Μετά τον πόλεμο η σύναψη συμμαχιών είναι παράδειγμα προς μίμηση, ενώ τα

«Πιπινέλεια δόγματα» συμμετοχής σε αυτές και οι δοξασίες περί «κόσμων στους

οποίους ανήκουμε» παράδειγμα προς αποφυγή.

Αντίστοιχα, τη δεκαετία του 1980, οι στόχοι της Ελλάδας για επίτευξη ισόρροπων

και συμμετρικών σχέσεων με τις μεγάλες δυνάμεις είναι παράδειγμα προς μίμηση,

ενώ πολλές προσεγγίσεις εκπλήρωσής τους παράδειγμα προς αποφυγή.

Η συζήτηση με αφορμή την επίσκεψη Κλίντον φανερώνει πως ελάχιστα διδαχθήκαμε

από τις παλινωδίες και τα λάθη του παρελθόντος.

Το βασικό ερώτημα, νομίζω, είναι το εξής: αγώνας για ισόρροπες και συμμετρικές

σχέσεις με τις μεγάλες δυνάμεις ή δουλική προσαρμογή στις διακυμάνσεις των

ρευστών ηγεμονικών συμφερόντων με την ελπίδα πως «οι ζημιές θα

ελαχιστοποιηθούν»; Το «στοχαστικό έλλειμμα» αναφορικά με τον πραγματικό

χαρακτήρα και τη μορφή του διεθνούς συστήματος ερμηνεύει, ενδεχομένως, την

αδυναμία μας να απαντήσουμε με ψυχραιμία και ωριμότητα αυτό το δύσκολο ερώτημα.

Ορθές εκτιμήσεις απαιτούν συλλογική ιδεολογική ωριμότητα μιας κρίσιμης μάζας

πολιτών ως προς δύο κεντρικά και αλληλένδετα ζητήματα: τον ρόλο της εθνικής

κυριαρχίας και του εθνικού συμφέροντος στις σύγχρονες διακρατικές σχέσεις και

τις προσεγγίσεις διασφάλισής τους. Πρωτίστως, απαιτείται κατανόηση του

γεγονότος πως το έθνος-κράτος είναι η βασική μονάδα και το εθνικό συμφέρον το

κυριότερο, αν όχι το μόνο (!) κριτήριο των κυβερνήσεων όλων των κρατών στις

διεθνείς σχέσεις. Ενόσω η «ευγενής ιδεολογική τύφλωση» και η κυρίαρχη

«αβάστακτη κοσμοπολίτικη ελαφρότητα» διαιωνίζουν την κυρίαρχη άποψη πως το

εθνικό συμφέρον μπορεί να θυσιαστεί σε βωμούς εξωγενών συμφερόντων ή ότι

μπορεί να αναλωθεί για να διευκολυνθεί, δήθεν, η ένταξή μας σε ανύπαρκτους

δυτικούς ή ανατολικούς «κόσμους», η διπλωματία μας θα χωλαίνει.

Προσβολές και ύβρεις κατά ηγετών άλλων κρατών που μας επισκέπτονται είναι,

αναμφίβολα, αχρείαστες και ζημιογόνες. Βασικός κανόνας είναι να αποφεύγουμε

άσκοπους ανταγωνισμούς με άλλα κράτη, τους ηγέτες τους και τους λαούς τους.

Στην περίπτωση που τα συμφέροντά μας αποκλίνουν, υπάρχει, μεταξύ δουλικής

συμπεριφοράς και άσκοπου ανταγωνισμού, πλήθος άλλων, πιο αποτελεσματικών

ενδιάμεσων προσεγγίσεων.

Όμως, η αιτιολόγηση της αυτονόητης δεοντολογικής και πολιτικής επιταγής

πολιτισμένης συμπεριφοράς και διασφάλισης φιλοξενίας ­ ασφάλειας ενός ξένου

ηγέτη, σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί ­ με επάνοδο μάλιστα στις

αναχρονιστικές δοξασίες που κηρύττουν πως «ανήκουμε» στον ένα ή στον άλλο

«κόσμο» ­ ιδεολογική τρομοκρατία, ισοπεδωτικούς αφορισμούς κατά της

φιλοπατρίας και έμμεσες πλην σαφείς αιχμές υπέρ του περιορισμού της ελεύθερης έκφρασης.

Για να θυμηθούμε την πολυτιμότερη ίσως πολιτική θέση της σύγχρονης ιστορίας

μας: «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» και σε κανέναν άλλο. Αντίσταση και

υπεράσπιση της εθνικής μας ανεξαρτησίας, εξάλλου, είναι ηθική, πολιτική και

νομική υποχρέωση κάθε Έλληνα πολίτη και η σημερινή επέτειος μάς το υπενθυμίζει.

Ασφαλώς, θα ήταν υπερβολικό να ισχυριστεί κάποιος πως επίτευξη και

σταθεροποίηση σχέσεων ισοτιμίας και συμμετρικών σχέσεων με τις μεγάλες

δυνάμεις είναι εύκολη υπόθεση. Όμως, ο ισχυρισμός πως η άκριτη υποταγή στις

μεγαλύτερες δυνάμεις θα μπορούσε να εκπληρωθεί με συμπεριφορές που υποδηλώνουν

υποτέλεια και υποτίμηση των συλλογικών οντολογικών μας χαρακτηριστικών, των

ιστορικών μας ταυτίσεων και των πολιτισμικών προσανατολισμών που μας

κληροδότησε η ιστορία, αποτελεί «ευγενή ιδεολογική τύφλωση», «δημαγωγία» και

«αβάστακτη πολιτική ελαφρότητα».

Σχέσεις εξάρτησης και υποτέλειας μεταξύ μικρών και μεγάλων κρατών είναι

ευάλωτες, επίπλαστες και επικίνδυνες. Δομές και σχέσεις που αγνοούν την

κοινωνική δυναμική του κατακερματισμένου διεθνούς χώρου και που εδράζονται σε

εφήμερα ιδεολογήματα ωφελιμιστικού χαρακτήρα είναι καταδικασμένες να τρέφουν

ανισορροπίες και ρήξεις, που πάντοτε αποβαίνουν εις βάρος του λιγότερου

ισχυρού, αλλά και της διεθνούς σταθερότητας και ειρήνης.

Το θέμα που τίθεται, επομένως, είναι όχι η καταδυνάστευση της ελληνικής κοινής

γνώμης ή ο εθελόδουλος εξοστρακισμός των οντολογικών μας χαρακτηριστικών, αλλά

η εξεύρεση «χρυσών διπλωματικών τομών» και μεθοδεύσεων που διασφαλίζουν

ισόρροπες και συμμετρικές σχέσεις με τις μεγάλες δυνάμεις. Αυτό είναι,

πρωτίστως, μέλημα και ευθύνη της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας. Όμως, ποτέ δεν θα

προσανατολιστούμε ορθά, αν λόγω της «ευγενούς κοσμοπολίτικης τύφλωσής μας»

δημιουργείται περιρρέουσα ατμόσφαιρα μιζέριας, κακομοιριάς και αδυναμίας να

επιτύχουμε συμμετρία και ισορροπία στις διπλωματικές μας σχέσεις.

Ο Παναγιώτης Ήφαιστος είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και

Στρατηγικών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.