Οι άνθρωποι που σημάδεψαν την κοινωνική και πνευματική ζωή του αιώνα που

φεύγει, όπως τους σκιαγραφούν ειδικοί συνεργάτες των «ΝΕΩΝ»

«Μια νέα πολιτική φυσιογνωμία. Ένας πολιτικός που μας τον δίνει η Πάτρα. Ο

Δημήτριος Γούναρης». Με αυτά τα λόγια ο Βλάσης Γαβριηλίδης προλογίζει σε άρθρο

του στην εφημερίδα «Ακρόπολις» την εμφάνιση του Δημητρίου Γούναρη στον

πολιτικό στίβο, υποστηρίζοντάς τον ενθουσιωδώς κατά την πρώτη προεκλογική του

εκστρατεία το 1902 (φ. 14ης Νοεμβρίου 1902). Λέγεται ότι ο Γ. Θεοτόκης είχε

ενθαρρύνει τον Γούναρη να αναμειχθεί στην πολιτική, όταν, ως πρωθυπουργός της

χώρας, είχε παραστεί στην κηδεία του Θάνου Κανακάρη και είχε θαυμάσει τον

Γούναρη, ο οποίος είχε εκφωνήσει τον επικήδειο (1902). Ωστόσο, ο Δ. Γούναρης

είχε αναμειχθεί στην πολιτική νωρίτερα, αφού τότε είχε ήδη σχηματίσει γύρω του

μια πρώτη πολιτική ομάδα, που συγκεντρωνόταν στο συμβολαιογραφείο του Ανδρ.

Αντωνόπουλου, στην Πλατεία Γεωργίου, σχεδόν κάθε απόγευμα. Οι Πατρινοί

αποκαλούσαν τα μέλη της ομάδας αυτής «γοβιούς».

Ο Δημήτριος Γούναρης γεννήθηκε στην Πάτρα τον Ιανουάριο του 1867. Ήταν γιος

τού καταγόμενου από παλιά οικογένεια εμπόρων του Άργους Παναγιώτη Γούναρη, ο

οποίος υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη του Εμπορικού Συλλόγου Πατρών «Ερμής»

(1868). Επεράτωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Α’ Γυμνάσιο της Πάτρας. Από το

1884 έως το 1889 φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου

έλαβε πτυχίο με βαθμό «Άριστα». Με προσωπική μελέτη έμαθε τέσσερις ευρωπαϊκές

γλώσσες (γερμανικά, γαλλικά, αγγλικά και ιταλικά). Συνέχισε τις σπουδές του

επί τρία χρόνια στη Γερμανία (Λειψία, Χαϊδελβέργη και Μόναχο), επί ένα χρόνο

στο Παρίσι και τέλος στο Λονδίνο. Κατά τα χρόνια αυτά επιδόθηκε με ιδιαίτερο

ζήλο σε μελέτες ιστορικές, κοινωνιολογικές, φιλοσοφικές. Όμως, η μεγάλη

σταφιδική κρίση επηρέασε τις εμπορικές επιχειρήσεις τού πατέρα του και ο

Γούναρης αναγκάστηκε το 1892 να επιστρέψει στην Πάτρα, όπου άνοιξε δικηγορικό

γραφείο. Διαθέτοντας σπάνια μόρφωση και όντας προικισμένος εκτός από

αδιαμφισβήτητη ευφυΐα και με το χάρισμα της ευφράδειας, διακρίθηκε αμέσως και

μέσα σε ελάχιστο χρόνο απέκτησε τη φήμη του «πρώτου δικανικού ρήτορος της Πελοποννήσου».

Στις εκλογές του 1902 ο Γούναρης εξέθεσε υποψηφιότητα ως ανεξάρτητος,

επαγγελλόμενος την πολιτική εξυγίανση της χώρας. Η εφημερίδα «Ακρόπολις»

δημοσίευσε συνέντευξή του πάνω σε όλα τα κρίσιμα προβλήματα της Ελλάδας (φ.

12ης, 13ης και 14ης Νοεμβρίου 1902). Η συνέντευξη αυτή αποτελεί ουσιαστικά το

πρώτο αξιόλογο πολιτικό κείμενό του. Ο Γούναρης, που πολύ γρήγορα εξελίχτηκε

σε μια από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες της Ελλάδας, στην αρχή

τουλάχιστον της πολιτικής σταδιοδρομίας του εμφανίστηκε με πολύ προχωρημένες

φιλελεύθερες θέσεις.

Όμως, παρ’ ότι υποστήριζε ότι το μέλλον της χώρας ανήκε στον σοσιαλισμό, εν

τούτοις, δεν καθόριζε το περιεχόμενο αυτού του σοσιαλισμού, τον οποίο

εκλάμβανε ως τρόπο διανομής του πλούτου, ως κοινωνικό σύστημα αναφερόμενο

αποκλειστικά και μόνο στην απολαβή των οικονομικών αγαθών και σε καμία

περίπτωση στην κατοχή πάνω στα μέσα παραγωγής τους. Σε γενικές γραμμές, οι

απόψεις του Γούναρη πάνω στα κοινωνικά προβλήματα ήταν ασαφείς και

αντιφατικές. Αντί δε με την πάροδο του χρόνου να αποκτά προοδευτικότερες

αντιλήψεις, αντίθετα, ωθείτο όλο και περισσότερο προς τον πολιτικό

συντηρητισμό, με αποτέλεσμα στα χρόνια του Εθνικού Διχασμού να έχει εξελιχθεί

στον κύριο ηγέτη της αντιβενιζελικής μερίδας του κωνσταντινισμού.

Το 1902, στις πρώτες εκλογές που έθεσε υποψηφιότητα ως ανεξάρτητος, ο Γούναρης

θριάμβευσε. Ήταν η εποχή κατά την οποία ολόκληρη η Πελοπόννησος ήταν ανάστατη

λόγω της μεγάλης σταφιδικής κρίσης. Στις αρχές του 1903 έγινε πρόταση από μια

ομάδα Άγγλων κεφαλαιούχων να αγοράζουν μονοπωλιακά τη σταφίδα για είκοσι

χρόνια. Η πρόταση προκάλεσε ενθουσιασμό στους σταφιδοπαραγωγούς της

Πελοποννήσου, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων τασσόταν υπέρ του μονοπωλίου.

Ο Γούναρης κατά τη συζήτηση στη Βουλή του θέματος της Σύμβασης του Μονοπωλίου,

κατέθεσε ουσιώδεις τροπολογίες, δηλώνοντας ότι αν αυτές δεν γίνονταν αποδεκτές

η Σύμβαση δεν θα έπρεπε να ψηφιστεί. Οι προτάσεις και άλλων βουλευτών, αλλά

κυρίως οι αγορεύσεις του Γούναρη, πυροδότησαν την ήδη έκρυθμη κατάσταση στις

σταφιδοπαραγωγούς επαρχίες της Πελοποννήσου. Σε όλες τις πόλεις γίνονταν

ένοπλα συλλαλητήρια με μεγάλη συμμετοχή χωρικών, εργατών και αστών. Εναντίον

του Γούναρη εκτοξεύονταν «αραί και αναθέματα», ενώ τόση ήταν η έξαψη των

πνευμάτων, ώστε το σπίτι του στην Πάτρα λιθοβολήθηκε. Στον Πύργο

κατασκευάστηκαν ομοιώματα από άχυρο των βουλευτών Γούναρη και Πετιμεζά, τα

οποία κάηκαν στην πλατεία των καφενείων κατά τη διάρκεια συλλαλητηρίου.

Η αρνητική στάση του Γούναρη απέναντι στο θέμα αυτό, καθώς και η γενικότερη

τοποθέτησή του, με την οποία εγκαινίασε την πολιτική του σταδιοδρομία, με

αποκορύφωμα την εγκατάλειψη από μέρους του της θέσης του ανεξάρτητου βουλευτή

και την προσχώρησή του στο θεοτοκικό κόμμα, δημιούργησαν πολλές αντιπάθειες

εις βάρος του στην περιοχή της εκλογικής του περιφέρειας.

Στις εκλογές του Φεβρουαρίου 1905, τις οποίες κέρδισε ο Θ. Δηλιγιάννης με

μεγάλη πλειοψηφία, ο Γούναρης δεν εξελέγη. Όμως στις εκλογές του 1906 ο

Γούναρης επανεξελέγη πανηγυρικά, αφού ήρθε πρώτος βουλευτής της περιφέρειάς

του με 9.344 ψήφους, από τις οποίες έλαβε 5.519 μέσα στην ίδια την Πάτρα.

Η δεύτερη θητεία του Δ. Γούναρη στη Βουλή υπήρξε πλούσια σε δραστηριότητες,

αλλά και ενδεικτική της πολιτικής του αστάθειας. Λίγους μήνες μετά την είσοδό

του στη Βουλή σχημάτισε μαζί με τους Στ. Δραγούμη, Εμμ. Ρέπουλη, Ανδρ.

Παναγιωτόπουλο, Α. Αλεξανδρή, Π. Πρωτοπαπαδάκη και Χ. Βοζίκη μια μικρή

προοδευτική κοινοβουλευτική ομάδα, που είχε για σκοπό της να αγωνιστεί κατά

του παλαιοκομματισμού και της φαυλοκρατίας. Την ομάδα αυτή αποκάλεσε ο Βλάσης

Γαβριηλίδης από τις στήλες της «Ακροπόλεως», «ομάδα των Ιαπώνων», για τη

μαχητικότητα και την αποφασιστικότητα των μελών της, αντίστοιχη με εκείνη που

είχαν επιδείξει οι Ιάπωνες στρατηγοί κατά τη διάρκεια τού τότε διεξαγόμενου

ρωσοϊαπωνικού πολέμου. Έτσι, με το όνομα «Ιάπωνες» πολιτογραφήθηκαν στην

πολιτική ιστορία της χώρας αυτοί για τους οποίους ο Γαβριηλίδης έγραφε: «Τι θα

πη κρυφός και σκοτεινός πόλεμος δεν γνωρίζουν. Την παρασκηνιακήν διπλωματίαν

δεν την παραδέχονται. Αδιάλλακτοι κοινοβουλευτικοί δεν αναγνωρίζουν άλλο

πεδίον δράσεως έξω από την αίθουσαν του Κοινοβουλίου. Οχυρωμένοι εις την άκραν

αριστεράν κατοπτεύουν από εκεί τας κινήσεις του εχθρού, κάμνουν εξαφνικήν

επίθεσιν, ορμητικήν, απότομον, απροκάλυπτον, κατά μέτωπον…» (φ. 10ης

Φεβρουαρίου 1907).

Οι «Ιάπωνες» έδωσαν πολλές μάχες στη Βουλή. Ο Θεοτόκης κατόρθωσε να σταματήσει

την έντονη αντίδρασή τους, προσφέροντάς τους υπουργικές θέσεις. Κατά τον

ανασχηματισμό της κυβέρνησης, ο Γούναρης ανέλαβε το υπουργείο Οικονομικών (21

Ιουνίου 1908 – 14 Φεβρουαρίου 1909). Η υπουργοποίηση του Γούναρη απογοήτευσε

όσους πίστευαν στην αναγκαιότητα της πολιτικής αλλαγής, ενώ συνέβαλε στο να

διατηρηθεί για κάποιο ακόμα διάστημα η κυβέρνηση Γ. Θεοτόκη. Εκ των υστέρων

εκτιμήθηκε ότι υπήρξε λάθος τού Γούναρη ο συμβιβασμός του με το πολιτικό

«κατεστημένο», που είχε τόσο βίαια πολεμήσει στα πρώτα χρόνια της πολιτικής

του σταδιοδρομίας.

Ο Γούναρης μαζί με τον προϋπολογισμό του 1909 κατέθεσε νομοσχέδια για

αναδιοργάνωση των υπηρεσιών του υπουργείου Οικονομικών, του Γενικού

Λογιστηρίου του Κράτους, καθώς και φορολογικά νομοσχέδια που ανακούφιζαν τις

λαϊκές τάξεις, τα οποία δεν ψηφίστηκαν ποτέ. Όπως έγραψε η εφημερίδα «Πατρίς»:

«Σοσιαλιστής απεδείχθη ο κ. Γούναρης διά της φορολογίας του εισοδήματος. Διατί

τάχα να φορολογούνται, εν Ελλάδι, αι λαϊκαί τάξεις και ουχί αι μεγάλαι

εταιρείαι, οι πλούσιοι και οι εκατομμυριούχοι;» (φ. 19ης Νοεμβρίου 1908).

Τελικά, ο Γούναρης παραιτήθηκε από υπουργός Οικονομικών τον Φεβρουάριο του

1909 εξαιτίας διαφωνιών του με τη δημοσιονομική πολιτική του Θεοτόκη.

Από πρωθυπουργός το 1921 σε σύσκεψη με στρατιωτικούς, στο εδώλιο του έκτακτου

στρατοδικείου (δεύτερος από αριστερά) με τους Πρωτοπαπαδάκη, Στράτο και

Θεοτόκη που τον καταδίκασε στις 31/10 του ’22 σε θάνατο

Η στάση του Γούναρη απέναντι στον Στρατιωτικό Σύνδεσμο και το κίνημα στο Γουδί

που ακολούθησε ήταν αρνητική. Η πίστη του στον κοινοβουλευτισμό τον έκανε να

μην αποδέχεται το δικαίωμα του στρατού να παρεμβαίνει στην πολιτική ζωή της

χώρας. Ίσως να εστερείτο πολιτικής διορατικότητας, την οποία διέθετε ο μεγάλος

αντίπαλός του Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος δεχόμενος να γίνει εντολοδόχος

του Στρατιωτικού Συνδέσμου, κατόρθωσε σύντομα με τη συνδρομή και του αρχηγού

του Στρατιωτικού Συνδέσμου, συνταγματάρχη Ν. Ζορμπά, να περιορίσει τους

στρατιωτικούς μόνο στα στρατιωτικά τους καθήκοντα. Στις εκλογές του 1910 ο

Γούναρης δεν έθεσε υποψηφιότητα, χάνοντας έτσι τη δυνατότητα να συμβάλει στην

αναθεώρηση του Συντάγματος του 1864 με τη συμμετοχή του στη Β’ Αναθεωρητική

Βουλή του 1911.

Στις βουλευτικές εκλογές της 12ης Μαρτίου 1912, το κόμμα των Φιλελευθέρων υπό

τον Ελ. Βενιζέλο υπερίσχυσε με το σύνθημα για ανόρθωση και το αίτημα για

αλλαγή, παρά τη σύμπηξη ενιαίου εκλογικού συνασπισμού των τεσσάρων ισχυρότερων

παλαιών κομμάτων, των Γ. Θεοτόκη, Δ. Ράλλη, Κ. Μαυρομιχάλη και Α. Ζαΐμη. Ο Δ.

Γούναρης εξελέγη τότε ανεξάρτητος βουλευτής Αχαιοηλίδος με τη ρητή δήλωση ότι

θα είναι «αντιπολιτευόμενος». Ο παλαιός πολιτικός κόσμος, που κατά κύριο λόγο

ήταν φορέας φιλελεύθερων συντηρητικών τάσεων, αναζήτησε τον πολιτικό ηγέτη του

στο πρόσωπο του Δ. Γούναρη, ο οποίος υπήρξε εκφραστής τολμηρών και

ριζοσπαστικών ιδεών στο Κοινοβούλιο κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Τα

πράγματα άρχισαν να παίρνουν δραματική τροπή, όταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος

διαφώνησε με την εισήγηση του Βενιζέλου να συμμετάσχει η Ελλάδα στην

επιχείρηση των Αγγλογάλλων στα Δαρδανέλλια, γεγονός που οδήγησε στην παραίτηση

του Βενιζέλου από την κυβέρνηση. Ο βασιλιάς και οι σύμβουλοί του στράφηκαν

αμέσως προς τον Γούναρη, ο οποίος σχημάτισε κυβέρνηση στις 24 Φεβρουαρίου

1915.

Η σύμπλευσή του με την ουδετερόφιλη στάση του Κωνσταντίνου κατά τον Α’

Παγκόσμιο Πόλεμο, που ερμηνεύτηκε από τους Συμμάχους ως νίκη της γερμανικής

διπλωματίας, συνέβαλε κατά τους λίγους μήνες που παρέμεινε στην εξουσία στην

επιδείνωση της κρίσης και στην ένταση του Εθνικού Διχασμού. Με την επάνοδο του

Βενιζέλου μετά τις εκλογές της 31ης Μαΐου 1915 κορυφώθηκε η συνταγματική κρίση

μεταξύ θρόνου και κυβέρνησης για την εξωτερική πολιτική που θα ακολουθούσε η

χώρα, με αποτέλεσμα να παραιτηθεί και πάλι ο Βενιζέλος. Μέσα σ’ αυτή την

πρωτοφανή κρίση που χώρισε την Ελλάδα στα δύο, κύριος ηγέτης του

αντιβενιζελισμού αναδείχθηκε ο Δ. Γούναρης.

Τον Ιούνιο του 1917, οπότε ο Κωνσταντίνος αναχώρησε για το εξωτερικό και

ορκίστηκε βασιλιάς ο Αλέξανδρος, άρθηκε ο αποκλεισμός από τους Συμμάχους και ο

Γούναρης, που είχε θεωρηθεί γερμανόφιλος, εξορίστηκε στο Αιάκειο της Κορσικής.

Ο Δ. Γούναρης επέστρεψε στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1920 για να συμμετάσχει

στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου, αναλαμβάνοντας ουσιαστικά την αρχηγία του

αντιβενιζελικού συνασπισμού. Το κόμμα του των Εθνικοφρόνων, που ήταν το πιο

ισχυρό στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο, μετονομάστηκε τότε σε Λαϊκό. Στις 12

Οκτωβρίου εξεφώνησε στην Πάτρα έναν από τους πιο σημαντικούς λόγους του. Αφού

καυτηρίασε την «τυραννία» του Βενιζέλου, που από τον Ιούνιο του 1917 είχε

προβεί σε διώξεις, φυλακίσεις, εκτοπίσεις των πολιτικών του αντιπάλων,

ανέπτυξε ορισμένες από τις πιο προοδευτικές ιδέες που είχαν ακουστεί μέχρι

τότε στην Ελλάδα. Τόσο προοδευτικές ήταν οι ιδέες αυτές του Γούναρη, ώστε η

«Εστία» έγραψε σε κύριο άρθρο της: «Ο ελλογιμώτατος κ. Γούναρης εκήρυξε και τα

Σοβιέτ» (φ. 14ης Οκτωβρίου 1920). Μετά την πρωτοφανή ήττα του Βενιζέλου στις

εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, ο Γούναρης, αν και ήταν ο ουσιαστικός ηγέτης

της Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως, δεν ανέλαβε την κυβέρνηση προκειμένου να

αμβλυνθούν οι αναμενόμενες εχθρικές αντιδράσεις της Αντάντ. Η πρωθυπουργία

δόθηκε στην αρχή στον Δ. Ράλλη και στη συνέχεια στον φιλοαντατικό Ν.

Καλογερόπουλο. Ωστόσο, ο κύριος μοχλός που κινούσε τα νήματα ήταν ο Γούναρης,

ο οποίος ανέλαβε το υπουργείο Στρατιωτικών. Την περίοδο εκείνη χωρίς να έχει

παύσει να υφίσταται το δημοφιλές αίτημα για τη λήξη του Μικρασιατικού πολέμου

και την αποστράτευση, είχε αναπτυχθεί, παράλληλα, ένα κλίμα έντονου

εθνικισμού, με αποτέλεσμα να μην αντιμετωπίζεται ευνοϊκά η προοπτική τής

«υποχωρήσεως». Ταυτόχρονα, οι ενέργειες του Γούναρη έδειχναν ότι ωθείτο σε

πολλές αποφάσεις από μια «συμπλεγματική» σχεδόν διάθεση ανταγωνισμού προς τον

αρχηγό των Φιλελευθέρων. Τελικά, επειδή δεν ήταν αποδεκτή η έννοια

«υποχώρηση», που ισοδυναμούσε με ήττα, επελέγη από το αντιβενιζελικό

στρατόπεδο η λύση της προέλασης. Έτσι, όχι μόνο δεν ανέστειλε ο Γούναρης τις

πολεμικές επιχειρήσεις στη Μ. Ασία, αλλά, έχοντας και τη συγκατάθεση του

πρωθυπουργού της Αγγλίας Λόυντ Τζωρτζ, ενίσχυσε τις επιθετικές επιχειρήσεις

για συντριβή ή απώθηση του εχθρού.

Ο ίδιος ο Γούναρης ορκίστηκε, τελικά, πρωθυπουργός στις 26 Μαρτίου 1921 και

ακολούθησε τακτική διώξεων κατά των βενιζελικών, διώξεων που λειτουργούσαν και

ως αποπροσανατολιστικοί μηχανισμοί στην απαίτηση της κοινής γνώμης για την

ύπαρξη «υπευθύνων». Τον Ιούλιο του 1921 η ελληνική επίθεση είχε πετύχει τον

πρώτο της αντικειμενικό στόχο, την κατάληψη των κόμβων Εσκί – Σεχίρ και Αφιόν

– Καραχισάρ. Όμως, δεν είχε πετύχει τον δεύτερο και κύριο σκοπό της, την

εξουδετέρωση του εχθρού. Τον Αύγουστο του 1921 ακολούθησε η πορεία προς

Σαγγάριο και Άγκυρα. Όμως, από τότε άρχισε να εμφανίζεται πτώση στο ηθικό του

ελληνικού στρατού στο Μικρασιατικό Μέτωπο. Παράλληλα είχε σημάνει «το τέλος

της κοινής πολιτικής των κομμάτων διά το εθνικόν ζήτημα». Από τον Σεπτέμβριο

του 1921 δεν μπορούσε πια να υπάρχει παρά μόνο διπλωματική λύση του

μικρασιατικού δράματος. Το 1922 δεν ξεκίνησε με καλούς οιωνούς για την Ελλάδα

και ο χρόνος δρούσε εις βάρος της. Για πόσο ακόμα θα μπορούσε ο ελληνικός

στρατός να παραμείνει στο Μικρασιατικό Μέτωπο με ημερήσιο κόστος 8

εκατομμυρίων δραχμών και μάλιστα χωρίς εξωτερική ενίσχυση της ελληνικής

οικονομίας. Επιπρόσθετα, διάχυτος ήταν ο φόβος να χάσει η Ελλάδα όλα τα

πλεονεκτήματα της Συνθήκης των Σεβρών. Παρ’ όλα αυτά και παρά τη σχετική

πρόταση των Δυνάμεων, ο Γούναρης δήλωνε τον Μάρτιο του 1922 ότι δεν σκόπευε να

εγκαταλείψει τη Μικρά Ασία. Η κυβέρνηση Γούναρη παραιτήθηκε στις 3 Μαΐου 1922.

Τον ίδιο μήνα, μετά την παραίτηση του στρατηγού Παπούλα, στάλθηκε στο μέτωπο ο

νέος αρχηγός Στρατιάς Γ. Χατζανέστης. Στο μεταξύ οι διπλωματικές ενέργειες της

Αντάντ συνεχίζονταν με αργό ρυθμό μέχρι τον Αύγουστο, οπότε άρχισε η δυναμική

τουρκική αντεπίθεση. Αποτέλεσμα υπήρξε η κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου

τον Αύγουστο του 1922. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την εγκατάσταση της

Επαναστατικής Επιτροπής στην Αθήνα, άμεση δράση ανέλαβε ο Θ. Πάγκαλος, ο

οποίος διέταξε εκτεταμένες συλλήψεις αντιβενιζελικών, πολιτικών και

στρατιωτικών. Ο χαρακτήρας του στρατιωτικού κινήματος, της «Επανάστασης

στρατού και στόλου», που ανέλαβε τότε την αρχή, βασίστηκε στην ανάγκη της

πίστης στο γεγονός ότι «ο ελληνικός στρατός δεν νικήθηκε, αλλά προδόθηκε».

Έτσι η αναζήτηση των αιτίων της ήττας ­ αποκλείοντας την κριτική στροφή προς

εξέταση των συγκεκριμένων συνθηκών, ελληνικών και ξένων, που οδήγησαν στην

καταστροφή ­ στο ιδεολογικό επίπεδο που υιοθέτησε η «Επανάσταση», υπήρξε η

άμυνα απέναντι στην τραυματική εμπειρία της καταστροφής ενός ολόκληρου λαού,

τον οποίο δεν οδηγούσε πλέον το όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Στις 12 Οκτωβρίου

1922 συστάθηκε το έκτακτο στρατοδικείο που δίκασε τους υπευθύνους της

Μικρασιατικής Καταστροφής («Δίκη των Εξ»).

Στο στρατοδικείο παραπέμφθηκαν οι Δ. Γούναρης, Π. Πρωτοπαπαδάκης, Γ.

Μπαλτατζής, Ξ. Στρατηγός, Μ. Γούδας, Ν. Στράτος, Ν. Θεοτόκης και Γ.

Χατζανέστης με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Παρά την εύλογη αίτηση της

υπεράσπισης, ο πρόεδρος δεν διέκοψε τη δίκη λόγω της σοβαρής ασθένειας του Δ.

Γούναρη, ο οποίος είχε προσβληθεί από τύφο και χρειάστηκε να μεταφερθεί σε

κλινική. Χωρίς να απολογηθεί ο Γούναρης, ο πρόεδρος του στρατοδικείου,

στρατηγός Οθωναίος, ανακοίνωσε την απόφαση τις πρωινές ώρες της 15ης Νοεμβρίου

1922, σύμφωνα με την οποία κρίνονταν ένοχοι όλοι οι κατηγορούμενοι. Παμψηφεί

καταδικάστηκαν σε θάνατο οι Δ. Γούναρης, Γ. Χατζανέστης, Ν. Στρατηγός, Π.

Πρωτοπαπαδάκης, Γ. Μπαλτατζής και Ν. Θεοτόκης και σε ισόβια δεσμά οι Μ. Γούδας

και Ξ. Στρατηγός. Η απόφαση του στρατοδικείου εκτελέστηκε την ίδια ημέρα. Παρά

τις αναμφισβήτητες ευθύνες των κατηγορουμένων για τη Μικρασιατική Καταστροφή,

η παραπομπή τους με το συγκεκριμένο κατηγορητήριο και η καταδίκη τους με το

κατηγορητήριο αυτό υπήρξαν πράξεις σκοπιμότητας, «εθνικής σκοπιμότητος», όπως

παραδέχτηκε αργότερα ο Πάγκαλος και άλλοι από τους πρωταγωνιστές της εποχής.

Άλλωστε από κανένα στοιχείο της ακροαματικής διαδικασίας δεν προέκυψε η ύπαρξη

δόλου των κατηγορουμένων. Σε αγόρευσή του, οκτώ χρόνια αργότερα στη Βουλή (25

Ιουνίου 1930), ο Βενιζέλος ανέφερε ότι από πουθενά δεν εξάγεται η παραμικρή

αμφισβήτηση του πατριωτισμού τού Γούναρη, ο ίδιος μάλιστα απέδωσε την άρνηση

του Γούναρη να εγκαταλείψει τη Μικρά Ασία σε υψηλό αίσθημα πατριωτισμού. Όμως,

χωρίς τον εξαγνιστικό μύθο της «εσχάτης προδοσίας» των διαχειριστών της

εξουσίας κατά τη διετία 1920-1922 και την αποκλειστική τους ευθύνη, δεν ήταν

δυνατόν να κλείσει το δράμα της καταστροφής. Όπως αναφέρει επιγραμματικά ο

αρθρογράφος του βενιζελικού «Ελευθέρου Βήματος»: «του Ελληνισμού η σκληροτάτη

Ειμαρμένη ηξίωσε την θυσίαν» (φ. 17ης Νοεμβρίου 1922).

* Η Καίτη Αρώνη-Τσίχλη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο