, «έργο εξωμότου», όπως χαρακτηρίστηκε από ορισμένο «εθνικόφρονα»

αθηναϊκό Τύπο και το οποίο του στοίχισε την αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας,

γιατί δεν υιοθετούσε την επίσημη εκδοχή για τον Εμφύλιο Πόλεμο και την

Αντίσταση. Το 1948 παρουσιάζει συνοπτικά την πρώτη σημαντική του μελέτη για το

Βυζάντιο στο 11ο Βυζαντινολογικό Συνέδριο, η οποία εκδίδεται στην αναπτυγμένη

της μορφή το 1951: πρόκειται για τον όρκο πίστης στον Βυζαντινό Αυτοκράτορα. Ο

βυζαντινολόγος Σβορώνος συμπορεύεται με τον νεοελληνιστή, για να παραχωρήσει ο

δεύτερος τη θέση του στον πρώτο: το 1959 παρουσιάζεται το σημαντικότατο έργο

του για το θηβαϊκό κατάστιχο. Τούτο δεν σημαίνει ότι ο Σβορώνος εγκατέλειψε τα

νεοελληνικά θέματα: σημαίνει ότι τα ευρετικά του ενδιαφέροντα εντοπίσθηκαν στο

Βυζάντιο, ενώ τα νεοελληνικά του σταμάτησαν ως προς την ευρετική, την

ερευνητική, διάστασή τους στον τεκμηριωτικό αμητό στον οποίο στηρίχθηκε το

Εμπόριο της Θεσσαλονίκης και στον οποίο συγκαταλεγόταν επίσης μια ταυτόχρονη

έρευνα για το εμπόριο της Σμύρνης και άλλη για τη μακεδονική και θρακική

ενδοχώρα. Οι κατοπινές νεοελληνικού ενδιαφέροντος εργασίες του είναι έργα

στοχασμού με εγγενείς συνθετικές απαιτήσεις και η γραφή τους γίνεται πολλές

φορές δοκιμιακή.

Οι βυζαντινολογικές του εργασίες διακρίνονται από την εξονυχιστική ανάλυση του

τεκμηρίου εν όψει μιας γενικής ερμηνείας. Είναι αξιοσημείωτο ότι το γενικό

ερμηνευτικό σχήμα είχε ήδη διατυπωθεί σε προγενέστερα μελετήματα, όπως στην

εργασία για τον όρκο, όπου μέσω της ιστορίας των θεσμών ανάγεται στο πρόβλημα

του εκφεουδαλισμού της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ή σε μια του άλλη συνεκτική

εργασία για την «αγροτική ζωή στο Βυζάντιο», δημοσιευμένη το 1956 στο

περιοδικό που έδινε τον τόνο στις γαλλικές σπουδές, τα Annales. Σημαντικό

μέρος των εργασιών του καλύπτει η έκδοση βυζαντινών κειμένων και η διερεύνηση

της παράδοσής τους: ποτέ η εκδοτική και ο υπομνηματισμός δεν γίνονται

αυτοσκοπός, αλλά τεκμηριωτικό έδρασμα για τη στερέωση ενός ερμηνευτικού

σχήματος. Η έκδοση των Νεαρών της Μακεδονικής Δυναστείας (μεταθανατίως, 1994),

του θηβαϊκού καταστίχου (1959), των αθωνικών τεκμηρίων (Λαύρα, 1970), αλλά και

η εργασία του για τη Μείζονα Σύνοψη των Βασιλικών (1964) είναι αφετηρίες για

την αποκάλυψη κοινωνικών και οικονομικών πραγματικοτήτων, κατά κύριο λόγο

αγροτικών, και για τη διασαφήνιση του τρόπου με τον οποίο μεταβαλλόταν η

βυζαντινή κοινωνία και, πρωτίστως ίσως, του τρόπου με τον οποίο μεταγραφόταν η

μεταβολή αυτή σε κείμενα που, αβασάνιστα, θα υπέβαλλαν είτε την εντύπωση της

ακινησίας είτε κάποτε των απότομων μεταβολών. Ο Σβορώνος δεν περίμενε ποτέ από

τα κείμενα τη ρητή βεβαίωση των πραγματικοτήτων στις οποίες αναφέρονται:

αναδιάτασσε τα στοιχεία τους σε μια δική του υπόθεση και τα καταστούσε από

ανυποψίαστους σε συνειδητούς μάρτυρες. Με τέτοιου είδους ερμηνευτική πρόβαση

σκιαγράφησε το αδιέξοδο ανάμεσα στη συγκρότηση μεγάλης ιδιοκτησίας και στη

διαιώνιση, στο εσωτερικό της, της οικογενειακής αγροτικής εκμετάλλευσης,

ορίζοντας σε γενικευτικό επίπεδο τα όρια του πλεονάσματος και δείχνοντας πού

στομώνονται οι υποτιθέμενοι δυναμικοί συντελεστές της βυζαντινής οικονομίας.

Όλα αυτά χωρίς την εκφορά καμιάς μεθοδολογίας και, περισσότερο, καμιάς

θεωρίας: η μια και η άλλη υποσημαίνονταν στην τεχνική και στην ερμηνευτική των

εργασιών του.

Λευκάδα 1920. Ο Ν. Σβορώνος με τον πατέρα του που έχασε από αδέσποτη σφαίρα

στα Δεκεμβριανά – Αθήνα 1943. Έτοιμος ιστορικός, δύο χρόνια πριν φύγει για την

μεγάλη πορεία στο Παρίσι

Δεν είναι εδώ ο τόπος για την παρουσίαση των δυο εκατοντάδων περίπου

δημοσιευμάτων που μας άφησε για κεντρικά ζητήματα της βυζαντινής και

νεοελληνικής ιστορίας ούτε για τη σύνοψη των ερμηνειών του, που ο ίδιος

φρόντισε να τη δώσει σε συνθετικά κείμενα όπως η εισαγωγή στην ελληνική έκδοση

της Ιστορίας της Νεώτερης Ελλάδας (1976), όπου καταδεικνύει με ποιους τρόπους

οι Έλληνες είναι διαχρονικά υποκείμενα της ιστορίας. Επιστρέφοντας στα

βιογραφικά του, όταν το 1975 ξαναγυρίζει στην Ελλάδα, παρά τις κάποιες

μικρόψυχες και παράτονες αμφισβητήσεις, γνωρίζει ό,τι δεν του έλαχε να βρει

στη Γαλλία: από την ακαδημαϊκή αναγνώριση, που ήδη την είχε αποκτήσει διεθνώς,

γεύεται την πανεθνική και τις δημόσιες τιμές. Κυρίως έρχεται σε επαφή με ένα

πλατύ κοινό, η πλειονότητα του οποίου ζητούσε από τον λόγο του απαντήσεις που

αφορούσαν γενικά, υπερατομικά αιτούμενα. Άλλοι τον χρησιμοποίησαν ως άλλοθι

και άλλοι ως μέσο. Δύο πανεπιστήμια τον ανακηρύσσουν επίτιμο διδάκτορα (Αθηνών

1976, Θεσσαλονίκης 1977) ή τον καλούν να διδάξει (κυρίως Κρήτης, 1981-1986)·

τον κάνουν πρόεδρο στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (1983-86), αντιπρόεδρο ή μέλος

αλλού· όταν πεθαίνει, το 1990, κηδεύεται με δημόσια δαπάνη και η γενέτειρά του

προσφέρει τη στερνή κατοικία με δύο σύμβολα, μιαν ελιά και έναν αργό λίθο. Ο

ίδιος δέχθηκε τις τιμές και είχε επίγνωση της χρησιμοποίησής του: προσπάθησε

μέσα στο δοτό πλαίσιο δράσης να ωφελήσει και να δώσει, ανάμεσα στα άλλα, ένα

καθεστώς στους ερευνητές, χωρίς ωστόσο να μπορέσει να πείσει τους αρμοδίους

για ένα πάγιο και αυτονόητο ιδανικό: τη σύνδεση της παραγωγής της γνώσης με τη

μετάδοση της γνώσης ή αλλιώς την οργάνωσή της. Γιατί όμως ο Νίκος Σβορώνος

μπορεί να συγκαταλεχθεί στους ξεχωριστούς νεκρούς που άνθησαν στην Ελλάδα και

για την Ελλάδα από το 1901 ως και το 2000, που λήγει η χιλιετία;

Όχι μόνο γιατί υπήρξε ένας κάλλιστος ιστορικός που συγκαταλέχθηκε στη διεθνή

ιστορική επιστήμη και ενσωμάτωσε σ’ αυτή τη δική του γραφή, μάλιστα εκείνη που

αφορούσε τον Νεώτερο Ελληνισμό με εμφανέστερο συνδετικό, ως προς την

τελευταία, κρίκο τον Ernest Labrousse και λιγότερο τον Braudel, αφού οι

διεθνείς υποδοχές για τις βυζαντινές σπουδές ήταν ήδη δεδομένες· ούτε μόνο

γιατί η προσωπική του συμβολή στην ανάπτυξη των βυζαντινών ερευνών έχει την

ατομική του και μη επικαλυπτόμενη σφραγίδα, παρά τις συνέχειες που γνώρισαν οι

καίριες ερμηνευτικές και μεθοδολογικές του προτάσεις: συγκαταλέγεται στη

χορεία των εκπροσώπων, για τον πρόσθετο λόγο ότι επηρέασε με τα έργα και τη

διδασκαλία του τη σύγχρονη ελληνική ιστορική έρευνα συμβάλλοντας με καίριο

τρόπο στην αναμόρφωση της συλλογικής φυσιογνωμίας της και στη διεύρυνση των

θεματικών της πεδίων, στον αναστοχασμό των ερμηνευτικών της σχημάτων και στην

αναθεώρηση των βεβαιοτήτων της. Ο Σβορώνος όμως με το προσωπικό του παράδειγμα

εικονογραφεί τη διπλή ιστορία της γενιάς της Αντίστασης, την ιστορία της

θυσίας ή του συμβιβασμού και την ιστορία της πνευματικής ανθοφορίας,

προϋπόθεση της οποίας ήταν η ύπαρξη πολιτικής ελευθερίας, ό,τι δηλαδή έλειπε

από την εμφυλιακή και μετεμφυλιακή Ελλάδα. Από την άποψη αυτή ο πολιτικός, σε

τελευταία ανάλυση, Νίκος Σβορώνος εκφράζει με τον τρόπο του μια πιθανότητα της

σύγχρονης ελληνικής ιστορίας που με μεγάλη χρονική καθυστέρηση έγινε μερική

και, ως ένα βαθμό, αποδυναμωμένη πραγματικότητα: πρόκειται για την

εξατομίκευση αυτού που χαρακτήριζε ως «αντιστασιακό χαρακτήρα» της νεώτερης

ελληνικής ιστορίας.

*Ο Σπύρος Ι. Ασδραχάς είναι ιστορικός στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του ΕΙΕ