Στο τρίγωνο Άγκυρα – Αθήνα – Βρυξέλλες απαιτείται, ενδεχομένως, αναθεώρηση

των στρατηγικών προσανατολισμών και κατ’ επέκταση των τακτικών χειρισμών. Στο

παρελθόν, συγκρούστηκαν δύο διαφορετικές φιλοσοφικές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις.

Η πρώτη προσέγγιση, η οποία είναι η κρατούσα σε διακομματικό επίπεδο ­ και της

οποίας η πατρότητα, σε πολιτικό τουλάχιστον επίπεδο, ανήκει στους Πάγκαλο –

Κρανιδιώτη ­ αναπτύχθηκε στη βάση της θέσης πως προτάσσονται τα εθνικά

συμφέροντα επειδή ο κοινοτικός χώρος είναι πεδίο ανταλλαγών και διασύνδεσης

μεταξύ συμφερόντων. Κατά συνέπεια, «συνδέαμε» την ανάπτυξη των σχέσεων Άγκυρας

– Βρυξελλών με τη συμπεριφορά της τουρκικής κυβέρνησης.

Οι υποστηρικτές της δεύτερης προσέγγισης υιοθετούν την άποψη ότι η

«διασύνδεση» προκαλεί δυσβάστακτο διπλωματικό κόστος και πως καθιστά την

Ελλάδα «μαύρο πρόβατο» της Ευρώπης. Η φιλοσοφία και ιδεολογία των υποστηρικτών

ποικίλλει. Στη μια άκρη οι έννοιες κρατική κυριαρχία, «εθνικά συμφέροντα» και

«εθνικά θέματα» είναι αναχρονισμός και στην άλλη άκρη «η μικρή, αδύναμη και

έντιμη Ελλάδα» μοιραία πρέπει να υποτάσσεται στους εκάστοτε ισχυρούς. Μια πιο

ισορροπημένη επιχειρηματολογία υπέρ της δεύτερης προσέγγισης δόθηκε πρόσφατα

από διακεκριμένο συνάδελφο (Λουκά Τσούκαλη). Τα βασικά επιχειρήματα είναι τα

εξής: κανείς δεν επιθυμεί ένταξη της Τουρκίας στην Ένωση, ενώ όλοι

ενδιαφέρονται για ειδικό καθεστώς. Οι όροι ένταξης σημαίνουν ότι, για

αντικειμενικούς λόγους, η τουρκική ένταξη εγγράφεται στις ελληνικές καλένδες.

Επομένως η Ελλάδα έχει συμφέρον, αλλά χωρίς ψευδαισθήσεις, να ενθαρρύνει τον

ευρωπαϊκό προσανατολισμό εντός των όρων που η ίδια η Ένωση θέτει, ενώ θα

μπορούσαμε να υπενθυμίζουμε διαρκώς τη συμπεριφορά της στα διμερή.

Αν και τα επιχειρήματα κατά των «διασυνδέσεων» («linkages») ως βασικό γνώρισμα

της κοινοτικής πολιτικής όλων των μελών δύσκολα αντέχει σε σοβαρή κριτική, δεν

σημαίνει πως η πολιτική μας στο τρίγωνο Αθήνα – Βρυξέλλες – Άγκυρα δεν

επιδέχεται αναθεώρησης.

Εκκινώντας από μια διαφορετική οπτική γωνία θα μπορούσε, μεταξύ άλλων, να

υποστηριχθεί πως οι προσδοκώμενες αποδόσεις της πολιτικοποίησης των

ελληνοτουρκικών προβλημάτων στην Ευρώπη είναι ανάλογες των προσδοκιών

δημιουργίας μιας «πολιτικής ένωσης», δηλαδή ελάχιστες. Με άλλα λόγια, τηρώντας

πάντοτε τις αναλογίες, ίσως να μην αξίζει τον κόπο να γίνονται μεγάλες

«διπλωματικές επενδύσεις» στην Κοινότητα. Η διαλεκτική σχέση προσδοκώμενου

οφέλους και αναμενόμενου κόστους στον στίβο της διπλωματίας και της

στρατηγικής στον ευρωπαϊκό χώρο αλλάζει ραγδαία.

Σταδιακά, αλλά σταθερά, αλλάζει η στρατηγική δομή του ευρωπαϊκού χώρου. Το

στρατηγικό κέντρο βάρους μετατίθεται στην Ατλαντική Συμμαχία, ενώ το φάσμα

μεγάλων στρατηγικών διαφορών μεταξύ των ισχυρών μελών της Ένωσης πλανάται στον

ορίζοντα επικίνδυνα. Μεταξύ άλλων, αλλάζουν οι στρατηγικές επιλογές των

μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, αποδυναμώνονται οι διαδικασίες «κοινοτικού

χαρακτήρα», (λόγω αποδυνάμωσης της αρχής των συναινετικών λύσεων, εξέλιξη στην

οποία δυστυχώς συμβάλαμε) και αναπτύσσονται νέες δυναμικές στις σχέσεις

μεγάλων και μικρών κρατών εις βάρος των δεύτερων. Για παράδειγμα, η συνεχής

έμμεση ή και άμεση εγκατάλειψη της αρχής συναινετικών αποφάσεων οδηγεί σε

παράκαμψη της Ελλάδας και άλλων μικρών κρατών όταν διαφωνούν.

Συνολικά, τα κριτήρια ισχύος πρυτανεύουν και πάλι στις σχέσεις μεταξύ των

ευρωπαϊκών κρατών, ενώ συντελείται, ενδεχομένως, αναίρεση των κεκτημένων της

ευρωπαϊκής ιδέας, δηλαδή των κατακτήσεων των πέντε τελευταίων δεκαετιών που

εντάσσονταν στο όραμα εξάλειψης των κριτηρίων ισχύος και των διλημμάτων

ασφαλείας, τα οποία κυριαρχούσαν επί αιώνες στο ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό.

Ασφαλώς, αλλαγές των στρατηγικών προσανατολισμών και ιεραρχήσεων απαιτούν

προσοχή, μακρόχρονο σχεδιασμό και συνεχή συνεκτίμηση του ρευστού διεθνούς

περιβάλλοντος. Η σταθερή στρατηγική επιδίωξη είναι η ασφάλεια και ακεραιότητα

της κρατικής μας κυριαρχίας. Τα τρία μεγάλα θέματα είναι, πρώτον, κατάκτηση

ισχυρής θέσης και ρόλου στην περιφέρειά μας, δεύτερον, επίτευξη ισόρροπων

πελατειακών σχέσεων με τα ισχυρότερα κράτη και, τρίτον, υψηλές αποδόσεις των

«διπλωματικών επενδύσεων». Όλα αυτά, δυστυχώς, συναρτώνται άμεσα με τη

διόγκωση της ασυμμετρίας στρατιωτικής και διπλωματικής ισχύος μεταξύ Ελλάδας

και Τουρκίας, ιστορικό γεγονός, το οποίο, έστω και αν επισκιάζεται από

εφήμερες μετασεισμικές ψευδαισθήσεις και τακτικούς διαλόγους, δύσκολα αντιμετωπίζεται.

Ο Παναγιώτης Ήφαιστος είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και

Στρατηγικών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.