Οι άνθρωποι που σημάδεψαν την κοινωνική και πνευματική ζωή του αιώνα που

φεύγει, όπως τους σκιαγραφούν ειδικοί συνεργάτες των «ΝΕΩΝ»

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είναι πλέον αποδεκτός από όλες σχεδόν τις πολιτικές

δυνάμεις της Ελλάδας. Η γενική αποδοχή που δεν γνώρισε κατά τον βιολογικό του

βίο τον κατέστησε αντικείμενο θαυμασμού μάλλον παρά μελέτης. Με λίγες λαμπρές

εξαιρέσεις, ο κύριος όγκος της βιβλιογραφίας για τον μεγάλο πολιτικό

προέρχεται από συγχρόνους του. Ο Γεώργιος Σκληρός, ο Γεώργιος Βεντήρης, ο

Κωνσταντίνος Ζαβιτσιάνος, ο Δώρος Άλαστος, μία πλειάδα ξένων δοκιμιογράφων,

αλλά ακόμη και τα μεταπολεμικά έργα του Γρηγορίου Δαφνή, ανήκουν σε εποχές που

ο μεγάλος διχασμός δεν είχε λείψει από την ελληνική κοινωνία. Η ιστοριογραφία

μας της μεταδικτατορικής περιόδου, αντιδρώντας ίσως στις μεγαλοστομίες των

επισήμων της επταετίας, ή γιατί θέλησε να καλύψει το χαμένο χρόνο, ασχολήθηκε

σχεδόν αποκλειστικά με τη μακρά διάρκεια και τα οικονομικά και κοινωνικά

φαινόμενα. Οι πρωταγωνιστές συνεπώς της βραχείας διάρκειας δεν απασχόλησαν οι

ίδιοι ως άνθρωποι τους ιστορικούς μας. Το υποκείμενο ωστόσο εισβάλλει κάθε

τόσο στον πολιτικό μας βίο για να θυμίσει ότι οι χαρακτηρολογικές ιδιοτυπίες

ενός ισχυρού πολιτικού αφήνουν τα ίχνη τους στη μικρή, αλλά ενίοτε και στη

μεγαλύτερη διάρκεια. Την πιο αξιόλογη τομή για το βενιζελικό πολιτικό

φαινόμενο προσέφερε ο Γιώργος Μαυρογορδάτος, ενώ με τις συνταγματικές του

μεταρρυθμίσεις ασχολήθηκε ο Νίκος Αλιβιζάτος. Μεγαλύτερο υπήρξε το ενδιαφέρον

για τη διπλωματική ιστορία του Βενιζέλου, αλλά και εδώ λανθάνει ο άνθρωπος και

πλεονάζουν οι χρονολογίες και τα γεγονότα. Ποιος ήταν όμως ο Ελευθέριος

Βενιζέλος; Από τους επώνυμους συγχρόνους του μένουν τα λατρευτικά σχόλια της

Πηνελόπης Δέλτα και η περιφρόνηση του Ίωνα Δραγούμη που τον έβλεπε σαν

«επαρχιώτη δικηγόρο». Απουσιάζει πάντως η ουδέτερη μαρτυρία και η επιστημονική

προσέγγιση. Όσοι τον γνώρισαν συμφωνούν ότι υπήρξε αριστοτέχνης στην υλοποίηση

του εφικτού. Χαρακτηριστικό στοιχείο του ρεαλισμού και της ευελιξίας του

υπήρξε το γεγονός ότι ενώ ως επαναστάτης του Θερίσου αγωνιζόταν για την ένωση

της Κρήτης με την Ελλάδα, λίγα χρόνια αργότερα ως Πρωθυπουργός εμπόδισε την

πραξικοπηματική είσοδο των Κρητών βουλευτών στη Βουλή των Ελλήνων. Ποτέ δεν

θυσίασε το εφικτό στο ιδεώδες και γι’ αυτό η φιλοσοφία του βασίστηκε στους

πρωταγωνιστές της πολιτικής μάλλον και λιγότερο στις αρχές του φιλελευθερισμού

που επαγγελόταν. Η σκλήρυνση που προκάλεσε ο διχασμός στον ελληνικό πολιτικό

βίο στέρησε τον Βενιζέλο από τα περιθώρια ελιγμών της πρώτης πολιτικής του

παρουσίας. Οι εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910 υπήρξαν η κοινοβουλευτική

αφετηρία του Βενιζέλου στην Ελλάδα. Η αποχή των παλιών κομμάτων πρόσφερε στους

Φιλελευθέρους έναν πραγματικό θρίαμβο καθώς κέρδισαν τις 307 από τις 362 έδρες

στη Βουλή. Τα νέα πρόσωπα που κατέλαβαν τα βουλευτικά έδρανα ωστόσο

αντιπροσώπευαν ένα μωσαϊκό πεποιθήσεων που κυμαίνονταν από την παραδοσιακή ως

τη ριζοσπαστική. Ο Βενιζέλος έπαιξε το ρόλο του εξισσοροπιστή, όχι ανάμεσα

στις τάσεις των βουλευτών του, αλλά στους εκσυγχρονιστικούς οραματισμούς τους

και στις αντοχές μιας κοινωνίας που μόλις αφυπνιζόταν.

1. Νεαρός στην Κρήτη, 2. Το 1903, δύο χρόνια πριν από την επανάσταση του

Θερίσου και 3. στη Θεσσαλονίκη το 1916

Το ανορθωτικό έργο που ακολούθησε, με όλες τις υποχωρήσεις και παραχωρήσεις

του Κρητικού ηγέτη, έβαλε τα θεμέλια ενός σύγχρονου αστικού κράτους. Ο

Γεώργιος Σκληρός έγραφε το 1919: «Ο Βενιζέλος ηθέλησε να χτυπήσει το

αναχρονιστικό, σχολαστικό σύστημα και να κάνει τον αστικό ψυχικό και

πνευματικό συγχρονισμό μας. Συγχρόνως έλυσε και τα εξωτερικά εθνικά ζητήματα.

Αυτές είναι οι δύο μεγάλες δημιουργικές πράξεις του που θα μείνουν στην

ιστορία γραμμένες με χρυσά γράμματα…».

Το μεταρρυθμιστικό έργο του Βενιζέλου κατά την πρώτη του θητεία συνοψίζεται

στην αναθεώρηση του Συντάγματος του 1864, η οποία πραγματοποιείται το 1911.

Όπως σημειώνει ο Νίκος Αλιβιζάτος, από την αναθεώρηση αυτή προέκυψαν βασικοί

θεσμοί του δημοσίου δικαίου οι οποίοι ισχύουν ακόμα. Πρόκειται για τη

μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, την υποχρεωτική και δωρεάν στοιχειώδη

εκπαίδευση, τη δημιουργία του Συμβουλίου της Επικρατείας και του

εκλογοδικείου, τις εγγυήσεις για την ανεξαρτησία των δικαστών, τα δικαστήρια

σύγκρουσης καθηκόντων και τη δυνατότητα κήρυξης κατάστασης πολιορκίας σε

περίπτωση μεγάλου εξωτερικού κινδύνου για την ασφάλεια της χώρας. Η παρουσία

του Βενιζέλου σε όλες σχεδόν τις συνεδριάσεις της β’ διπλής αναθεωρητικής

Βουλής υπήρξε καθοριστική για το νομοθετικό της έργο. Ιδιαίτερα σημαντική

υπήρξε η συνεισφορά του στις συζητήσεις σχετικά με την ελευθερία του Τύπου, το

γλωσσικό ζήτημα, την αναγκαστική απαλλοτρίωση και το Συμβούλιο της Επικρατείας.

Αντίθετα, από το Χαρίλαο Τρικούπη, ο Βενιζέλος δεν υπηρέτησε μια συγκεκριμένη

μορφή πολιτεύματος (μέσα στα όρια του αντιπροσωπευτικού συστήματος) αλλά έθεσε

τη μορφή στην υπηρεσία των πολιτικών του στόχων. Όπως σημειώνει ο Γρηγόρης

Δαφνής, υιοθέτησε την αριστοτελική άποψη, σύμφωνα με την οποία όλα τα

πολιτεύματα είναι δυνατό να αποκτήσουν γνήσια ή εκφυλισμένη μορφή. Το

ενδιαφέρον του συγκεντρωνόταν στα πρόσωπα που επάνδρωναν τους θεσμούς,

θεωρώντας ότι αυτά αποτελούσαν την κύρια εγγύηση για την καλή λειτουργία του

πολιτεύματος. Αναγνωρίζοντας στο στέμμα το δικαίωμα να κρίνει τις πολιτικές

αποφάσεις των κυβερνήσεων, επέστρεψε ουσιαστικά σε μια πρακτική διπολικής

εξουσίας, διακινδυνεύοντας με τον τρόπο αυτό τη σύγκρουση του αρχηγού του

κράτους με τον αρχηγό της κυβέρνησης. Ο μεγάλος διχασμός ανάμεσα στο

λαοπρόβλητο αρχηγό της κυβέρνησης και στον κληρονομικό άρχοντα, για τη θέση

της Ελλάδας στην παγκόσμια σύρραξη, αντιπροσώπευε μια ευρύτερη αναμέτρηση

ανάμεσα σε παλαιούς και νέους κοινωνικούς σχηματισμούς, αλλά και τον

ανταγωνισμό, για τη νομή της εξουσίας ανάμεσα στους παλαιούς και στους νέους

πληθυσμούς που ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα μετά τους Βαλκανικούς και τον Α’

Παγκόσμιο Πόλεμο. Η διεύρυνση του εκλογικού σώματος και η ποικιλία των απόψεων

που εμφανίζονται στο κοινοβούλιο δυσχεραίνουν την πολιτική συναίνεση που στο

παρελθόν εξασφάλιζε την ομαλή λειτουργία του αντιπροσωπευτικού συστήματος. Την

παλιά συμφωνία των κομμάτων σε θεμελιώδεις αρχές πολιτικής συμπεριφοράς

αντικατέστησε μετά το 1915 μια πολυφωνία που δεν ήταν αρμονική.

Ο μεγάλος διχασμός παραπέμπει στον πρώτο συνταγματικό βίο του ελληνικού

κράτους όταν αυτόχθονες και ετερόχθονες βρέθηκαν αντιμέτωποι για το άρθρο

εκείνο του Συντάγματος του 1844, το οποίο περιόριζε τη νομή της κρατικής

εξουσίας σε όσους προέρχονταν από την ανεξάρτητη επικράτεια του ελληνικού

βασιλείου. Οι ετερόχθονες του 19ου αιώνα μεταμορφώθηκαν σταδιακά σε αυτόχθονες

με κάθε επέκταση της χώρας. Το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων όμως διπλασίασε

σχεδόν τα ελληνικά εδάφη και τον πληθυσμό τους. Ο Βενιζέλος υπήρξε ο πολιτικός

πόλος των νέων υπηκόων της Ελλάδας και η ελπίδα τους για μια ουσιαστική

ενσωμάτωση. Το εκσυγχρονιστικό ωστόσο έργο του Βενιζέλου αποδείχθηκε

ευκολότερο από την ενσωμάτωση των νέων αυτοχθόνων.

Όταν μετά μεγάλη απουσία επανήλθε το 1928 στην ενεργό πολιτική, ήταν σημαντικά

αλλαγμένος. Το φάσμα του διχασμού περιόρισε τα όρια του έργου του και ο φόβος

της κοινωνικής ανατροπής τον κατέστησε συντηρητικό. Στον τομέα της εξωτερικής

πολιτικής, σε αντίθεση με την πεισματική του προσπάθεια εμπλοκής στον Α’

Παγκόσμιο Πόλεμο, ανάλωσε όλες του τις δυνάμεις για να κρατηθεί η Ελλάδα

μακριά από τα στρατόπεδα που θα οδηγούσαν την Ευρώπη στη δεύτερη μεγάλη

σύγκρουση. Η εξωτερική του πολιτική των διμερών πια και όχι πολυμερών σχέσεων,

η οποία έβγαλε την Ελλάδα από τη μεσοπολεμική της απομόνωση, υπήρξε το

τελευταίο του επίτευγμα πριν από τη φυγή και το θάνατό του. Μέσα στα πλαίσια

αυτής της εξόδου από την απομόνωση λογαριάζεται ως σημαντική επιτυχία η ύφεση

με την Τουρκία και οι συμφωνίες του 1930. Η προσέγγιση με τους μεγάλους

εχθρούς του πρώτου πολέμου αποτελούν υπόδειγμα διπλωματικής μεθόδευσης και

σχεδιασμού. Ο Βύρων Θεοδωρόπουλος αναφέρεται στο παράδειγμα της

ελληνοβουλγαρικής συμμαχίας το Μάιο του 1912, που πραγματοποιήθηκε σε μικρό

διάστημα και υπό την πίεση της σερβοβουλγαρικής συμμαχίας (Μάρτιος 1912) και

δεν περιείχε καμία ρήτρα περί διανομής εδαφών. Στην ίδια λογική

επικινδυνότητας βασίστηκε και η προσφορά εξόδου της Ελλάδας στο πλευρό της

Αντάντ κατά τη χειρότερη φάση των επιχειρήσεων του 1914. Αντίθετα, η

ελληνοτουρκική συμφωνία μεθοδεύτηκε με υπομονή και προσοχή στις λεπτομέρειες.

Ο Βενιζέλος ξεκίνησε ήδη από το 1928 τις βολιδοσκοπήσεις για τη συμφιλίωση. Σε

επιστολή του προς τον Τούρκο πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού και τον υπουργό

Εξωτερικών Ρουστή Αράς (30 Αυγούστου 1828), ο Έλληνας ηγέτης έγραφε μεταξύ άλλων:

«Καθ’ ην στιγμήν ο ελληνικός λαός μού αναθέτει με μεγάλην πλειοψηφίαν την

διακυβέρνησίν του, οφείλω να σας διαβεβαιώσω περί της ζωηράς επιθυμίας μου να

συντελέσω εις την ρύθμισιν των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών μας, η οποία θα

τους εξησφάλιζε στενήν φιλίαν, επιβεβαιουμένην δι’ ενός συμφώνου φιλίας, μη

επιθέσεως και διαιτησίας, περιεχομένου όσον το δυνατόν ευρυτέρου.»

Η τουρκική απάντηση ήταν θετική προς την ελληνική πρωτοβουλία αλλά έθετε πάλι

το ζήτημα μιας συνολικής ρύθμισης όλων των ελληνοτουρκικών εκκρεμοτήτων.

Ουδεμία υπάρχει αντίθεσις μεταξύ των συμφερόντων των δύο χωρών, δι’ άλλων

λόγων, ουδέν εμποδίζει την οριστικήν των συνεννόησιν. Ουδεμία υφίσταται

εδαφική αμφισβήτησις, αι μόναι δε διαφοραί αι οποίαι τας χωρίζουν είναι

συνυφασμέναι με την ερμηνείαν των υφισταμένων συμφωνιών και αφορούν μάλλον τα

ιδιωτικά συμφέροντα και όχι συμφέροντα κρατικά.

Τα «ιδιωτικά συμφέροντα» αφορούσαν τις περιουσίες 1.300.000 Ελλήνων και

περίπου 585.000 Τούρκων, που είχαν εγκαταλειφθεί στις χώρες προέλευσής τους.

Σύμφωνα με τη σύμβαση της 30ής Ιανουαρίου 1923, οι ανταλλάξιμοι θα έπαιρναν,

έναντι των ακινήτων περιουσιών που είχαν εγκαταλείψει, γαίες αντίστοιχης αξίας

και η διαφορά του ισοζυγίου πληρωμών θα βάρυνε την οφειλέτιδα χώρα. Αντίθετα,

οι περιουσίες των μη ανταλλάξιμων όφειλαν να αποδοθούν στους προκατόχους των.

Η μεικτή επιτροπή που ανέλαβε να ρυθμίσει το ζήτημα αδυνατούσε να

αντιμετωπίσει τις διαφορές, κυρίως γιατί η τουρκική πλευρά επέμενε στην ιδέα

των αυθαίρετων συνολικών εκτιμήσεων, την επίλυση δηλαδή των διαφορών με την

απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων. Η ελληνική πλευρά μάταια προσπάθησε από το

1923 να προωθήσει τις διαπραγματεύσεις για την εκκαθάριση αυτού του περίπλοκου

προβλήματος. Διάφορες συμφωνίες επί των ειδικών θεμάτων που υπογράφηκαν το

1924, 1925 και 1926 παρέμειναν ανεφάρμοστες. Ας σημειωθεί ότι την ίδια περίοδο

(από το 1922 ως το 1930) η Ελλάδα δαπάνησε 20.290 εκατ. δρχ. για την περίθαλψη

και την αποκατάσταση των προσφύγων, οι οποίοι πίεζαν το κράτος να απαιτήσει

από την Τουρκία να καταβάλει τις αποζημιώσεις σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που

απέρρεαν από τη ρύθμιση του 1923.

Τελικά, ύστερα από επίπονες διαπραγματεύσεις υπογράφηκε στην Άγκυρα, στις 19

Ιουνίου 1930, η ελληνοτουρκική σύμβαση για την εκκαθάριση των ζητημάτων που

είχαν προκύψει από τη συνθήκη περί ανταλλαγής των πληθυσμών. Οι περιουσίες των

ανταλλαξίμων δεν θα αποδίδονταν στους δικαιούχους, όπως προέβλεπαν οι

προγενέστερες συνθήκες. Η Ελλάδα ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει στην Τουρκία

425.000 λίρες Αγγλίας (125.000, που θα άφηναν χρεωστικό υπόλοιπο εις βάρος της

Ελλάδας, αν συμψηφίζονταν οι περιουσίες των μη ανταλλαξίμων, 150.000 προς

αποζημίωση των κτημάτων των Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως που βρίσκονταν έξω

από την πόλη και άλλες 150.000 για τα κτήματα των Τούρκων της Δυτικής Θράκης,

τα οποία είχε καταλάβει το κράτος για εγκατάσταση των προσφύγων).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σύμβαση του 1930 σήμαινε θυσία εις βάρος της

Ελλάδας. Η οικονομική ανθηρότητα των Ελλήνων της Τουρκίας ήταν επίσης γνωστή

και μια εκτίμηση των περιουσιών των ανταλλαξίμων που είχαν εγκαταλειφθεί θα

άφηνε συντριπτικό ενεργητικό υπέρ της Ελλάδας. Αντί γι’ αυτό, η Ελλάδα

κατέβαλε πάνω από 425.000 λίρες για τις εγκαταληφθείσες περιουσίες των μη

ανταλλαξίμων. Ο Βενιζέλος όμως έκρινε ότι οι θυσίες αυτές άξιζαν, προκειμένου

να εξομαλυνθούν οι σχέσεις της χώρας με την Τουρκία. Το πολιτικό αντίκρυσμα

των θυσιών αυτών υπήρξε το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας, ουδετερότητας και

διαιτησίας (καθώς και μια συμφωνία για τους ναυτικούς εξοπλισμούς και μια άλλη

εμπορική), που υπογράφηκε στην Άγκυρα στις 30 Οκτωβρίου 1930.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος επιστρέφει στην Αθήνα μετά τη δολοφονική επίθεση που

δέχτηκε στο Παρίσι

Ο Βενιζέλος εμφανίστηκε το 1910 σαν δώρο ενός από μηχανής θεού της Ελλάδας.

Δέκα χρόνια αργότερα έχανε τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου και απομακρυνόταν

ουσιαστικά από την πολιτική ζωή της χώρας για οκτώ χρόνια (με δύο σύντομες

διακοπές στο ενδιάμεσο). Ο Βενιζέλος αντιμετώπισε στωικά τη λαϊκή ετυμηγορία.

Αναγνώρισε την ήττα του πριν από την καταμέτρηση της στρατιωτικής ψήφου,

αποθάρρυνε οπαδούς που προσφέρονταν να ανατρέψουν με δυναμικά μέσα το εκλογικό

αποτέλεσμα και εγκατέλειψε την Ελλάδα με σκοτεινό προαίσθημα για το μέλλον. Το

απορριπτικό εκλογικό αποτέλεσμα του 1920 τον βρήκε στο απόγειο της δόξας του.

Οι εκλογές αυτές, που αντανακλούσαν την κόπωση του κόσμου από μια διαρκή

επιστράτευση, υπήρξαν αποφασιστικές για την πορεία του Νέου Ελληνισμού. Οι

νικητές των εκλογών εμφανίστηκαν σαν «Ηνωμένη Αντιπολίτευση» και ο

αυτοπροσδιορισμός τους αυτός πρόδιδε τα κατοπινά όρια της πολιτικής τους ­ την

αντίδραση προς οτιδήποτε βενιζελικό και την έλλειψη αποφασιστικότητας για την

ανάληψη γενναίων αποφάσεων. Κατά τους 22 μήνες ζωής της τρίτης Συντακτικής

Συνέλευσης, επτά κυβερνήσεις από τους κόλπους της «Ηνωμένης Αντιπολίτευσης»

διαδέχθηκαν η μία την άλλη, ώσπου να καταλήξουν στη Μικρασιατική Καταστροφή.

Η προσπάθεια του επαναστατημένου Στρατού να επιρρίψει όλες τις ευθύνες της

καταστροφής στους αντιβενιζελικούς οδήγησε στη δίκη και καταδίκη των κορυφαίων

αντιπάλων του Κρητικού ηγέτη. Ο ίδιος, παρά τις πιέσεις από πολιτικούς του

συνεργάτες, δεν θέλησε να εμποδίσει την εκτέλεση παρά μόνο όταν ήταν πια πολύ

αργά. Το πιθανότερο είναι ότι θεώρησε τη λύση απαραίτητη για την εκτόνωση της

λαϊκής αγανάκτησης, ώστε να λειτουργήσει χωρίς εμπόδια αργότερα το ηράκλειο

έργο της αποκατάστασης των προσφύγων. Οι υπηρεσίες που ο Βενιζέλος προσέφερε

ως διαπραγματευτής των ελληνικών θέσεων στη Λωζάννη αποτέλεσε τη σημαντικότερη

προσφορά του κατά το διάστημα της απουσίας του. Κατάφερε παρά την ήττα να μην

πληρώσει η χώρα πολεμικές αποζημιώσεις στην Τουρκία και να διατηρήσει (με

εξαίρεση την Ίμβρο και την Τένεδο) το σύνολο του ελληνικού νησιωτικού χώρου.

Αυτό που δεν κατάφερε ήταν να συγκρατήσει τους οπαδούς του από έναν ολισθηρό

κατήφορο αυταρχικότητας και πραξικοπημάτων. Η καλύτερη περίοδος του

βενιζελικού έργου είχε κιόλας παρέλθει.

Ο Θάνος Βερέμης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ.