Η διαφθορά και η αυθαιρεσία είναι ένας λογαριασμός που ήδη εδώ και πολύν

καιρό καλούνται η ελληνική πολιτεία και ο ελληνικός λαός να πληρώσουν. Η

οικολογική καταστροφή από τις δασικές πυρκαγιές κάθε καλοκαίρι, όπως και οι

συνήθεις πλημμύρες κάθε χειμώνα, τα ανθρώπινα θύματα και το εύρος των

καταστροφών στους σεισμούς του Αιγίου, της Κοζάνης, της Αττικής, οι ζημιές στα

μεγάλα έργα υποδομής, όπως αυτό της Μαλακάσας στην εθνική οδό πριν από μερικά

χρόνια ή στο σιδηροδρομικό δίκτυο που οφείλονται στις κακοτεχνίες, είναι το

αντίτιμο αυτού του λογαριασμού.

Είναι προφανές ότι για όλα αυτά υπάρχουν ευθύνες. Ευθύνες ανθρώπων, ευθύνες

μεγάλες. Σαφώς οι μεγαλύτερες απ’ αυτές είναι εκείνες που έχουμε συνηθίσει να

χαρακτηρίζουμε ως πολιτικές ευθύνες και οι οποίες σπανίως καταλογίζονται.

Ο σεισμός της 7ης Σεπτεμβρίου, με τις μεγάλες καταστροφές που προκάλεσε,

αποκάλυψε ότι η ευρύτερη εικόνα του Λεκανοπεδίου δεν απέχει πολύ από την

εικόνα ενός «τριτοκοσμικού» πολεοδομικού συγκροτήματος.

Το λεκανοπέδιο της πρωτεύουσας, στο οποίο κατοικεί περίπου ο μισός πληθυσμός

της Ελλάδας, είναι μια περιοχή με άναρχη δόμηση, ανοργάνωτη ως προς τις

λειτουργίες της, εχθρική και βασανιστική απέναντι στους κατοίκους και τους

επισκέπτες της και αισθητικά υποβαθμισμένη. Η διαπίστωση είναι κοινότοπη και

γνωστή σε όλους. Το ίδιο είναι και η εξήγηση για την κατάσταση αυτή.

Η εξέλιξη του πολεοδομικού συγκροτήματος της πρωτεύουσας αποτελεί τη

χαρτογράφηση του μοντέλου ανάπτυξης που υιοθετήθηκε κατά τη μεταπολεμική και

μεταπολιτευτική περίοδο. Ένα μοντέλο ανάπτυξης που χρησιμοποίησε ως ατμομηχανή

την οικοδομή.

Κάτω από την ανάγκη να βρεθεί στέγη και την πίεση να αποκτήσουν ιδιοκτησία οι

χιλιάδες εργαζόμενοι που συγκεντρώνονταν στην ευρύτερη περιοχή των Αθηνών,

αφού εκεί υπήρχε η βασική προσφορά εργασίας, δημιουργήθηκαν νέες πόλεις γύρω

από την Αθήνα, αυθαίρετα και άναρχα κτισμένες.

Αυτό το στρεβλό αναπτυξιακό μοντέλο τροφοδοτήθηκε από την πολιτική της

«αντιπαροχής» που ακολουθήθηκε κυρίως κατά την προδικτατορική περίοδο τις

δεκαετίες του ’60 και του ’70. Νομιμοποιήθηκε όμως από τις κυβερνήσεις των δύο

κομμάτων εξουσίας της μεταπολιτευτικής περιόδου με τις ψηφοθηρικές «κοινωνικές

πολιτικές» της δεκαετίας του ’80, όταν τα αυθαίρετα εντάχθηκαν στα σχέδια και

ξεκίνησε η πρακτική των επεκτάσεων των σχεδίων πόλεων και των οικιστικών ζωνών

χωρίς μελέτες, σχεδιασμό και ουσιαστικές προϋποθέσεις βιώσιμης ανάπτυξης.

Όλα αυτά που τώρα πλέον προκαλούν είτε την οργή και την αγανάκτηση των πολιτών

είτε τον καταγγελτικό αλλά και τον προγραμματικό λόγο των πολιτικών και των

κομμάτων είτε τους αφορισμούς των συντεχνιακών ομάδων και των συνδικαλιστών

φορέων είτε τη συναλλαγή των επαγγελματικών ομάδων είτε τα διαρκή αιτήματα των

φορέων της αυτοδιοίκησης διαμόρφωσαν μια κοινωνία βολέματος. Όλοι βολευτήκαμε.

Βολεύτηκαν οι κυβερνήσεις, τα κόμματα και οι βουλευτές, αφού, νομιμοποιώντας

κατά περιόδους και επιλεκτικά τις οικιστικές αυθαιρεσίες, δημιουργούσαν

ισχυρές κομματικές πελατείες.

Βολεύτηκαν οι συντεχνίες, οι επαγγελματικές και οι συνδικαλιστικές ομάδες, από

τους μηχανικούς και εργολάβους έως τους εμπόρους οικοδομικών υλικών, αφού

μπορούσαν να εκμεταλλεύονται ανεξέλεγκτα μια μεγάλη και ακόρεστη αγορά.

Βολεύτηκαν οι άρχοντες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αφού έτσι συνεχώς

διευρυνόταν το μερίδιό τους στο παιχνίδι της εξουσίας.

Τέλος, βολεύτηκαν και οι πολίτες, οι οποίοι, για να καλύψουν τις ανάγκες τους,

εκχώρησαν δικαιώματα, ελπίδες και όνειρα, σε ταγούς και εξουσιαστές, οι οποίοι

τα εκμεταλλεύτηκαν σαν «ανοικτές επιταγές».

Αυτή η κοινωνία βολέματος που αναπτύχθηκε στο λεκανοπέδιο της πρωτεύουσας

οδήγησε στη νομιμοποίηση της αυθαιρεσίας και της διαφθοράς. Και ως σαράκι

διέβρωσε και διέφθειρε τον ιστό της ελληνικής κοινωνίας στο σύνολό της ­ αφού

αντίστοιχα φαινόμενα έχουμε από τη Θεσσαλονίκη και το Ηράκλειο έως και τα πιο

μικρά νησιά.

Η διαφθορά και η αυθαιρεσία είναι όμως ένας λογαριασμός που ήδη εδώ και πολύν

καιρό καλούνται η ελληνική πολιτεία και ο ελληνικός λαός να πληρώσουν. Η

οικολογική καταστροφή από τις δασικές πυρκαγιές κάθε καλοκαίρι, όπως και οι

συνήθεις πλημμύρες κάθε χειμώνα, τα ανθρώπινα θύματα και το εύρος των

καταστροφών στους σεισμούς του Αιγίου, της Κοζάνης, της Αττικής, οι ζημιές στα

μεγάλα έργα υποδομής, όπως αυτό της Μαλακάσας στην εθνική οδό πριν από μερικά

χρόνια ή στο σιδηροδρομικό δίκτυο που οφείλονται στις κακοτεχνίες, είναι το

αντίτιμο αυτού του λογαριασμού.

Είναι προφανές ότι για όλα αυτά υπάρχουν ευθύνες. Ευθύνες ανθρώπων, ευθύνες

μεγάλες. Σαφώς οι μεγαλύτερες απ’ αυτές είναι εκείνες που έχουμε συνηθίσει να

χαρακτηρίζουμε ως πολιτικές ευθύνες και οι οποίες σπανίως καταλογίζονται.

Μεγαλύτερη όμως όλων είναι η ευθύνη που έχουμε ως πολιτικό σύστημα, ως

κοινωνία και ως λαός για τις ευκαιρίες και τις δυνατότητες που απωλέσαμε όλα

αυτά τα χρόνια. Και μέχρι σήμερα, ιδίως την τελευταία εικοσιπενταετία, έχουμε

χάσει πολλές ευκαιρίες οι οποίες μπορούσαν να αλλάξουν την εικόνα και την

ποιότητα ζωής της Αθήνας και των σαράντα πέντε δήμων και κοινοτήτων του

Λεκανοπεδίου ­ που λειτουργούν ως ενιαίο πολεοδομικό συγκρότημα.

Τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα της δεκαετίας του ’80, το πρώτο και το

δεύτερο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης και δεκάδες άλλα προγράμματα δημοσίων

επενδύσεων χρηματοδοτούμενα από το υστέρημα των φορολογουμένων, πολιτιστικές

πρωτεύουσες, ειδικά σχέδια όπως η ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων και,

τέλος, η Ολυμπιάδα της Αθήνας το 2004, είναι οι κρίκοι μιας αλυσίδας από τις

μεγάλες χαμένες ευκαιρίες για την Αθήνα και την Ελλάδα.

Δεν αμφισβητώ ότι μέσα από τα προγράμματα του παρελθόντος και απ’ αυτά που

σχεδιάζονται για το μέλλον έγιναν και θα γίνουν έργα μεγάλα και σημαντικά. Το

μετρό, το αεροδρόμιο των Σπάτων, τα οδικά δίκτυα και οι λεωφόροι, οι

νοσοκομειακές πτέρυγες, άλλα έργα κοινωνικής υποδομής, πολιτιστικά έργα, όλα

αυτά είναι παρεμβάσεις που έχουν την αξία τους. Μόνο που όλα έχουν ένα

διακριτό στοιχείο: τον αποσπασματικό τους χαρακτήρα.

Το γεγονός αυτό «φωτογραφίζεται» από εκατοντάδες παραδείγματα. Να ένα απ’

αυτά: ενώ ταυτοχρόνως κατασκευάζεται το μετρό της πρωτεύουσας και το

αεροδρόμιο των Σπάτων, το μετρό δεν θα συνδέει το αεροδρόμιο με το ιστορικό

κέντρο. Το απαράδεκτο είναι ότι αν και το αεροδρόμιο ολοκληρώνεται μέσα στους

επόμενους μήνες, η λεωφόρος που υποτίθεται ότι θα οδηγεί τους επιβάτες από την

πόλη στο αεροδρόμιο καρκινοβατεί σε γραφειοκρατικές και νομικοτεχνικές διαδικασίες.

Αντιστοίχως: Αν και η χώρα έχει χρηματοδοτήσει με δύο δισεκατομμύρια δολάρια

την επένδυση του φυσικού αερίου, οι νέες πολυκατοικίες που κτίζονται, αν και

υποχρεώνονται από τη νομοθεσία γι’ αυτό, δεν έχουν τις ειδικές εξόδους για την

άμεση και ασφαλή σύνδεσή τους με το δίκτυο του φυσικού αερίου.

Τέλος, αντί να αναδείξουμε την πολιτιστική κληρονομιά του μοναδικού ιστορικού

κέντρου της πρωτεύουσας ­ και να αναβαθμίσουμε περιβαλλοντικά και αισθητικά

την πόλη ­ ονομάσαμε ενοποίηση αρχαιολογικών χώρων μερικές πεζοδρομήσεις οδών

και φωτισμούς νεοκλασικών κτιρίων.

Το δίδαγμα απ’ αυτή την πορεία των αποτυχημένων πολιτικών αλλά και η ανάγκη

όπως σήμερα υπογραμμίζεται και από τα τραγικά τελευταία γεγονότα είναι ότι

τώρα μέσα από τη διαχείριση μιας μεγάλης κρίσης, όπως οι ζημιές ενός

καταστροφικού σεισμού, οφείλουμε επιτέλους να διαμορφώσουμε συνθήκες και

προϋποθέσεις για ένα καλύτερο αύριο για την πόλη και τους κατοίκους της.

Τις τελευταίες μέρες πολλές και καλές προτάσεις ακούγονται από κάθε πλευρά.

Προτάσεις που είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, όπως για παράδειγμα, οι διάφορες

ομάδες μέτρων για την ανοικοδόμηση και τη στήριξη των οικογενειών, των ανέργων

και των επιχειρήσεων που έχουν πληγεί από το σεισμό.

Μόνο που, όλα αυτά, ανταποκρίνονται μόνο πρόσκαιρα και αποσπασματικά στα

μεγάλα προβλήματα, σε σχέση με το εύρος της αρνητικής κατάστασης που

χαρακτηρίζει την Αθήνα και το Λεκανοπέδιο.

Η πρότασή μου είναι ότι, μέσα από τα ερείπια και την απόγνωση αυτής της

καταστροφής, έχουμε μία δυνατότητα. Μια μοναδική δυνατότητα για να δώσουμε

στην αττική γη προοπτική και ελπίδα: Μελέτη και προγραμματισμός για ένα ενιαίο

και ολοκληρωμένο σχέδιο ανασυγκρότησης του πολεοδομικού συγκροτήματος της

Αθήνας και του Λεκανοπεδίου.

Αυτό σημαίνει ένα συγκροτημένο σύνολο πολιτικών που προβλέπει:

1 Τη διοικητική ανασυγκρότηση της πρωτεύουσας, με τη σύσταση

Μητροπολιτικής Διοίκησης. Αποδείχθηκε ότι το σύστημα κατανομής των εξουσιών

και των αρμοδιοτήτων μεταξύ της πρωτοβάθμιας, της δευτεροβάθμιας Αυτοδιοίκησης

και του κράτους είναι αναποτελεσματικό και δυσκίνητο.

2 Την πολεοδομική και χωροταξική ανασυγκρότηση του συνόλου των πόλεων

με ριζική αλλαγή της οργάνωσης της ζωής στην πόλη και του μοντέλου της

κατοικίας. Αναγκαία και όχι διακοσμητική είναι και η εισαγωγή υψηλών

αισθητικών κριτηρίων πολεοδόμησης και οικοδόμησης με παράλληλο πρόγραμμα

ελέγχου, στήριξης και αισθητικής αναβάθμισης και των παλαιότερων οικοδομών.

3 Τον εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου για τον τομέα των κατασκευών

έτσι ώστε να αποκλειστεί η επανάληψη των φαινομένων διαφθοράς που συντηρούν

την αυθαιρεσία και την ανεξέλεγκτη δόμηση.

4 Επιστημονική αξιολόγηση των περιοχών στις οποίες θα επιτραπεί η

οικιστική επέκταση και αλλαγή της κυρίαρχης αντίληψης για την αξία της γης.

Είναι παράλογο βράχια και άγονες περιοχές να χαρακτηρίζονται μη οικοδομήσιμες

εκτάσεις και να οικοπεδοποιούνται ανεξέλεγκτα εκτάσεις κατάλληλες για γεωργική

εκμετάλλευση. Αυτό σε συνδυασμό με ένα ταχύ πρόγραμμα ανάπλασης και αναδάσωσης

των γύρω βουνών της Αθήνας.

5 Ουσιαστική παρέμβαση για την αύξηση των χώρων πρασίνου εντός του

πολεοδομικού συγκροτήματος της πρωτεύουσας. Αυτό προϋποθέτει αναθεώρηση της

αντίληψης και του θεσμικού πλαισίου για τη δυνατότητα απαλλοτριώσεων με στόχο

τη δημιουργία χώρων πρασίνου.

6 Μακροπρόθεσμο πρόγραμμα βιομηχανικής πολιτικής και πολιτικής για το

Λεκανοπέδιο, έτσι ώστε να υπάρξει ριζική ανατροπή στις τάσεις μετακίνησης των πολιτών.

7 Σύνδεση του προγράμματος για το Λεκανοπέδιο με το Σχέδιο

Περιφερειακής Πολιτικής για την υπόλοιπη Ελλάδα. Αποκέντρωση δεν μπορεί να

γίνει όταν ταυτοχρόνως για την επόμενη δεκαετία σχεδιάζεται υπερσυγκέντρωση

νέων υποδομών μόνο στο Λεκανοπέδιο.

Όλα αυτά ίσως να φαίνονται ως ένα φιλόδοξο πλαίσιο «καλών προθέσεων». Αυτό

όμως που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι αν δεν υιοθετήσουμε υψηλούς

στόχους και δεν βάλουμε «ψηλά τον πήχυ» οι αγκυλώσεις και οι δεσμεύσεις του

παρελθόντος δεν θα επιτρέψουν ποτέ να γίνει μια νέα αρχή. Και το ζητούμενο σε

τελική ανάλυση είναι μια νέα αρχή.

Το ενιαίο και ολοκληρωμένο σχέδιο ανασυγκρότησης για την Αθήνα και το

Λεκανοπέδιο είναι η νέα αρχή που μπορεί να προσφέρει βιώσιμη λύση για την πόλη

και ­ κατ’ επέκταση ­ για τη χώρα. Για να γίνει η Αθήνα ανθρώπινη, φωτεινή,

φιλόξενη πόλη τον 21ο αιώνα.

Στις δεκαετίες που πέρασαν η Αθήνα έχασε πολλές ευκαιρίες. Στην αυγή του νέου

αιώνα έχουμε μια δυνατότητα: Να σχεδιάσουμε σωστά και ­ επιτέλους ­ να

υλοποιήσουμε αυτό το σχεδίασμα. Ας μη χάσουμε κι αυτή την ευκαιρία.