Οι άνθρωποι που σημάδεψαν την κοινωνική και πνευματική ζωή του αιώνα που

φεύγει, όπως τους σκιαγραφούν ειδικοί συνεργάτες των «ΝΕΩΝ»

Η Κυβέλη (1888-1978), ηθοποιός και θιασάρχης, κυριάρχησε, μαζί με τη μεγάλη

της αντίζηλο, την Κοτοπούλη, στην εποχή του βεντετισμού, στο πρώτο μισό του

εικοστού αιώνα. Στα χρόνια του εθνικού διχασμού το κοινό ήταν διχασμένο όχι

μόνο πολιτικά, αλλά και καλλιτεχνικά. Δεδομένου μάλιστα ότι η Μαρίκα ήταν

βασιλόφρων και η Κυβέλη βενιζελική, οι «οπαδοί» ένιωθαν την υποχρέωση να

επεκτείνουν την πολιτική επιλογή τους και στον καλλιτεχνικό τομέα.

Σε ηλικία δεκατριών ετών η Κυβέλη ξεκαρδίστηκε στα γέλια, όταν παρακολούθησε

παράσταση με την Αικατερίνη Βερώνη, μεγάλη δόξα του 19ου αιώνα. Η νέα γενιά

ερχόταν να συντρίψει το στόμφο του παλιού θεάτρου. Ίσως με τον ίδιο τρόπο, το

σημερινό κοινό, να αντιμετώπιζε μια παράσταση της Κυβέλης. Αν η τέχνη του

θεάτρου είναι εφήμερη, η υποκριτική είναι μια τέχνη που γερνάει πολύ γρήγορα.

Στα τελευταία χρόνια ήταν «ξεπερασμένη, αφόρητα ρομαντική, αργόσυρτη,

γλυκερή», έγραφε ο Νίτσος. Ωστόσο, η γυναίκα αυτή τροφοδότησε με όνειρα μιαν

ολόκληρη εποχή. Ας την προσεγγίσουμε με το σεβασμό που ταιριάζει σ’ένα θρύλο

και τη νηφαλιότητα που αρμόζει στον ιστορικό.

Η καταγωγή της ήταν από τη Σμύρνη. Δεν είναι ξεκάθαρο αν γεννήθηκε εκεί ή στην

Αθήνα. Ήταν καρπός παράνομου έρωτα. Στο βρεφοκομείο Αθηνών, δυόμισι ετών

παιδάκι, τη συνάντησαν οι θετοί γονείς της, οι φτωχοί βιοπαλαιστές Αναστάσης

και Μαρία Αδριανού. Αλλά στην ανατροφή της παραστάθηκε και η οικογένεια

γνωστού δικηγόρου των Αθηνών, που αφότου έχασαν το μονάκριβο παιδί τους,

έβρισκαν τη χαρά στην τρισχαριτωμένη «Κυβελίτσα». Έτσι η Κυβέλη παρακολούθησε

μαθήματα στο παρθεναγωγείο Χιλλ, όπου διακρίθηκε για την εξυπνάδα της.

Παρακολούθησε επίσης μαθήματα απαγγελίας, και μάλιστα βραβεύτηκε για την

επίδοσή της (1901).

Εκείνη την εποχή την ανακάλυψε ο Χρηστομάνος, και αρχικά της έδωσε την

ευκαιρία να παίξει το ρόλο της Ιουλιέττας, στην σκηνή του μπαλκονιού, σε μια

έκτακτη εμφάνιση της Νέας Σκηνής. Η Κυβέλη Αδριανού έγινε η αγαπημένη του

πρωταγωνίστρια, και μέσα σε ελάχιστο διάστημα κατέκτησε μια από τις πρώτες

θέσεις μεταξύ των Ελληνίδων ηθοποιών. Η Κυβέλη υπήρξε, κατά την έκφραση του

Ξενόπουλου, «το αβρότερο άνθος της ωραίας βλαστήσεως» της εργασίας του

Χρηστομάνου. Όταν οι δυο αυτοί θεατράνθρωποι γνωρίστηκαν, η Κυβέλη ήταν μόλις

δεκατριών ετών, ο Χρηστομάνος τριάντα τεσσάρων. Στάθηκε Πυγμαλίωνάς της. Για

το Χρηστομάνο η Κυβέλη αποτελούσε την ενσάρκωση του ιδανικού του, της

Ομορφιάς. «Το πλάσμα μου αυτό, το περισσότερο ιδικόν μου παρά εάν ήτο κόρη

μου, αφού έκαμεν ιδικά του και την φωνήν μου, και τας κινήσεις και τον

εσωτερικόν ρυθμόν της υποστάσεώς μου», έγραφε σε επιστολή του στα 1906. Άφησε

ανεξίτηλη τη σφραγίδα του πάνω της: «Έτσι έλεγε ο Χρηστομάνος», επαναλάμβανε

τακτικά η Κυβέλη στο Σωκράτη Καραντινό, ύστερα από εξήντα χρόνια!

Από την πρεμιέρα του έργου «Η κυρία περί της οποίας πρόκειται» των

Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου, στο θέατρο «Ακροπόλ». Μαζί με τους συγγραφείς,

φωτογραφίζονται η Κυβέλη και οι: Μαίρη Χρονοπούλου, Γιάννης Γκιωνάκης και

Χρήστος Ευθυμίου

Η Νέα Σκηνή (1901-1906) της έδωσε την ευκαιρία να συμμετάσχει στις μοναδικές

παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας της καριέρας της: ξεχώρισε, ως κορυφαία, στην

Άλκηστη του Ευριπίδη και αργότερα στην Αντιγόνη του Σοφοκλή. Παράλληλα

διακρίθηκε σε ρόλους δραματικούς και κωμικούς, όπως στο ρόλο της Ανιούτσκα στο

Κράτος του Ζόφου του Τολστόι ή στο ρόλο της θεατρίνας στη Λοκαντιέρα του

Γκολντόνι.

Μετά τη διάλυση της Νέας Σκηνής η Κυβέλη έπαιξε πρώτα μερικές κωμωδίες με τον

κωμικό Σαγιώρ και στη συνέχεια, το καλοκαίρι του 1907, πρωτοεμφανίσθηκε ως

θιασάρχης με τη Νόρα του Ίψεν, ένα έργο που πήρε σταθερή θέση στο ρεπερτόριο

του θιάσου της. Μεσουράνησε μέχρι και το 1934, με σταθερή θιασαρχική παρουσία,

στην Αθήνα και σε περιοδείες.

Ως θιασάρχης δεν επέλεξε ποτέ την ενασχόληση με το αρχαίο δράμα ή τον Σαίξπηρ.

Δεν ασχολήθηκε όμως ούτε με την επιθεώρηση. Ο θίασος της Κυβέλης ανέβασε πολλά

έργα χωρίς ιδιαίτερη ποιότητα, πολλά έργα που δεν ήταν παρά έξυπνα,

διασκεδαστικά παιχνίδια, όπου κυριαρχεί η συμβατική αστική ηθική, οι συζυγικές

απιστίες και η κομψότητα του διαλόγου. Ένα «σοβαρό» έργο δεν μπορούσε να

παιχτεί πάνω από τρεις-τέσσαρες βραδιές. Ο φόβος των «κενών καθισμάτων» ήταν

μόνιμος. Έτσι οι θίασοι ήταν υποχρεωμένοι να δουλεύουν ακατάπαυστα, δίνοντας

δύο, καμιά φορά και τρεις πρεμιέρες την εβδομάδα. Οι επιτυχίες του γαλλικού

και του ιταλικού βουλεβάρτου μεταφράζονταν «στο γόνατο» και παίζονταν αμέσως,

με ελάχιστες δοκιμές. Παρά την καλή διάθεση από μέρους του θεατρώνη και της

πρωταγωνίστριας, δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για επαρκή προετοιμασία. Έτσι,

αρκετές φορές, ακόμη και τα «σοβαρά» έργα ανεβάζονταν με το στυλ του μπουλβάρ.

Ενώ αφανής ήρωας και κρυφός πρωταγωνιστής της βραδιάς ήταν ο υποβολέας…

Με τον γαμπρό της (σύζυγο της κόρης της Αλίκης) Ιορδάνη Μαρίνο, σε σκηνή του

έργου «Η νύχτα θα πέσει»

Η Κυβέλη ωστόσο ήταν ικανή να μαγεύει ακόμη και μέσα από μέτρια έργα. Όταν

έπαιξε το Κουρέλι του ξεχασμένου σήμερα Νικοντέμι, όλη η Αθήνα μιλούσε για το

Κουρέλι (1915). Ο Άγγελος Τερζάκης αποτύπωσε έτσι την εντύπωσή του από εκείνη

την παράσταση: «Έμενες άναυδος, ξέροντας πως η Κυβέλη είναι πια ολοκληρωμένη

γυναίκα. Εκείνο που πρωτοεμφανιζόταν στο βάθος της σκηνής, στη μεσιανή πόρτα,

ήταν ένα κοριτσάκι άγουρο, μικρόσωμο, ξυπόλητο, κουρελιάρικο, μόλις να το

πιάνει το μάτι σου. Πώς είχε κατορθώσει να γίνει έτσι; Κρατούσε στο δεξί ένα

μεγάλο μήλο, το δάγκωνε κατάσαρκα, και σύγκαιρα έξυνε με τη μια της γάμπα την

άλλη γάμπα. Είχε ξεσηκώσει όλα τα απλοϊκά καμώματα μιας μικρής αλήτισσας, τα

έκανε αλήθεια επί σκηνής, Τέχνη.» Στις μεγάλες της επιτυχίες καταγράφεται και

η Ανθή του Αντρέγιεφ, έργο που επαναλήφθηκε πολλές φορές.

Ο Φώτος Πολίτης επέκρινε με δριμύτητα τις επιλογές της Κυβέλης: «Η ιστορία θα

της καταλογίσει ευθύνες. Γιατί από τη στιγμή που θέλγει το κοινό, οφείλει να

το καθοδηγήσει. Δεν εξιλεώνεται με μια δυο παραστάσεις το χρόνο ‘σοβαρού

ρεπερτορίου’». Ο Ξενόπουλος, αντίθετα, επέρριπτε την ευθύνη στο κοινό:

«Λυπόμουν που έβλεπα τους ηθοποιούς να ξοδεύουν τη δύναμή τους για ν’αποδίδουν

όσο το δυνατό φυσικότερα αυτές τις ψευτιές. Και τα είχα με το κοινό, το ηλίθιο

αυτό αθηναϊκό κοινό, όπως κατάντησε, που τους εξαναγκάζει, καλλιτέχνες αυτούς,

σε μια τόσο αντικαλλιτεχνική εργασία. Τι έγκλημα!» (1929). Δεν είχε άδικο. Το

θέατρο αντανακλά σε μεγάλο βαθμό την εποχή του. Το κοινό έχει το θέατρο που

του αξίζει.

Ωστόσο οι Έλληνες συγγραφείς της χρωστούν πολλά. Στάθηκε η μούσα τους. Ο

θίασός της πρόβαλλε σταθερά το σύγχρονο ελληνικό ρεπερτόριο. Τόσο ο

Ξενόπουλος, όσο και ο Χορν, ομολογούσαν ότι σε μεγάλο βαθμό η επιτυχία έργων

τους οφειλόταν στην ακτινοβολία της Κυβέλης.

Πρώτη εμφάνισή της ως Κυβέλη Ανδριανού

Το 1908 η Κυβέλη συνεργάζεται για πρώτη φορά με τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Η ίδια

είχε ζητήσει από το συγγραφέα να διασκευάσει για χάρη της σε θεατρικό έργο το

διήγημα Κόκκινος βράχος, επειδή της άρεσε πολύ ο χαρακτήρας της ηρωίδας. Έτσι

δημιουργήθηκε η Φωτεινή Σάντρη που είχε τεράστια επιτυχία και έμεινε στο

ρεπερτόριο του θιάσου Κυβέλης για πολλά χρόνια, γνωρίζοντας άπειρες

επαναλήψεις. «Σπάνια μια σκηνική πραγματοποίηση συνταυτίστηκε τόσο απόλυτα με

τ’ όνειρο του συγγραφέα» σχολίασε ο Μελάς την ερμηνεία της σε αυτόν το ρόλο. Η

εκπληκτική αυτή επιτυχία ενέπνευσε στον Ξενόπουλο τη σύλληψη των

τρισχαριτωμένων νεαρών ηρωίδων της δραματουργίας του κατά τη δεκαετία του 1920.

Για πολλά χρόνια, από το 1909 μέχρι το 1925, ο Ξενόπουλος τροφοδοτεί το θίασο

της Κυβέλης με ένα έργο σχεδόν κάθε χρόνο. Ραχήλ, Πειρασμός, Ψυχοσάββατο,

Χερουβείμ, κά. Ο Παντελής Χορν συνεργάζεται με την Κυβέλη και το θίασό της

σταθερά από το 1910 μέχρι το 1934: Ο Άνθρωπός μας, Κερένια κούκλα, Φιντανάκι,

Νταλμανοπούλα κά. Το ίδιο και ο Μελάς εμπνεύσθηκε από την Κυβέλη και

επιβλήθηκε χάρη σε αυτήν: τα έργα του Κόκκινο πουκάμισο, Χαλασμένο σπίτι, Το

άσπρο και το μαύρο, Μια νύχτα μια ζωή πρωτοανεβάστηκαν από την Κυβέλη.

Παρουσίασε ακόμη έργα του Θ.Συναδινού και του Αλ.Λιδωρίκη.

Δεν πρωταγωνίστησε σε όλα αυτά τα έργα. Πότε πότε έδινε την ευκαιρία στη

Χριστίνα Καλογερίκου, στη Νίτσα Γαϊτανάκη, τη Μαρίκα Φιλιππίδου να παίξουν

πρώτους ρόλους και η ίδια πήγαινε για αναψυχή.

Στο γραφείο της το 1960

Με την Κοτοπούλη «συμμαχούν», και προκειμένου να αντιμετωπίσουν το «αντίπαλον

δέος», το νεοϊδρυμένο Εθνικό Θέατρο, συνεργάζονται ανεβάζοντας σοβαρότερο

ρεπερτόριο(1932-1934): Γυρισμός του Ο’΄Νηλ, Το επάγγελμα της κυρίας Γουώρεν

του Σω, τον Αγαπητικό της βοσκοπούλας του Κορομηλά, Μαρία Στιούαρτ του Σίλλερ,

Ο Αννίβας προ των πυλών του Σέργουντ κά.

Μετά το 1934 η κυρία Κυβέλη Γεωργίου Παπανδρέου δεν φαίνεται στο θέατρο. Λίγο

πριν ακολουθήσει το σύζυγό της στη Μέση Ανατολή, μέσα στην κατοχή συμπράττει

μια φορά με το θίασο της κόρης της Μιράντας.

Ως μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός γίνεται δεκτή η επανεμφάνισή της στο θέατρο,

στα 1950, με έργο του βουλεβάρτου. Στη συνέχεια συνεργάζεται σποραδικά με το

Εθνικό Θέατρο: Δάφνη Λορεόλα (1951), Το μυστικό της Κοντέσας Βαλέραινας

(1953), Ο Γλάρος (1957), Διάλογοι Καρμηλιτισσών (1962). Μέσα στη δεκαετία του

1950 συμπράττει σε έκτακτες εμφανίσεις με τους θιάσους της Κατερίνας, των

Λαμπέτη-Παππά-Χορν, της κόρης της Αλίκης, του γαμπρού της Ιορδάνη Μαρίνου κά.

Το καλοκαίρι του 1951 έκανε τη μοναδική της εμφάνιση σε αρχαία κωμωδία

(Λυσιστράτη, Θυμελικός θίασος Λίνου Καρζή).

Μεταξύ 1962-1965 συνεργάζεται τακτικά με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος: Το

Μυστικό της Κοντέσσας Βαλέραινας, Το νησί της Αφροδίτης του Πάρνη, ο Ματωμένος

γάμος του Λόρκα, Αναστασία των Μωρέτ-Μπόλτον, το Ηλιόλουστο πρωινό των Κιντέρο.

Πήρε μέρος και σε δύο ταινίες: στην κινηματογραφική μεταφορά της νουβέλας του

Ξενόπουλου Ο κακός δρόμος (1933)και στην Άγνωστο (1956).

Όταν ρωτήθηκε η Κυβέλη τι την είχε έλξει στον Γεώργιο Παπανδρέου, εκείνη

απάντησε: «Ήξερε απ’ έξω τον Γρυπάρη. Όπως κι εγώ…». Τον λάτρεψε, αλλά και

τον απέρριψε, όταν διαισθάνθηκε ότι δεν μπορεί να τον κατέχει αποκλειστικά

Από τα πρώτα της βήματα θεωρήθηκε «φαινόμενο» ηθοποιού. Χαρακτηριστικό και

στόχος της υποκριτικής της ήταν η «φυσικότητα και λιτότητα, η ρεαλιστική

σχολή», με τον τρόπο, βέβαια, που αντιλαμβάνονταν τότε, κοινό, καλλιτέχνες και

κριτικοί, αυτές τις έννοιες, τις τόσο σχετικές. Γνωστή ήταν και η προσήλωσή

της στην άψογη εμφάνισή, στους τρόπους που θα υπογράμμιζαν την κομψότητα και

την ομορφιά της. Πολλές φορές σχεδίαζε η ίδια τα θεατρικά της κοστούμια, καθώς

στο μεσοπόλεμο δεν είχε γίνει ακόμη συνείδηση η έννοια του θεατρικού

κοστουμιού: οι πρωταγωνίστριες φορούν «τουαλέτες». Τα μαθήματα του Χρηστομάνου

είχαν ξεχαστεί…

Η «φυσική της ευγένεια» συνδυαζόταν, κατά τον Ξενόπουλο, με μια εκπληκτική

μεταμορφωτική ικανότητα: «Γίνεται αριστοκράτις ή πληβεία, βασίλισσα ή πλύστρα,

νέα ή γραία, καλόγρια ή κοκότα, κοριτσάκι ή παιδί». Γνωστός αγορίστικος ρόλος,

στον οποίο διέπρεψε, ο Κοκκινότριχας του Ζυλ Ρενάρ.

Το παίξιμό της ήταν μετωπικό. «Εκείνα που χρησιμοποιούσε θαυμάσια η Κυβέλη,

ήταν τα χέρια της», γράφει ο Άγγελος Τερζάκης. «Τα έκανε να μαγεύουν με τη

ρυθμολογημένη κίνησή τους, μια κίνηση μελετημένη βέβαια και που έφθανε, καθώς

και το σωματικό της σύνολο, στην ωραιοπάθεια. Είχε τ’ωραιότερο χαμόγελο της

σκηνής, γεμάτο γλύκα, αλλά και με κάποια αυτεπίγνωση, υπερηφάνεια.»

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Σπύρου Μελά η Κυβέλη ανήκε στους ηθοποιούς που

παίζουν ένα έργο, με τον ίδιο τρόπο, κάθε βράδυ, πάνω στο αναλλοίωτο αρχικό

σχέδιο. Η πληροφορία επιβεβαιώνεται από το Σωκράτη Καραντινό.

Υπήρξε εργατική και ευσυνείδητη. Εργαζόταν με πείσμα: «Αν δεν καταλάβαινε καλά

η ίδια, γιατί έπρεπε να το πει έτσι και όχι αλλιώς, μπορούσε να σταματήσει η

πρόβα και να ξεφτάει σε συζήτηση.» θυμόταν η κόρη της Μιράντα.

Η Κυβέλη, σύμφωνα με τη μαρτυρία κριτικών όπως ο Άγγελος Τερζάκης και ο Άλκης

Θρύλος, είχε την έφεση να εκσυγχρονισθεί. Ηθοποιός μαθημένη στο μετωπικό

παίξιμο, στα εξήντα έξι της χρόνια, αντιμετώπισε την πρόκληση του καινούργιου,

και προσπάθησε να προσαρμοστεί σε νέο τρόπο ερμηνείας, συμμετέχοντας στην

πρώτη έκτακτη παράσταση του κυκλικού θεάτρου «Αρένα» του Μήτσου Λυγίζου

(1954). Τόλμη έδειξε ακόμη αναλαμβάνοντας το ρόλο της Μάνας Κουράγιο (1959),

ένα ρόλο εντελώς «κόντρα» στο ταμπεραμέντο της. Χρόνια αργότερα, ενθουσιάστηκε

με την παράσταση του Περιμένοντας το Γκοντό από το Κ.Θ.Β.Ε.

Όταν πέθανε είχε τέσσερα παιδιά, τρία εγγόνια, έξι δισέγγονα, πέντε

τρισέγγονα. Από τον πρώτο της γάμο (1903-1906) με το Μήτσο Μυράτ απέκτησε τον

Αλέξανδρο και τη γνωστή ηθοποιό Μιράντα. Ο επιχειρηματίας Κώστας Θεοδωρίδης

ήταν ο δεύτερος σύζυγός της, αλλά και ο θεατρώνης της, για πάρα πολλά χρόνια.

Κόρη τους η πρωταγωνίστρια Αλίκη Θεοδωρίδη-Νορ. Τρίτος σύζυγός της ήταν ο

Γεώργιος Παπανδρέου, από τον οποίο απέκτησε το Γιώργο, ετεροθαλή αδελφό του

Ανδρέα Παπανδρέου. «Αν δεν είχα συναντήσει το Γιώργη, δε θα είχα μάθει ποτέ τι

είναι έρωτας» ομολογούσε. Αν και δεν πήραν διαζύγιο ποτέ, ο γάμος τους έπαψε

ουσιαστικά να υπάρχει μετά τον πόλεμο.Με τον Παπανδρέου η πρώτη γνωριμία είχε

γίνει στη Χίο, όταν εκείνος ήταν γενικός διευθυντής της νήσου. Όταν ρωτήθηκε η

Κυβέλη τι την είχε έλξει στον μεγάλο πολιτικό εκείνη απάντησε: «Ήξερε απέξω

τον Γρυπάρη. Όπως κι εγώ…» Τον λάτρεψε, αλλά και τον απέρριψε, όταν

διαισθάνθηκε ότι δεν μπορεί να τον κατέχει αποκλειστικά. «Μ’ένα τηλεγραφικό

γράμμα σταλμένο από την Αμερική, σε κοινό φίλο, για να ‘ναι εκτεθειμένοι και

οι τρεις, ‘Να φύγει από το σπίτι μου’ τον χώρισε. Το γράμμα που εκείνος της

έστειλε σαν απολογία για κάποια ερωτικά παραπατήματα, το φύλαξε δεκαπέντε

χρόνια. Το διάβασε μετά το θάνατό του. ‘Επρεπε ίσως να το είχα ανοίξει πιο

πριν’» άνοιξε την καρδιά της στην δισεγγονή της Βαλεντίνη. Διαζύγιο δεν πήραν

ποτέ. Ο Παπανδρέου στη διαθήκη του την κατήγγειλε για εγκατάλειψη στέγης με τη

θέλησή της. Αυτό την πίκρανε πολύ. Εκείνη, θέλοντας να δείξει την αγάπη που

την έδενε μαζί του, ζήτησε από τη δικτατορική τότε κυβέρνηση να αναλάβει τα

έξοδα της κηδείας του. Όταν ο μεγάλος πολιτικός πέθανε, η Κυβέλη σε ένδειξη

αγάπης, ανέλαβε τα έξοδα της κηδείας του. Η εκφορά του Παπανδρέου (1968) είναι

γνωστό πως υπήρξε η αφορμή για να διαδηλώσουν χιλιάδες Ελλήνων την αντίθεσή

τους στο δικτατορικό καθεστώς. Ο αρνητικός σχολιασμός, από μέρους της άσοφης

πια γερόντισσας, αυτής της λαϊκής αγανάκτησης, πίκρανε πολλούς, και κατά

κάποιο τρόπο αμαύρωσε την εικόνα της πάλαι ποτέ ηγερίας του Κόμματος των Φιλελευθέρων.

Η Κυβέλη υπήρξε καλλιτέχνις που εξέφρασε τα γούστα της εποχής της,

προσφέροντας αισθητική ηδονή σε χιλιάδες ανθρώπους. Ενέπνευσε και επέβαλε

Έλληνες συγγραφείς. Με τη σταθερή θιασαρχική της παρουσία και την ποιότητα της

ερμηνείας της συνέβαλε, στο βαθμό που της επέτρεψε η εποχή της, στη δημιουργία

θεατρικής παράδοσης και θεατρικού κοινού.

* Η Έφη Βαφειάδη είναι θεατρολόγος, επίκουρος καθηγήτρια στο Τμήμα

Θεάτρου της Σ.Κ.Τ. του Α.Π.Θ.