Οι άνθρωποι που σημάδεψαν την κοινωνική και πνευματική ζωή του αιώνα που

φεύγει, όπως τους σκιαγραφούν ειδικοί συνεργάτες των «ΝΕΩΝ»

Στάθμισμα και κριτήριο για όσες από τις μνήμες μου επιλέγω να καταθέσω εδώ για

τον Μανόλη Ανδρόνικο είναι το φίλτρο της ευρείας επιστημονικής και κοινωνικής

του αποδοχής. Η συμπεριφορά και η δράση του τον κατέγραψαν στη συλλογική μνήμη

ανάμεσα στους μεγάλους Έλληνες επιστήμονες του 20ού αιώνα. Όχι επειδή

περιβλήθηκε τις διαστάσεις εθνικού συμβόλου, όπως αδικώντας τον, τον

αντιμετώπισαν (και αδικώντας τον, τον αντιμετωπίζουν ακόμα και σήμερα,

άνθρωποι που μαθήτεψαν κοντά του), αλλά επειδή με την επιμονή, τον κόπο και

την επιστημοσύνη του οδηγήθηκε σ’ ένα θαυμαστό εύρημα. Ένα εύρημα που το

φρόντισε και το σεβάστηκε, διαφυλάσσοντας από τη δίνη της πολιτικής του

διάστασης το επιστημονικό κύρος και διατηρώντας την προσωπική ανεξαρτησία του.

Με την αίσθηση εκείνη του μέτρου που τον χαρακτήριζε και τον προστάτεψε,

εντέλει, κυρίως εκείνα τα χρόνια της εφήμερης φήμης, από τον αδηφάγο λαϊκισμό

της επικαιρότητας.

Με έναν τρόπο που δυστυχώς σπανίζει στις μέρες μας.

Προσωπικές μνήμες

Γνώρισα τον Μανόλη Ανδρόνικο στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Νέο, στα σαράντα

πέντε του, όπως κι αργότερα στα 70 του: να ζωντανεύει με την κίνηση τα αρχαία

μνημεία και να αποκαλύπτει με τον λόγο του τα μυστικά της ελληνικής τέχνης. Να

απαγγέλλει τον ποιητή, να χαίρεται το καινούργιο, να τιμά το παλιό, να επαινεί

το καλό, να μέμφεται το ψεύτικο, να θυμάται τους δασκάλους του, να εμπνέει

τους μαθητές του, να σέβεται τους συναδέλφους του.

Και θαύμαζα, νεαρή τότε φοιτήτρια, τον διανοούμενο που ασκούσε εποικοδομητική

κριτική, χωρίς μεμψιμοιρία ή έπαρση, αλλά με μέτρο πάντοτε την πίστη στον

κοινωνικό άνθρωπο.

Στα χρόνια της ανασκαφής ανακάλυψα τον άλλο Ανδρόνικο: τον ευφυή επιστήμονα

που επιστράτευε την έμφυτη λογική και την αποκτημένη γνώση του για να

κατανοήσει τον αρχαίο κόσμο, αξιοποιώντας τον σύγχρονο και την εμπειρία του κι

αναζητώντας συνεχώς να αντλεί από το επίκαιρο αμφίδρομες διαδρομές προς το

καίριο, το διαχρονικό και το πανανθρώπινο.

Τα νεανικά χρόνια

Προσφυγάκι τριών χρόνων από την Προύσα, το 1922, με καταβολές κι από τη Σάμο,

ο Μανόλης Ανδρόνικος μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, αγαπώντας την μέχρι το τέλος.

Πριν από τον μεγάλο πόλεμο ήταν ανάμεσα στους φοιτητές που συνόδεψαν τον

δάσκαλό του, καθηγητή Κωνσταντίνο Ρωμαίο, στην παρθενική περίοδο της

πανεπιστημιακής ανασκαφής στη Βεργίνα. Είχε κιόλας αγαπήσει τον Πλάτωνα και

την αρχαία τέχνη, αλλά τώρα ερχόταν σε επαφή με την ανασκαφική πρακτική.

Στις παραμονές του μεγάλου πολέμου, η Αρχαιολογία, η θετικότερη από τις

θεωρητικές επιστήμες, τον είχε κερδίσει.

Νεαρός φιλόλογος στο Διδυμότειχο, τον πρώτο χρόνο της Κατοχής, αποφασίζει να

διαφύγει στη Μέση Ανατολή. Με την επιστροφή του στη Θεσσαλονίκη, διδάσκει

προσωρινά στα Εκπαιδευτήρια της Αγλαΐας Σχοινά, για να ξανασυναντήσει εκεί την

Όλυ Κακουλίδου (τον πιο δικό του άνθρωπο) και να την κάνει σύντροφο της ζωής του.

Ακόμη τον θυμούνται οι τοτινές του μαθήτριες να τις μυεί στον Όμηρο, τον Ελύτη

και τον Σεφέρη και να τους μιλά για την αρχαία και τη σύγχρονη τέχνη.

Εκείνα τα χρόνια ολοκλήρωσε τη διατριβή του με θέμα: «Ο Πλάτων και η

Τέχνη» (Θεσσαλονίκη 1952).

«Το εύρημα της Βεργίνας και η ευθύνη του ήταν πολύ μεγάλα για μικρές ή μωρές

φιλοδοξίες. Τον καιρό τής μεγάλη του δόξας, γράφει η Χρυσούλα Σαατσόγλου –

Παλιαδέλη, εμείς οι λίγοι που τον ζούσαμε από κοντά επιβεβαιώναμε κάθε φορά το

μέγεθος της εσωτερικής του αυτάρκειας και της ψυχικής αντοχής του». Στη

φωτογραφία του 1977, ο Ανδρόνικος παρατηρεί με συνεργάτες του το εσωτερικό του τάφου

Θυμάμαι πόσο συγκινήθηκε όταν του πρότειναν να ανατυπωθεί το νεανικό του

εκείνο σύγγραμμα, τριάντα δύο χρόνια αργότερα, και αντιγράφω εδώ, από τον

πρόλογο της δεύτερης εκείνης έκδοσης (Μαν. Ανδρόνικος, Ο Πλάτων και η

Τέχνη: Οι πλατωνικές απόψεις για το ωραίο και τις εικαστικές

τέχνες, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1984) δύο σημεία που νομίζω πως τον χαρακτηρίζουν.

«Προτού αποφασίσω για την επανέκδοση, το πήρα και πάλι στα χέρια μου

και το ξαναδιάβασα. Είναι βέβαιο πως σήμερα δεν θα το έγραφα με

τον ίδιο τρόπο. Θα είχα πολύ περισσότερα πράγματα να πω και όχι

λίγα θα αφαιρούσα. Το γράψιμο θα ήταν διαφορετικό.

Κάτι μαθαίνει κανείς σε τριάντα ολόκληρα χρόνια». Και στην καταληκτήρια

παράγραφο του ίδιου προλόγου: «Με την πρωτοβουλία του σημερινού

εκδότη, ένα αγαπημένο μου νεανικό έργο θα συναντήσει μια νέα γενιά

ενήμερων αναγνωστών. Τον ευχαριστώ για την ευκαιρία που δίνει

στο έργο αυτό να διαβαστεί από τους νεότερους, που είναι για

μένα πάντοτε οι πιο έγκυροι κριτές».

(Η υπογράμμιση δική μου).

Ο καιρός της δημιουργίας

Επιμελητής Αρχαιοτήτων στη Βέροια, ανανεώνει την επαφή του με τη Βεργίνα και

εγκαινιάζει το 1951 τη συστηματική ανασκαφή στο εκτεταμένο της νεκροταφείο των τύμβων.

Με τη σύζυγό του Όλυ Κακουλίδου στο σπίτι τους στη Θεσσαλονίκη. Τη συνάντησε

όταν δίδασκε για λίγο χρονικό διάστημα μεταπολεμικά στα Εκπαιδευτήρια της

Αγλαΐας Σχοινά και έμειναν μαζί όλη τους τη ζωή

Στην Οξφόρδη, για δύο χρόνια, (1954-56) ο νεαρός επιστήμονας συναντά τον

μεγάλο αρχαιολόγο Sir John Beazley και δένεται μαζί του με σχέση βαθιάς

αλληλοεκτίμησης, που κρατά μέχρι τον θάνατο του μεγάλου δασκάλου.

Πίσω στην Ελλάδα, ολοκληρώνει τη συστηματική ανασκαφή του προϊστορικού

νεκροταφείου των τύμβων στη Βεργίνα και δημοσιεύει υποδειγματικά τα

αποτελέσματά της, σε έναν τόμο που αποτελεί ακόμη και σήμερα σημείο αναφοράς

για την πρώιμη εποχή του σιδήρου στη Μακεδονία (Μαν. Ανδρόνικος, Βεργίνα

Ι. Το νεκροταφείον των τύμβων, Αθήναι 1969).

Πανεπιστημιακός δάσκαλος από το 1961, ο Μανόλης Ανδρόνικος δεν κόβει την επαφή

του με τη Βεργίνα. Σε αγαστή συνεργασία με τον συνάδελφό του Γεώργιο

Μπακαλάκη, ερευνά το ανάκτορο της αρχαίας πόλης, ασκώντας για χρόνια πολλά

γενιές φοιτητών στην ανασκαφική πρακτική. Θέτοντας, δηλαδή, τις μόνιμες βάσεις

μιας πανεπιστημιακής επιστημονικής δραστηριότητας που συνεχίζεται με τις ίδιες

αρχές μέχρι σήμερα.

Στη Φιλοσοφική Σχολή διδάσκει Αρχαία Ελληνική Αρχιτεκτονική, Πλαστική,

Αγγειογραφία και Επιγραφική και στο Πολυτεχνείο εισάγει τους φοιτητές τής

Αρχιτεκτονικής στα ρεύματα της σύγχρονης τέχνης.

Τα κεφάλαια για την αρχαϊκή και την κλασική τέχνη του αρχαίου ελληνικού κόσμου

στην πολύτομη «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» (τόμοι Β’ και Γ1 της Εκδοτικής

Αθηνών) αποδεικνύονται πολύτιμο βοήθημα για τον φιλομαθή αναγνώστη, τον

εκπαιδευτικό και τον ενδιαφερόμενο φοιτητή και ώριμη συμπύκνωση βαθιάς

επιστημονικής εποπτείας του πλούσιου αρχαιολογικού υλικού.

«Ευγνωμονώ πάντα την τύχη που μου χάρισε τη μέγιστη αυτή εύνοια να μαθητέψω

σε τέτοια πρότυπα αρετής και σοφίας» έγραψε ο ίδιος στο «Χρονικό της Βεργίνας»

Ενεργό μέλος της θεσσαλονικιώτικης κοινωνίας, φίλος καρδιακός του Λίνου

Πολίτη, του Παύλου Ζάννα και του Δημήτρη Μαρωνίτη, μετέχει στην πνευματική ζωή

της πόλης και για κάποιο διάστημα προεδρεύει του Δ.Σ. στο Κρατικό Θέατρο

Βορείου Ελλάδος. Τα σύντομα κείμενά του στο περιοδικό της «Τέχνης» για την

καλλιτεχνική δραστηριότητα στη Θεσσαλονίκη, αντανακλούν γνώση και ευαισθησία

για τη σύγχρονη δημιουργία. Ο μεστός λόγος του σέβεται τον αναγνώστη και

αναγνωρίζει τον κόπο του καλλιτέχνη.

Στις επιφυλλίδες του στο «Βήμα», ο Μανόλης Ανδρόνικος αποκαλύπτει μια ακόμη

πτυχή της προσωπικότητάς του, εκείνη του ενεργού πολίτη, με το διεισδυτικό

πνεύμα και την κριτική σκέψη, αλλά και του διανοουμένου με τη στέρεη γνώση και

έναν πλατύ, αλλά όχι ρηχό, λόγο. Στα κείμενά του, συχνά λυρικά, άλλοτε

οξύτερα, με μιαν λεπτή γεύση ειρωνείας και σαρκασμού, η ποίηση και η ιστορία

δένονται με την εξομολόγηση. Ο συγγραφέας τους, αυστηρά προσκολλημένος στην

επικαιρότητα, σέβεται τον αναγνώστη και τη νοημοσύνη του, χωρίς να

χρησιμοποιεί το δημόσιο βήμα για την προσωπική του ανάδειξη.

Συγκεντρωμένα σε τέσσερις τόμους, (Μαν. Ανδρόνικος, Παιδεία ή

Υπνοπαιδεία, Εκδόσεις Ίκαρος, 1975 ­ Ιστορία και Ποίηση, Εκδόσεις

Ερμής, 1982 ­ Ελληνικός Θησαυρός, Εκδόσεις Καστανιώτη 1993 ­

Ελληνική Κιβωτός, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1994), τα κείμενα αυτά, επίκαιρα

τότε, δεν χάνουν τη σημασία τους σήμερα, καθώς καταγράφουν μιαν εποχή ιδωμένη

μέσα από τα έντιμα μάτια ενός ενημερωμένου πνευματικού ανθρώπου.

Ο καιρός της ευθύνης

Στα τρία του χρόνια βρέθηκε πρόσφυγας από την Προύσα στη Θεσσαλονίκη. Στη

σπάνια φωτογραφία του 1937, είναι φοιτητής στα 18 του. Από τα πρώτα χρόνια των

σπουδών του, η Αρχαιολογία, η θετικότερη από τις θεωρητικές επιστήμες, τον

είχε κερδίσει

Δεμένος με τη Βεργίνα από τα χρόνια της νιότης του, βαθύς γνώστης του

αρχαιολογικού της χώρου και των ερωτημάτων που έθεταν τα ευρήματά του, ήταν

έτοιμος, το καλοκαίρι του 1976, να αναζητήσει το μυστικό τού μνημειακού

τύμβου. Πίστευε πως ο τεράστιος χωμάτινος όγκος έκρυβε ένα τουλάχιστο μεγάλο

υπόγειο ταφικό οικοδόμημα ­ όπως υπέθετε ήδη από το 1953 που είχε

πρωτοδοκιμάσει να τον ανασκάψει. Και η πεποίθηση αυτή ενίσχυε την επιμονή του

απέναντι στο πλήθος των τεχνικών και οικονομικών προβλημάτων της πρώτης

εκείνης χρονιάς, που τελείωσε χωρίς εντυπωσιακά ευρήματα, αλλά με μιαν

επιστημονική υπόθεση που δικαιώθηκε τον επόμενο χρόνο.

Στο επίκεντρο της πανελλήνιας και διεθνούς δημοσιότητας, από τον Νοέμβρη του

1977 (όταν, ανάμεσα σε ένα σιωπηλό πλήθος εργατών, συνεργατών, φίλων

συναδέλφων, συγγενών και των κατοίκων του χωριού, βρέθηκε μπροστά στον ασύλητο

τάφο), ο Μανόλης Ανδρόνικος δεν άλλαξε. Τον καιρό της μεγάλης του δόξας, εμείς

οι λίγοι που τον ζήσαμε από κοντά, επιβεβαιώναμε κάθε φορά το μέγεθος της

εσωτερικής του αυτάρκειας και της ψυχικής αντοχής του.

Το εύρημα και η ευθύνη του ήταν πολύ μεγάλα για μικρές ή μωρές φιλοδοξίες.

Τα δύσκολα χρόνια

Το 1984 παραιτήθηκε από την πανεπιστημιακή έδρα για να ανταποκριθεί στη μεγάλη

ευθύνη της μελέτης, της αξιοποίησης και της προστασίας των μνημείων που είχε αποκαλύψει.

Τη χρονιά εκείνη κυκλοφόρησε η πρώτη συνολική θεώρηση του αρχαιολογικού χώρου

της Βεργίνας (Μαν. Ανδρόνικος, Βεργίνα. Οι βασιλικοί τάφοι και οι

άλλες αρχαιότητες, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1984), σ’ ένα βιβλίο που

γλωσσικά και μορφικά απευθύνεται σ’ ένα ευρύτερο κοινό, χωρίς να χάνει καθόλου

την επιστημονική του εγκυρότητα.

Ο συγγραφέας του γνώριζε πως «η επιστημονική επεξεργασία του υλικού,

η μελέτη του και η τελική του δημοσίευση θα απαιτήσουν μακρότατο

χρόνο» και για τον λόγο αυτό «θεώρησε υποχρέωσή του απέναντι στους

άλλους ερευνητές να προσφέρει μια πρώτη, συνοπτική, αλλά

υπεύθυνη παρουσίαση των ευρημάτων».

Το εύρημα απαιτούσε μια συνεχή και συχνά άνιση προσπάθεια για την προστασία,

τη συντήρηση, τη στέγαση και την απόδοση στο κοινό. Από τις λαμαρίνες μέχρι το

εντυπωσιακό στέγαστρο των βασιλικών τάφων στη Βεργίνα μεσολάβησε ένας αγώνας

δρόμου που φαντάζει σχεδόν αυτονόητος και ίσως στρωμένος με ρόδα για όσους

σήμερα επισκέπτονται τον αρχαιολογικό χώρο.

Ελάχιστοι γνώρισαν και ακόμη λιγότεροι αναγνωρίζουν τον τεράστιο αγώνα του

ανασκαφέα που κρύβεται πίσω από αυτό το επίτευγμα. Από το στάδιο της αρχικής

σύλληψης μέχρι την τελική έγκριση, ο Μανόλης Ανδρόνικος ήταν εκεί για να

συμβάλει στην υλοποίησή του. Κι, όμως, τον Ιούνιο του 1991, όταν στον χρόνο

του είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση, ο ανασκαφέας δεν ήταν εκεί να το βλέπει

να θεμελιώνεται.

Στη διάρκεια αυτών των δύσκολων αλλά δημιουργικών χρόνων, παράλληλα με ένα

πλήθος πολλαπλών υποχρεώσεων, ετοίμαζε τη μελέτη τού πιο απαιτητικού ίσως από

τα μνημεία που είχε αποκαλύψει. Η δημοσίευση των εντυπωσιακών τοιχογραφιών από

το εσωτερικό του λεγόμενου τάφου της Περσεφόνης (Μαν. Ανδρόνικος, Βεργίνα

ΙΙ. Ο «Τάφος της Περσεφόνης», Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις

Αρχαιολογικής Εταιρείας αρ. 142, Αθήνα 1994) κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του,

για να σφραγίσει μια μεστή επιστημονική πορεία που είχε από την αρχή αφοσιωθεί

στην κατανόηση της αρχαίας ελληνικής τέχνης.

Η αναγνώριση

Η ελληνική και η διεθνής επιστημονική κοινότητα είχαν αναγνωρίσει το έργο του

πολύ πριν από το μεγάλο εύρημα. Μέλος του Αρχαιολογικού Συμβουλίου, της

Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών, της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, της

Association Internationale des Critiques d’ Art και του Γερμανικού

Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, επιβραβεύθηκε για τη συμβολή του στην αρχαιολογική

επιστήμη με το βραβείο «Ολυμπία» του Ωνάσειου Ιδρύματος, και το βραβείο

Gottfried von Herder της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών. Αντεπιστέλλον μέλος

της Ακαδημίας Αθηνών και της Accademia dei Lincei, ο Μανόλης Ανδρόνικος

αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, του

Πανεπιστημίου του Bristol και του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης που επισφράγισε

με τον τίτλο όσα είχε διαγνώσει για τον παλιό μαθητή του ο Sir John Beazley.

Μέχρι τον Μάρτη του 1992 ο Μανόλης Ανδρόνικος δεν μας διέψευσε. Με μια φυσική

απέχθεια στην αδιαφορία και την παθητικότητα, αντιμετώπισε το επερχόμενο με

σοφία και αρετή.

Άνθρωπος του μέτρου από πεποίθηση, ανυποχώρητος στις αρχές του, με κριτική

σκέψη και αυτοκριτική ικανότητα, της παρρησίας και όχι του παρασκηνίου,

εντυπωσιακός ομιλητής και δάσκαλος αλλά χωρίς επίδειξη στις δημόσιες

εμφανίσεις του, της λογικής, της έμπνευσης και της σαφήνειας στις

επιστημονικές διατυπώσεις του, ο Μανόλης Ανδρόνικος καταγράφηκε στη συλλογική

μνήμη ως έντιμος επιστήμονας και αφοσιωμένος εργάτης του πνεύματος.

Παρέμεινε πολίτης με ιδεολογία και άποψη που τόλμησε να ασχοληθεί με τα κοινά,

δίχως να χάσει την ανεξαρτησίας της σκέψης και της δράσης του. Σ’ αυτόν τον

πολίτη απένειμε μεταθανάτια η ελληνική Πολιτεία τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος

του Φοίνικα και ο ελληνικός λαός την εκτίμηση και τον σεβασμό του, με τη

σύσσωμη παρουσία του έξω από την Αγία Σοφία, την 1η Απριλίου του 1992.

Από απόσταση

Αυτόν τον αρχοντικό Ανδρόνικο, που θα έκλεινε τις μέρες αυτές τα 80 του

χρόνια, θυμήθηκα και πάλι με αφορμή το αφιέρωμα αυτό στους μεγάλους Έλληνες

του 20ού αιώνα. Με μνήμες που έγιναν ευκρινέστερες, καθώς ξαλάφρωσαν από το

συναίσθημα. Φοβάμαι πως δεν κατάφερα να τον περιγράψω όπως τον γνώρισα,

ανθρώπινο και παρορμητικό, δημιουργικό και ανεκτικό, ανθεκτικό και επίμονο.

Χαίρομαι, ωστόσο, ότι έχω την τιμή να μπορώ να προσυπογράψω εδώ, τα

καταληκτήρια λόγια στο κύκνειο άσμα του:

«Ευγνωμονώ πάντα την τύχη που μου χάρισε τη μέγιστη αυτή εύνοια να μαθητέψω

σε τέτοια πρότυπα αρετής και σοφίας» (Μαν. Ανδρόνικος, Το

Χρονικό της Βεργίνας, Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος,

Αθήνα 1997, 224).

Η Χρυσούλα Σαατσόγλου – Παλιαδέλη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Κλασικής

Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.