Οι άνθρωποι που σημάδεψαν την κοινωνική και πνευματική ζωή του αιώνα που

φεύγει, όπως τους σκιαγραφούν ειδικοί συνεργάτες των «ΝΕΩΝ»

Ο Διονύσιος Ζακυθηνός δικαιούται επάξια να πάρει μια θέση ανάμεσα στους

Έλληνες του 20ού αι. επειδή είναι ο κορυφαίος ιστορικός του Βυζαντίου που

δίδαξε στην Ελλάδα και μάλιστα αυτός που ανέδειξε την ελληνική ιστορική έρευνα

για το Βυζάντιο σε διεθνή περιωπή. Θα ήταν βέβαια άδικο να υποθέσει κανείς πως

δεν υπήρχαν πριν από αυτόν Έλληνες επιστήμονες που γνώριζαν εις βάθος τον

Βυζαντινό κόσμο. Ωστόσο, ο Ζακυθηνός είναι ο πρώτος που απομακρύνθηκε από τον

παραδοσιακό και περιορισμένης εμβέλειας προβληματισμό κι αποφάσισε να εξετάσει

το Βυζάντιο από νέες σκοπιές, τις σκοπιές που είχε προσδιορίσει η διεθνής

επιστήμη της ιστορίας, δηλαδή τη διοικητική, την οικονομική και την κοινωνική.

Παράλληλα, οι απασχολήσεις του στον τομέα της παιδείας, αλλά και της πολιτικής

τον ανέδειξαν σε δημόσια μορφή. Και το παράδειγμά του παραμένει πάντα πηγή έμπνευσης.

Ο καθηγητής Δ.Α. Ζακυθηνός με στολή ακαδημαϊκού

Ο Ζακυθηνός γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς το 1905, όπου τελείωσε και το

Γυμνάσιο. Από το νησί του, που αγαπούσε πολύ, μετακινήθηκε στην Αθήνα για να

ζήσει τη φοιτητική ζωή τού Μεσοπολέμου, με τα αντιφατικά πνευματικά ρεύματα,

την οποία έχει περιγράψει ο Γιώργος Θεοτοκάς στην Αργώ. Η πένα του

τελευταίου σημείωσε κάπου τον νεαρό Ζακυθηνό, που τότε κρατούσε μέσα του κάτι

από τις σχετικά νωπές μνήμες των ριζοσπαστών της Κεφαλονιάς, των πρώτων

ριζοσπαστών του ελληνικού χώρου. Αφιέρωνε ακόμα τις ελεύθερες ώρες του στην

ποίηση, όπως είχε αρχίσει να κάνει από τα μαθητικά του χρόνια. Το 1926

δημοσιεύει την πρώτη του αυτοτελή μελέτη για «το σονέτο στη νεοελληνική ποίηση».

Ο Ζακυθηνος πήρε πτυχίο από τη Φιλοσοφική Αθηνών το 1927 για να συνεχίσει τις

σπουδές του στο Παρίσι. Φαίνεται πως ο Βυζαντινός κόσμος τον είχε ήδη

γοητεύσει και προβληματίσει, γιατί ενώ ώς τότε είχε ασχοληθεί με τη

νεοελληνική λογοτεχνία, στη Σορβόννη επέλεξε να μαθητεύσει κοντά στον κορυφαίο

Γάλλο βυζαντινολόγο Charles Diehl. Ωστόσο, το ενδιαφέρον του για τη

νεοελληνική λογοτεχνία παρέμεινε πάντα ζωντανό.

Μέσα σε τέσσερα μόνο χρόνια ο Ζακυθηνός παίρνει το doctorat d’ etat, ένα

δίπλωμα που τότε αποτελούσε το επιστέγασμα μιας επιστημονικής σταδιοδρομίας

και όχι το ξεκίνημα ενός νέου άνδρα 27 χρόνων. Και το 1932 καθιερώνεται ως

Βυζαντινολόγος με την ταυτόχρονη δημοσίευση των δύο βιβλίων της διδακτορικής

διατριβής του, τον πρώτο τόμο του Ελληνικού δεσποτάτου του Μορέως, που

περιέχει την πολιτική ιστορία του υστεροβυζαντινού αυτού κρατικού μορφώματος

και, σε χωριστό τομίδιο, τη σχολιασμένη έκδοση του χρυσοβούλλου που παραχώρησε

στους Βενετούς ο Αλέξιος Γ’ Μέγας Κομνηνός της Τραπεζούντας το 1364.

Αυτά ήταν τότε πρωτόφαντα πράγματα για την Ελληνική Βυζαντινολογία. Στη

συνέχεια τα δημοσιεύματα του Ζακυθηνού στρέφονται προς θέματα νέα, κυρίως για

την εποχή. Από τη μια, δημοσιεύσεις πηγών, κυρίως εγγράφων, πατριαρχικών και

άλλων, από την άλλη μελέτες για θέματα οικονομίας, όπως π.χ. «περί της τιμής

του σίτου εν Βυζαντίω», αλλά και για τις σχέσεις των Βυζαντινών με τους

Λατίνους. Από το 1937 έως το 1946 ο Ζακυθηνός είχε αναλάβει τη διεύθυνση των

Γενικών Αρχείων του Κράτους.

Υδατογραφία της ζωγράφου Ντιάνας Αντωνακάτου

Αγωνίσθηκε σκληρά για τη θεσμική οργάνωσή τους και δημοσίευσε πολυάριθμες

μελέτες αρχειακού ενδιαφέροντος. Από το 1939 ανέλαβε την έδρα της Βυζαντινής

Ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών (1939-1970) και Νεώτερη Ιστορία στην

Πάντειο (1951-1965). Υπήρξε από τους ιδρυτές του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και

πρώτος διευθυντής του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών (1958-1975). Εξελέγη στην

Ακαδημία Αθηνών το 1966. Διετέλεσε δύο φορές υπουργός πληροφοριών σε

υπηρεσιακές κυβερνήσεις (1945, 1963/4) και βουλευτής επικρατείας (1974-1977).

Έλαβε πολλές τιμητικές διακρίσεις από το Ελληνικό κράτος, από ξένες ακαδημίες

και διακρίθηκε σε διεθνείς επιστημονικές ενώσεις. Από το 1941 ώς το 1955

εξεπόνησε τις Μελέτες του «περί της διοικητικής διαιρέσεως και της επαρχιακής

διοικήσεως» του Βυζαντινού κράτους σχολιάζοντας για πρώτη φόρα δύο έγγραφα,

του 1198 και του 1204 που απαριθμούν τις Βυζαντινές επαρχίες στην εποχή της

Τέταρτης Σταυροφορίας.

Το βασικό αυτό έργο που φωτίζει τη λειτουργία της επαρχίας, ενός θέματος ώς

τότε παραμελημένου, δεν έχει ακόμα ξεπεραστεί. Από τότε ο Ζακυθηνός είχε

διακρίνει τη σημασία των μολυβδοβούλλων και τα χρησιμοποίησε αφειδώς στη

μελέτη αυτή, που, όντας καθαρά ιστορική, δημοσιεύθηκε κατά τμήματα χωρίς

καθόλου να αντικατοπτρίζει τις κοσμοϊστορικές αλλαγές, που τότε έθιγαν τους

πάντες και τους Έλληνες ειδικότερα.

Γιατί τότε, ερχόταν ο πόλεμος και η τριπλή, Γερμανική, Ιταλική και Βουλγαρική,

κατοχή της Ελλάδας. Η θεωρία του Fallmerayer ήρθε πάλι στην επιφάνεια. Το 1941

κυκλοφόρησε το γνωστό βιβλίο του Γερμανού Vasmer με τίτλο Die Slawen in

Griechenland, οι Σλάβοι στην Ελλάδα, στο οποίο καταγράφονταν όλα τα σλαβικής

ετυμολογίας τοπωνύμια και μικροτοπωνύμια, σε μια εποχή που η Ελλάδα και τα

σύνορά της βρίσκονταν υπό αμφισβήτηση. Ο Ζακυθηνός τότε συνέγραψε και

δημοσίευσε το 1945 το δικό του βιβλίο, Οι Σλάβοι εν Ελλάδι,

επανεξετάζοντας το πού βρίσκονται τα τοπωνύμια αυτά, για να δείξει πως οι

σλαβικοί εποικισμοί έγιναν κυρίως σε ορεινές περιοχές. Αν γνωρίζει κανείς την

εθνικιστική υστερία που είχε μεταπολεμικά καταλάβει ένα μέρος ακόμα και του

πνευματικού κόσμου των Ελλήνων, η μελέτη αυτή του Ζακυθηνού αποτελεί μνημείο

καλοζυγισμένης και έντιμης αντιμετώπισης, ενός καυτού προβλήματος.

Ήταν η περίοδος ανακατατάξεων στον κόσμο, που περνούσε από τον Β’ Παγκόσμιο

Πόλεμο στον Ψυχρό Πόλεμο. Η θέση της Ελλάδας στα Βαλκάνια και στη Μεσόγειο

απασχόλησαν έντονα τον Ζακυθηνό, που ασχολήθηκε επί χρόνια με το περιοδικό L’

Hellenisme Contemporain, ένα περιοδικό που σκόπευε να συνδέσει την Ελλάδα με

τον έξω κόσμο. Στα δύσκολα εκείνα χρόνια κατά τα οποία συντάσσονταν άρθρα για

τις εδαφικές διεκδικήσεις της Ελλαδας και τονιζόταν η πολιτιστική επαφή

Ελλήνων και Αράβων, ενώ η Ελλάδα αγωνιζόταν για μια θέση στην παγκόσμια

κοινότητα, τότε ο ιστορικός Ζακυθηνός δημοσίευσε, σε συνέχειες, στο Hellenisme

Contemporain του 1947, το σπουδαίο μελέτημά του για τη «Νομισματική και

Οικονομική κρίση στο Βυζάντιο από τον ΙΓ’ στον ΙΕ’ αιώνα» – ένα μελέτημα που

άνοιξε καινούργιους δρόμους για την οικονομική ιστορία του Βυζαντίου και αυτό

σε μια εποχή άκρατου αντικομμουνισμού, τότε που η οικονομική ιστορία

θεωρούνταν σχεδόν εθνικώς ύποπτη. Το μελέτημα αυτό κυκλοφόρησε και ως χωριστό

βιβλίο το 1948.

Ο Δ.Α. Ζακυθηνός με τον πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Albert Lebrun, στα

εγκαίνια του Ελληνικού Σπιτιού, στην Πανεπιστημιούπολη του Παρισιού (1932)

Με τον ίδιο τρόπο, πρώτα σε συνέχειες στο Hellenisme Contemporain 1949-1952

κατόπιν ως αυτοτελές βιβλίο το 1953 κυκλοφόρησε και ο δεύτερος τόμος του

Ελληνικού δεσποτάτου του Μωρέως, που μελετά εις βάθος τους θεσμούς, την

οργάνωση, την οικονομία και την κοινωνία. Με το δημοσίευμα αυτό συμπληρώθηκε

το μεγάλο έργο που ξεκίνησε ως διδακτορική διατριβή.

Ερχόταν πια η εποχή των μεγάλων συνθέσεων, που σχετίζονταν άμεσα και με την

πανεπιστημιακή διδασκαλία. Το 1951 κυκλοφορεί ένα μικρό βιβλιαράκι 166 σελίδων

με τον τίτλο «Βυζάντιον. Κράτος και κοινωνία. Ιστορική επισκόπησις».

Αναμφίβολα ένα από τα πιο πυκνά βιβλία που ποτέ γράφτηκαν στα ελληνικά. Γεμάτο

εξακριβωμένα γεγονότα και ιδέες, ζωντανεύει το Βυζάντιο από κάθε άποψη,

ανασκόπηση γεγονότων, αλλά και μελέτη κεντρικών θεμάτων, όπως η κοινωνία, η

οικονομία, η διοίκηση, η πνευματική ζωή, κ.λπ. Χρησίμεψε και ως διδακτικό

εγχειρίδιο και όσοι το διάβασαν δεν το ξεχνούν.

Το 1951 άρχιζε και η διδασκαλία του Ζακυθηνού στην Πάντειο. Το 1952 εκδίδεται

για πρώτη φορά η «Ιστορία του Πολιτισμού», καθώς και μια σειρά από μελέτες

σχετικές με την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας: «Η Άλωσις της

Κωνσταντινούπόλεως και η Τουρκοκρατία» (1954) συγκεντρώνει σε ένα τόμο

παλιότερες μελέτες του Ζακυθηνού. Το 1957 δημοσιεύεται «Η Τουρκοκρατία.

Εισαγωγή εις την Νεωτέραν Ιστορίαν του Ελληνισμού», που βασίζεται σε μαθήματα

που έγιναν στην Πάντειο· ένα μικρό βιβλίο, στο οποίο ειδικός και μη ειδικός

βρίσκει συχνά απαντήσεις σε ερωτήματα που δεν βρίσκονται πάντοτε σε μεγάλες

συνθέσεις. Τότε γράφτηκε και η συνοπτική, και τόσο καλά πληροφορημένη

«Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», που κυκλοφόρησε σε πρώτη έκδοση το 1962.

Η ομιλία του Δ.Α. Ζακυθηνού με θέμα «Η συμβολή της Αγγλίας στις βυζαντινές

σπουδές», για την Ελληνική Υπηρεσία του BBC

Στο μεταξύ, οι προσπάθειες για σύνθεση της Βυζαντινής Ιστορίας προχωρούσαν. Οι

πανεπιστημιακές παραδόσεις έδωσαν το υλικό για την έκδοση συντομευμένων

εκθέσεων της άποψης του Ζακυθηνού για το Βυζάντιο. Το 1972 κυκλοφόρησε ο

πρώτος τόμος της «Βυζαντινής Ιστορίας από το 324 ως το 1071», που ήταν το

βιβλίο του Ζακυθηνού για το Βυζάντιο, προϊόν μακρόχρονου μόχθου και

τελειοθηρίας. Ο δεύτερος τόμος ετοιμαζόταν με τον ίδιο συστηματικό τρόπο στις

περιορισμένες ώρες που άφηναν στον Ζακυθηνό οι πολυσχιδείς απασχολήσεις του, η

Ακαδημία, η Βουλή των Ελλήνων. Ενώ παλιότερα δημοσιεύματά του

ξαναδημοσιεύονταν ή ανατυπώνονταν, ο ίδιος προσπαθούσε να προχωρήσει τη

σύνθεσή του για το Βυζάντιο. Η υγεία του όμως δεν του το επέτρεψε και το

σχέδιο έμεινε ημιτελές.

Ο Διονύσιος Ζακυθηνός δίδαξε σε Ελληνικά πανεπιστήμια επί τριάντα ένα χρόνια,

από το 1939 ώς το 1970. Τότε παραιτήθηκε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών

διαμαρτυρόμενος για τη στέρηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας που επέβαλλε η

χούντα των συνταγματαρχών. Με μια επιστολή βραχύλογη, αλλά περιεκτική, εξέθεσε

τότε τους λόγους που τον ώθησαν στην πράξη του αυτή: «όχι μόνο αισθάνομαι

οδύνην και απογοήτευσιν, αλλά και έχω την συνείδησιν ότι εστερήθην του ηθικού

αναστήματος διά να συνεχίσω το έργον του διδασκάλου των νεωτέρων γενεών».

Διαδηλώνοντας έτσι την αξιοπρέπειά του ως ακαδημαϊκός δάσκαλος, δεν έχασε ποτέ

το ηθικό του ανάστημα.

Ο Ζακυθηνός έζησε σε μια εποχή που η αθηναϊκή κοινωνία και κυρίως η Φιλοσοφική

Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών κυριαρχούνταν από τον υπερσυντηρητισμό με τις

πολιτικές ρίζες και προεκτάσεις του, σε μια εποχή σκοτεινή και δύσκολη

(πόλεμος, Κατοχή, εμφύλιοι, τα μετά τους εμφυλίους). Ήταν ένα φως και μια

παρηγοριά. Γλυκομίλητος και πάντα ευγενής, πάντα στραμμένος προς τους νέους,

σπινθηροβόλος και σοφός, ήταν ένας αγωνιζόμενος ιστορικός με τον τρόπο του.

Κύρια αποστολή του θεωρούσε πάντα τη διδασκαλία του στο Πανεπιστήμιο και γύρω

απ’ αυτήν επικεντρωνόταν η έρευνά του, κατά βάσιν για τη Βυζαντινή ιστορία

αλλά και για τη νεώτερη. Με το παράδειγμά του και την αναμφισβήτητη διεθνή

ακτινοβολία του ήταν πηγή έμπνευσης για τους νεωτέρους.

Σε μια εποχή με αυξημένες δυσκολίες εθνικές και πολιτικές, ο Ζακυθηνός

αγωνίσθηκε από το μετερίζι του, χωρίς όμως να στρατεύεται και κυρίως χωρίς να

υπηρετεί κανένα εκτός από τη δική του γνώμη και την επιστημονική δεοντολογία.

Στους μαθητές του έδειξε την αξία της πρωτότυπης σκέψης και τη δύναμη που

αποκτά ο ιστορικός από τη γνώση και τη ζυγισμένη κρίση του. Δεχόταν τη

συζήτηση ακόμη και εκεί όπου υπήρχε διαφωνία, μέσα σε κλίμα αξιοπρέπειας και

με σεβασμό για τον άλλο.

Γι’ αυτό και εκτιμήθηκε ακόμη κι από κείνους που διαφωνούσαν μαζί του. Η

πνευματική του εντιμότητα και ακεραιότητα, η ευρύτητα της σκέψης και της

γνώσης του, η πρωτοτυπία των ιδεών, η ανθρωπιά του δεν λησμονούνται εύκολα.

Στον κλειστό και αναμφισβήτητα «εκλεκτικό» κόσμο του πανεπιστημίου και της

επιστημονικής έρευνας, ο Ζακυθηνός έδωσε το μεγάλο μάθημα σε όλους, συνδέοντας

τον κόσμο αυτό με τις πραγματικές ανάγκες του τόπου και καθορίζοντας με το

παράδειγμά του τα όρια που κανείς δεν πρέπει να ξεπερνά και τις αποστάσεις που

πρέπει να κρατά από τους ισχυρούς.

Ο Ζακυθηνός αγωνίσθηκε, χωρίς φανατισμό, αλλά και χωρίς τυμπανοκρουσίες για να

περισώσει την ελευθερία στην ανταλλαγή ιδεών και για να διατηρήσει το ηθικό

του ανάστημα.

*Ο Νίκος Οικονομίδης είναι καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας του ΠανεπιστημίουΑθηνών