Οι Σοσιαλιστές παντού αποτυγχάνουν διότι υιοθετούν πολιτικές

νεοφιλελεύθερες που πουθενά δεν έχουν φέρει θετικά αποτελέσματα. Οι λαοί τους

τιμωρούν, προτιμώντας τους αντιπάλους τους Συντηρητικούς και

Χριστιανοδημοκράτες. Οι ψηφοφόροι με την στάση τους αποσαφηνίζουν την εμμονή

τους στην κατοχύρωση του κοινωνικού κράτους. Η υποκρισία των πρωταγωνιστών του

πολιτικού συστήματος είναι έκδηλη, αφού κάνουν πίσω στις υποσχέσεις τους

διαλαλώντας παραμύθια για νέα εποχή και για δραστικές δήθεν μεταβολές στην

κοινωνία και στο εκλογικό σώμα. (Βλ. Κ. Βεργόπουλου, «Το χρηματιστικό

κεφάλαιο», «ΤΑ ΝΕΑ» 23-9-99).

Αυτά σε γενικές γραμμές είναι τα επιχειρήματα των ορκισμένων εχθρών της

παγκοσμιοποίησης και των διαπρυσίων κηρύκων της επιστροφής στο χαμένο παρελθόν

του «κράτους γκουβερνάντα». Οι θέσεις τους απηχούν τις ξεχασμένες ιδεολογικές

αντιπαραθέσεις των δεκαετιών του ’60, του ’70 και λιγότερο του ’80. Οι λογικές

τους απέχουν έτη φωτός από την πραγματικότητα των σύγχρονων εξελίξεων όσο και

ο προβληματισμός τους από τα σημερινά ζητήματα αιχμής και τα νέα πολιτικά ρεύματα.

Πώς είναι δυνατόν κατ’ αρχήν οι ψηφοφόροι να απορρίπτουν τις «νεοφιλελεύθερες»

επιλογές των «κατ’ όνομα» Σοσιαλιστών, στρεφόμενοι μαζικά, όπως έγινε στη

Γερμανία, προς τους εξίσου ορκισμένους υποστηρικτές της κοινωνικής

μεταρρύθμισης Χριστιανοδημοκράτες; Και πώς είναι δυνατόν να ταυτίζεται το

εκλογικό σώμα με τις εργατικές ενώσεις, για παράδειγμα στη Βρετανία, όπου η

δημοτικότητα του «Θατσερικού» κ. Μπλερ βρίσκεται στα ύψη παρά την αντίθεσή του

με τα εργατικά συνδικάτα; Και σε τελευταία ανάλυση πώς είναι δυνατόν να

συζητάμε για αποτυχημένα νεοφιλελεύθερα μοντέλα όταν είναι πια γνωστό στον

καθένα πως μονάχα οι οικονομίες των ΗΠΑ, της Βρετανίας, του Καναδά, της Νέας

Ζηλανδίας κ.λπ. έχουν ανθούσες και δυναμικές αγορές, καθόλου σχεδόν ανεργία,

μηδενικό πληθωρισμό και υγιή συστήματα κοινωνικής προστασίας; Κι όλα αυτά δεν

προϊδεάζουν για νέα κοινωνικά δεδομένα και για μια άλλη εποχή με διαφορετικά

προβλήματα κι αντιλήψεις;

Η Γερμανία

Η αμηχανία στη σύλληψη της πραγματικότητας, που προσομοιάζει με την απορία του

καταφεύγοντος στο βήχα ψάλτη, προκύπτει από χίλιες δυο παρατηρήσεις. Το «Νέο

Κέντρο» του Σρέντερ στη Γερμανία μπορεί να αντιμετωπίζει την μήνι των

ψηφοφόρων στις κάλπες. Εντούτοις οι πολιτικές του επιλογές δείχνουν να φέρνουν

αποτελέσματα μια και για πρώτη φορά εδώ και χρόνια αρχίζουν να υπάρχουν

ενδείξεις πως η Γερμανία μπορεί να ξεφύγει από το τέλμα της οικονομικής

αδράνειας (βλ. «Prospects of recovery in Germany grow», «Financial Times»,

22-9-99). Στην οποία βέβαια την έφεραν δεκαετίες απλόχερων παροχών κι ένα

πανάκριβο σύστημα επιδομάτων και δύσκαμπτων εργασιακών σχέσεων.

Για τη Γαλλία το πράγμα φαντάζει σχεδόν διασκεδαστικό. Περίπου ορθόδοξοι

μαρξιστές, στελέχη της σημερινής κυβέρνησης Σοσιαλιστών – Κομμουνιστών,

αναγνωρίζουν πως δεν υπάρχει δρόμος μακριά από τις επιταγές των ελεύθερων

αγορών. Για να μην κυλήσει η χώρα στο περιθώριο του διεθνούς οικονομικού

ανταγωνισμού, αντικρύζοντας τον εφιάλτη μιας άμεσης εξόδου των μεγάλων της

επιχειρηματικών μονάδων προς την κατεύθυνση της Ασίας, η κυβέρνηση αναγκάζεται

να παραδεχθεί την ανεδαφικότητα κάποιων αναχρονιστικών σοσιαλιστικών οραμάτων

και να στηρίξει τις προοπτικές της πάνω στις αγορές και το χρηματιστήριο.

Τα λεγόμενα του Τόμας Φρίντμαν (βλ. The Lexus and the Olive Tree. Farra

Straus: Νέα Υόρκη, 1999) επιβεβαιώνονται στο ακέραιο. Καμιά χώρα και κανένας

λαός δεν μπορεί σήμερα να ανατρέψει την καταιγιστική πορεία προς τις ανοιχτές

αγορές και τα ελεύθερα σύνορα που ακολουθεί η διεθνής οικονομική

πραγματικότητα. Απομάκρυνση από τον κύριο δρόμο των μεγάλων χρηματαγορών και

των απορυθμισμένων οικονομιών και περιπλάνηση στις επαρχιακές ατραπούς του

προστατευτισμού, των επιδοτήσεων και του κεντρικού κρατικού οικονομικού

ελέγχου οδηγεί στην οικονομική περιθωριοποίηση, στο επιχειρηματικό τέλμα και

την κοινωνική εξαθλίωση.

Το χρηματιστήριο

Ούτε βέβαια και η στροφή στα χρηματιστήρια και στις άυλες οικονομικές

δραστηριότητες είναι αντιπαραγωγική. Κατ’ αρχήν εξασφαλίζει κεφάλαια, δίχως τα

βάρη του τραπεζικού δανεισμού και μακριά από τον κρατικό παρεμβατικό έλεγχο,

σε επιχειρήσεις με νεωτεριστικές τάσεις και με το πάθος του ρίσκου και της

δημιουργικότητας. Εξίσου σημαντικό είναι και το γεγονός της σώρευσης πόρων στα

ταμεία του δημοσίου, μέσα από την φορολόγηση των συναλλαγών, για τις

δραστηριότητες κοινωνικής προστασίας που το κράτος έχει την υποχρέωση να

επιτελεί. Επενδύοντας πάνω στις ιδέες του νεωτεριστή επιχειρηματία, αντλούνται

πόροι για την ενίσχυση των κοινωνικά αδυνάτων…

Ο ισχυρισμός πως η παγκοσμιοποίηση και οι ελεύθερες αγορές είναι υπεύθυνες για

τη φτώχεια και τις μεγάλες ανισότητες δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα. Χωρίς

τα κατάλληλα οικονομικά μέσα καμία κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να προχωρήσει

σε μέτρα κοινωνικής φροντίδας και πρόνοιας. Κι αυτά σήμερα πια δεν

εξασφαλίζονται δίχως ένταξη στις δυναμικές της νέας οικονομίας και στην

επανάσταση της γνώσης. Ο καλός Σαμαρείτης έμεινε γνωστός στην ιστορία επειδή

είχε χρήματα. Αν είχε μόνο καλές προθέσεις κανείς δεν θα τον θυμόταν σήμερα.

«Η ταχύτατη ανάπτυξη, που σήμερα πια είναι συναρτημένη με την παγκοσμιοποίηση,

είναι αυτή που δημιουργεί φορολογικά έσοδα για να κτισθούν σχολεία και να

υπάρξει πραγματική φροντίδα για τους φτωχούς. Δίχως τέτοια έσοδα όλα τ’ άλλα

δεν είναι παρά ανέξοδη, δήθεν φιλολαϊκή, φιλολογία», απαντά αποστομωτικά ο

διάσημος Ινδός καθηγητής οικονομικών στο Κολούμπια, Τζαγκντίς Μπαγκουατί

(«Cheap Liberal Talk», «The Financial Times», 17-8-99).

Η ανάπτυξη

Ακόμα κι εκείνοι που επιμένουν πως ανάπτυξη δεν είναι μονάχα η οικονομική

πρόοδος αλλά την συνδυάζουν με μια σειρά από άλλες απολαύσεις και δικαιώματα ­

ουσιαστικά ελευθερίες που σχετίζονται με επιλογές ποιότητας για το είδος του

κοινωνικού περιβάλλοντος που πλαισιώνει την καθημερινή ζωή ­ δεν αμφισβητούν

το γεγονός πως η οικονομική ένδεια μειώνει τις πιθανότητες άσκησής τους. Όπως

σημειώνει ο νομπελίστας καθηγητής του Κέμπριτζ Αμάρτια Σεν (Development as

Freedom. Οξφόρδη: Oxford University Press, 1999) η φτώχεια δεν έχει σαν

συνέπεια μονάχα την μείωση των δεικτών κατανάλωσης. Μπορεί να αποτελέσει αιτία

θανάτου, να δημιουργήσει υποσιτισμό και να προξενήσει ασθένειες κι

αναλφαβητισμό. Εξυπακούεται πως για την αντιμετώπιση όλων αυτών των συνεπειών

απαραίτητη προϋπόθεση είναι η εξάλειψη των αιτίων τους, δηλ. της ανεργίας και

της φτώχειας. Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μονάχα με πολιτικές που

αυξάνουν τον πλούτο και την ευημερία.

Ο κόσμος που έρχεται

Στη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης, αγορές, κράτη και τεχνολογίες

συνδέονται στενά οικοδομώντας διαδίκτυα που επιτρέπουν σε εταιρείες και σε

άτομα την ανάπτυξη οικονομικών πρωτοβουλιών σε παγκόσμια κλίμακα και με

συναρπαστικές ταχύτητες. Ο κόσμος ομοιογενοποιείται, οι οικονομίες στηρίζονται

σε προϊόντα άυλα που δεν μετριούνται με το βάρος και τη μεζούρα και που

προϋποθέτουν για την παραγωγή τους μυαλό κι επινοητικότητα κι όχι φυσική

δύναμη και ογκώδεις εγκαταστάσεις. Το σύμβολο της εποχής που τελείωσε ήταν το

Τείχος του Βερολίνου. Το σύμβολο της εποχής που ανατέλλει είναι το World Wide

Web του Ίντερνετ.