Οι άνθρωποι που σημάδεψαν την κοινωνική και πνευματική ζωή του αιώνα που

φεύγει, όπως τους σκιαγραφούν ειδικοί συνεργάτες των «ΝΕΩΝ»

Πεζογράφος και διανοούμενος που δέσποσε στα γράμματά μας στις αρχές του 20ού

αιώνα, ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης γεννήθηκε το 1872 στους Καρουσάδες της

Κέρκυρας. Σε ηλικία 17 ετών, κάτοχος τριών γλωσσών (της ιταλικής, της γαλλικής

και της γερμανικής), αναχώρησε για το Παρίσι και εγγράφηκε στη

Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σορβόννης. Ύστερα από δύο χρόνια

κοσμικής ζωής, συναντάται στη Βενετία και σχετίζεται αισθηματικά με τη βαρώνη

Ερνεστίνα Φον Μάλοβιτς από τη Βοημία (1891). Την παντρεύτηκε και παρατώντας

τις σπουδές του εγκαταστάθηκε στους Καρουσάδες αφοσιωμένος στη μελέτη και στην

καθημερινή χαρά που του έδινε η φιλία του Μαβίλη και η γέννηση της κόρης του,

της Τίνας (1895).

Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης επηρεάστηκε αρχικά από τη γερμανική ιδεοκρατία και

ιδιαίτερα από τον Νίτσε. Χτυπητή απόδειξη Το Πάθος (1899), που αποτελεί

πιστή απήχηση του Τάδε έφη Ζαρατούστρας (1883-4). Συντροφιά με τον

Μαβίλη συμμετέχει σε εθνικούς αγώνες (λ.χ. στην εξέγερση της Κρήτης, 1896) και

σε τοπικές πρωτοβουλίες, (εναντίον της απόφασης του δήμου της Κέρκυρας για την

εγκατάσταση ρουλέτας στο νησί, 1902). Καταφέρεται επίσης εναντίον της

πολιτικής του συγγενούς του υπουργού και αργότερα πρωθυπουργού Γεωργ. Θεοτόκη.

Μεταφράζει αρχαίους Έλληνες, Λατίνους και ινδική λογοτεχνία και δημοσιεύει

μεταφράσεις και τα πρώτα του πεζά στα περιοδικά της εποχής (Η Τέχνη

1898, ο Διόνυσος 1901, Ο Νουμάς 1904). Παράλληλα

πρωτοστατεί στη διεξαγωγή ενός Συνεδρίου δημοτικιστών στην Κορακιάνα με την

παρουσία του Αλεξ. Πάλλη (1905). Χάνει εν τω μεταξύ την κόρη του από

μηνιγγίτιδα (1900) και ψυχραίνεται αργότερα ιδεολογικά με τον Μαβίλη (1911).

Από την επόμενη χρονιά μένει και δρα μέσα από την Κέρκυρα.

Στην Ευρώπη που είχε ταξιδέψει δύο φορές για ελεύθερη επιμόρφωση στα

Πανεπιστήμια του Γκρατς (1898) και του Μονάχου (1908-1909), απαρνήθηκε τον

Νίτσε και ασπάστηκε τον Μαρξ. Ένας ήρωας των Σκλάβων στα δεσμά τους

εξαγγέλλει σχετικά: «Με αυτά δεν ξεγελιέται πλια ο λαός… τα εθνικά όνειρα

είναι απάτη, γιατί αλλού είναι η αλήθεια! Εκεί που την είδε ο Καρλ Μαρξ από

την εξορία του». Με τη δεύτερη επίσκεψή του στην Ευρώπη ήρθε σε επαφή και με

την κίνηση των σοσιαλιστών της εποχής. Αλληλογραφεί και συντονίζει τις απόψεις

του με εκείνες του ομοϊδεάτη του Χατζόπουλου. Και επιστρέφοντας πρωτοστατεί

στην ίδρυση του «Σοσιαλιστικού Ομίλου» και του «Αλληλοβοηθητικού Συνδέσμου

Εργατών της Κέρκυρας» (1910-1914). Πλούσια είναι και η πνευματική παραγωγή

του: Ως το 1914 εκδίδονται στην Κέρκυρα Η τιμή και το χρήμα, Η

Σακούνταλα του Καλιδάκη, τα Γεωργικά του Βιργιλίου και στην

Αλεξάνδρεια το Νάλας και Νταμαγιάντα από τη Μαχαμπαράτα (σε

μετάφραση Μαβίλη και συμπλήρωση δική του). Είναι κάτοχος πέντε ομιλουμένων

γλωσσών και άλλων πέντε από τις νεκρές (αρχαία ελληνικά, λατινικά, εβραϊκά,

αρχαία περσικά, σανσκριτικά) και επιδίδεται, εκτός από τη μετάφραση τραγωδιών

του Σαίξπηρ και του φιλοσοφικού ποιήματος του Λουκρητίου (Περί

Φύσεως) και στη συγγραφή μιας Ιστορίας της αρχαίας Ινδικής

Λογοτεχνίας. Με την εγκατάστασή του μάλιστα στην Κέρκυρα συνδέθηκε

στενότερα με την Ειρήνη Δενδρινού, που υπήρξε η «πλατωνική» ιέρειά του, και

από αυτήν εμπνέεται τα περισσότερα σονέτα του (1912-1922). Είναι και οι δύο

μέλη, από τα πιο δραστήρια, της «Συντροφιάς των Εννιά» και υπεύθυνοι του

περιοδικού «Κερκυραϊκή Ανθολογία» (1915-1918). Κατά τη διάρκεια του πολέμου,

προσχωρεί στο Κόμμα των Φιλελευθέρων, διορίζεται αντιπρόσωπος του κόμματος

στην Κέρκυρα και αναλαμβάνει σοβαρές αποστολές: από την προσωρινή κυβέρνηση

Θεσσαλονίκης για τη Ρώμη (μία αποστολή που εκπληρώθηκε με επιτυχία, 1917) και

από την επίσημη κυβέρνηση των Αθηνών μια αποστολή που ματαιώθηκε (για τη

ρύθμιση των σχέσεων της Βενιζελικής Ελλάδας με τη μετατσαρική Ρωσία, 1918). Το

1918 μετακομίζει στην Αθήνα.

Κορακιάνα, Πάσχα 1904. Από αριστερά, όρθιοι: Κων. Θεοτόκης, Στέλιος Δεσύλλας,

Λορέντζος Μαβίλης, Ανδρέας Κεφαλληνός. Καθιστοί: Σ. Μαρτζούκος, Ηλίας Σταύρου,

Ειρήνη Δενδρινού, Αλέξ. Πάλλης, Μ. Χαΐμης

Με το τέλος του πολέμου και την ήττα της Αυστροουγγαρίας, χάνει την περιουσία

της γυναίκας του. Του προσφέρεται η θέση του διευθυντή λογοκρισίας, αλλά

ύστερα από δύο ημέρες παραιτείται. Διορίζεται προσωρινά ως έκτακτος υπάλληλος

στην «Υπηρεσία Ξένων και Εκθέσεων» και οριστικά στην Εθνική Βιβλιοθήκη, πρώτα

ως γραμματέας και ύστερα προάγεται ως τμηματάρχης β’ τάξεως. Και παρ’ όλες τις

απρόσφορες συνθήκες της σκληρής του βιοπάλης, αυτή είναι η ωριμότερη περίοδος

του Θεοτόκη. Για να αντιμετωπίσει τα έξοδά του, προπωλεί τα έργα του στους

οίκους Βασιλείου και Ελευθερουδάκη· μάλιστα ο τελευταίος τον χρησιμοποιεί και

ως επιμελητή άλλων εκδόσεων. Ένα ένα έρχονται στο φως τα δοκιμότερα πεζά του

(Κατάδικος, Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα, Οι σκλάβοι

στα δεσμά τους) και οι μεταφράσεις του, π.χ. από τον Γκαίτε (Ερμάνος

και Δωροθέα), από τον Σαίξπηρ (Οθέλος, Αμλέτος, Βασιλιάς

Ληρ), από τον Φλωμπέρ (Η Κυρία Μποβαρύ, Α’ τόμος) και από τον Ρώσελ

(Τα προβλήματα της Φιλοσοφίας).

Και την ώρα της πνευματικής ακμής του τον προσβάλλει η αρρώστια: καρκίνος του

στομάχου (1922). Χειρουργείται και αποσύρεται στην Κέρκυρα. Συντροφιά του οι

παλαιοί του μαθητές από την εποχή του Σοσιαλιστικού Ομίλου. Σχεδιάζει

και αρχίζει να αναπτύσσει ένα από τα τελευταία του πεζά: Ο Παπά Ιορδάνης

Πασίχαρος και η ενορία του. Πρόλαβε να γράψει τις τριάντα πρώτες

του σελίδες. Πέθανε στο σπίτι του ζωγράφου Γυαλινά, την 1η Ιουλίου 1923. Ο

Κωνσταντίνος Θεοτόκης είναι ένας συγγραφέας με πολύπλευρη επίδοση: πεζογράφος,

ποιητής, διανοούμενος, και κριτικός των ιδεών και των γραμμάτων και

μεταφραστής. Με προέχουσα επίδοση κατ’ εξοχήν σε δύο είδη: στην πεζογραφία και

εκ παραλλήλου στη μετάφραση. Διακρίνεται για μια πολυμέρεια και επίδοση

συνεκτική και ομόκεντρη. Στην ανάλυση του πεζογραφικού του έργου διαφαίνεται

και ο ρόλος των λοιπών ειδών: αν δεν είναι δορυφόροι (όπως η ποίηση), είναι (η

κριτική και η μετάφραση ιδιαίτερα) τα πλαίσια και οι παραστάτες της πορείας

της πρωτότυπης δημιουργίας του.

Η πεζογραφία του χωρίζεται ευδιάκριτα σε δύο περιόδους: την ολιγοχρόνια του

αρχικού αισθητισμού και εν συνεχεία του οριστικού ρεαλισμού του. Ο αισθητισμός

υπήρξε και για άλλους της γενιάς του η αφετηρία ή η προϊστορία του ρεαλισμού

τους: όπως για παράδειγμα συνέβη, τηρουμένων των διαφορών, και με την ποίηση

του Βάρναλη. Στην περίπτωση του Θεοτόκη ο αισθητισμός του διακρίνεται στα

μυθολογικά του κείμενα για δέκα χρόνια, από τις Αντιφεγγίδες (προ του

1895) έως τον Απελλή (1904). Και με την αθρόα δημοσίευση των σχετικών

αφηγημάτων του «Ακόμα;», «Κάιν», «Η ζωή του χωριού», «Υπόληψη». Τη χρονιά αυτή

ανοίγει η περίοδος που αυθεντικά θα τον εκπροσωπήσει, της εντοπιότητας, και

στην προέκτασή της, του κοινωνικού, και ενδιάμεσα του «αποστολικού» και

ψυχογραφικού ρεαλισμού του.

Ως προς τη θεματική, δύο είναι οι σημαντικότεροι σταθμοί στην ανάπτυξη της

πεζογραφικής πορείας του Κωνσταντίνου Θεοτόκη.

Ι. Η ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ, ΟΙ ΣΚΛΑΒΟΙ ΣΤΑ ΔΕΣΜΑ ΤΟΥΣ. Από αυτά

τα έργα ο Θεοτόκης θεωρήθηκε ως εισηγητής του «κοινωνιστικού» πεζογραφήματος

στη χώρα μας. Με εμφανή διαφορά από τη θεματική και από τους στόχους του

ομοτέχνου και ομοϊδεάτη του Χατζόπουλου. Προβιομηχανική είναι η κοινωνία του

Χατζόπουλου (η αγροτική του Πύργου του Ακροπόταμου και η μικροαστική

ακόμη του Φθινοπώρου), σε αντίθεση με αυτήν που αναλύεται στα δύο πεζά

του Θεοτόκη. Πρωτοαναφέρονται εδώ εργοστάσια και εργάτες, νέοι βιομήχανοι και

τράπεζες, όροι της οικονομίας και συμπτώματα της παραοικονομίας, όπως η

λαθρεμπορία και η τοκογλυφία.

Την εποχή αυτή το έργο του αγκαλιάζει γενικότερα αδιέξοδα: από την κρίση του

αγροτικού προβλήματος ώς την ιδιομορφία των κοινωνικών δομών. Στη «χώρα» το

αρχοντολόγι με την παρατεινόμενη επιρροή μέσα από τους άχρηστους τίτλους, τις

εγκαταλειμμένες γαίες και τους καταρρέοντες πύργους ­ όπως ο πύργος των

Θεοτόκηδων στους Καρουσάδες ­ και στις παρυφές τους τα χωριά και οι μικρές

ιδιοκτησίες των χωρικών, που ήταν κάποτε χωριά και ιδιοκτησία των κόντηδων. Το

αρχοντολόγι με δυτική μόρφωση και αγωγή και με ρευστή συνείδηση· και οι

χωρικοί βίαιοι και αγράμματοι, αλλά γλωσσικά, εθιμικά, πολιτισμικά οι πιο

καθαρόαιμοι Έλληνες. Και στη «χώρα» η νέα τάξη των αστών, σαν τον Στεριώτη.

Ανάμεσά τους παρεμβάλλονται οι Χαντρινοί. Παρεμβάλλεται ο «μεσάτορας», στην

υπηρεσία του ανερχόμενου αστού. Και από πάνω ένας κρατικός μηχανισμός,

γραφειοκρατικά αποξενωμένος και κομματικά δικτυωμένος ως τη βάση, ώστε να

ελέγχει, πριν από την κοινωνική διάλυση ή ανατροπή, την ανώδυνη ανασύνταξη των τάξεων.

ΙΙ. ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ, Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ. Με τα

δύο επόμενα έργα του και ο προβληματισμός του εμβαθύνεται και η πλοκή και η

τεχνική παρουσιάζεται πιο σύνθετη. Ο Κατάδικος μάς μεταφέρει απ’ την

κοινωνία της υπαίθρου και τα πάθη της στους χώρους που η πολιτεία έχει

θεσμοθετήσει για την κρίση τους: δικαστήρια και φυλακές, για τιμωρία και

εξιλέωση. Παρακολουθούμε εκεί τη δύσκολη προσπάθεια ενός ταλαντούχου συγγραφέα

να σκιαγραφήσει με αληθοφάνεια την ψυχονοοτροπία ενός ήρωα αγαθού τω πνεύματι,

ταγμένου για τη σωτηρία της ψυχής των συνανθρώπων του. Έτσι τον παρουσιάζει,

ανάμεσα σε άλλους κατάδικους, να επιδρά με τα χριστιανικά «κηρύγματά» του στη

μετάνοια ενός αδελφοκτόνου (Κάης) και να αναγκάζει και αυτόν ακόμη τον φονιά

(τον Πέπονα) να ομολογεί το έγκλημα και να ζητά συγχώρεση πέφτοντας στα πόδια

του Τουρκόγιαννου.

Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα αποτελεί ανακεφαλαίωση, με πυκνότερη

διαπλοκή, των προηγούμενων σταδίων. Ένα πεζογράφημα που το υποτιτλοφορεί

ηθογραφία, αλλά μια ηθογραφία που είναι προβληματισμένη και οπλισμένη τώρα με

συνειδητή αναφορικότητα στο βάθος των πραγμάτων. Έτσι επανεισάγεται ο όρος από

ιδεολόγους των κοινωνικών αγώνων και διανοούμενους με ευρωπαϊκή παιδεία, όπως

είναι ο Θεοτόκης και ο Χατζόπουλος (του οποίου Ο πύργος του Ακροπόταμου

αυτοκαθορίζεται και εκείνος ως ηθογραφία). Η ηθογραφία επαναπροβάλλει χτυπητά

τα πλαίσια του χώρου της, αλλά τώρα σαν να πρόκειται για αδιέξοδα τοιχώματα

του παγιδευμένου ατόμου μες στο σύστημα. Θύμα ενός εκμεταλλευτικού μηχανισμού

που τον υποκινεί ο δολοπλόκος αδελφός του και αλυσιδωτά ο παπάς και ο νοδάρος

ως φορείς της εξουσίας και αποκάτω, δίκην κόκκινου πανιού, ο πόθος της Μαρίας,

θα προκύψει στην περίπτωση του έργου αυτού του Θεοτόκη η πιο κωμικοτραγική

στην νεοελληνική πεζογραφία μας φιγούρα, ο Καραβέλας.

Ο συγγραφέας με τον Αλέκο Δενδρινό, γύρω στα 1910 (Πορφύρας, Τεύχος 57-58)

Και είναι αυτή μια επαναφορά και υπογείωση της ίδιας της τεχνοτροπίας στην

πρωταρχική πηγή και γλώσσα της: του νατουραλισμού. Τον υλοποιεί ως πεζογράφος,

ανεξάρτητα από τα ευρωπαϊκά ανάλογα, δηλαδή τα γαλλικά (λ.χ. των Ζολά και

Μωπασάν), των λεγόμενων χωριάτικων γερμανικών ιστοριών (dorfgeshihte) και,

εγγύτερα, του βερισμού της Ιταλίας (π.χ. του Καπουάνα και ιδιαίτερα του

Βέργκα). Του προσδίδει μάλιστα και κάτι από τη λογοτεχνία του βυθού με την

ασχήμια και την πόρωση ψυχής που περιγράφει μέσα από σκηνές μιζέριας,

εξαθλίωσης, λαγνείας και εκμετάλλευσης. Όπως μπόρεσε προηγουμένως να αποδώσει

κάτι από την τέχνη του Φλωμπέρ (Αισθηματική αγωγή θυμίζει εξ αποστάσεως

η διαπλοκή ιδιωτικού και Ιστορίας στην εξέλιξη του έργου, ενώ ίσως η Αιμίλια

Βαλσάμη να απηχεί μια Μποβαρύ της επαρχίας μας). Και διαφανέστερα ο ήρωας του

Κατάδικου μοιάζει με αγαθή καρικατούρα του Ηλίθιου του

Ντοστογιέφσκυ, με εντολές από τολστοϊκά κηρύγματα.

Φυσικά δεν πρέπει να ξεχνούμε και την άλλη δρώσα ιδιότητα του Θεοτόκη: την

πολιτικοκοινωνική του δράση και τα πλούσια και έμμονα πνευματικά του

ενδιαφέροντα, που τα υπηρέτησε, ως διανοητής, και μετακενωτής ευρύτερων

ρευμάτων, με πληρότητα και απόλυτη προσήλωση. Από τα οποία διακρίνονται

εξαιρετικά, επηρεάζοντας έμμεσα κάποιες πτυχές των έργων του και της

νοοτροπίας των ηρώων τους, η ισόβια ενασχόλησή του με την ινδική λογοτεχνία,

με τη φυσιοκρατία του Λουκρήτου και με τις τραγωδίες, τις στοιχειακές γύρω από

την εξουσία και τον έρωτα, του Σαίξπηρ.

Έτσι αποδεικνύεται σαν ένας στυλοβάτης μιας γενιάς από τις ωριμότερες που

γνώρισε η νεοελληνική λογοτεχνία αδιάκριτη από την κρατούσα γραμματολογία που

χαρίστηκε στις άλλες δύο γενιές (του ’80 και του ’30). Είναι σταχυολογώντας

τους, θα λέγαμε, η γενιά του ’10. Στην αφετηρία της υπάρχει το κίνημα του 1909

και στην ανάπτυξή της μια ιστορική, πολιτική, πνευματική εξέλιξη, που έθεσε ή

έλυσε προβλήματα και άνοιξε τις πόρτες στις αναζητήσεις και την έκφραση

καινούργιων τάξεων. Στην περιοχή του πνεύματος, ξεπήδησε μια πρώτη και μια

δεύτερη χορεία εκπροσώπων. Εκπροσώπων με ευρωπαϊκή παιδεία, αλλά και ελληνική

συνείδηση: με αφόρμηση από την παράδοση του δημοτικισμού αλλά και ανύσματα

προς ιδεολογικά ενδιαφέροντα ευρύτερα· με ανησυχίες για το βάθος του

πολιτισμού και του κοινωνικού προβλήματος και παράλληλα για τη μορφολογία και

το ύφος του πνεύματος. Δειγματοληπτικά ορόσημά τους είναι π.χ. για την

ιδεολογία και την πρακτική τους ο Σκληρός και ο Γληνός, για την ποίηση ο

Καβάφης και με τη ρητορική τους οι νεώτεροι: Βάρναλης, Σικελιανός και Καζαντζάκης.

Στη γενιά αυτή ανήκει με την πεζογραφική διάθεσή του και ο Θεοτόκης. Ένας

πρωτοπόρος και συνθέτης του κοινωνικού και ψυχολογικού ρεαλισμού,

προβληματισμένος και «δοσμένος» στην αποστολή και τη μαστορική της τέχνης του,

διαμόρφωσε έτσι μια συγγραφική προσωπικότητα ισχυρή στην εποχή του που δεν

δέσμευε τους χειρισμούς των άλλων, για παράδειγμα του Βουτυρά ή του Παρορίτη·

μία προκατάθεση που ζωηρά ενδιαφέρει, όπως έδειξε η έρευνα, και τους νέους

ομοτέχνους του έως τις ημέρες μας.

Ο Γιάννης Δάλλας είναι καθηγητής Πανεπιστημίου, ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας