Πολλές φορές αναρωτιέμαι για τα αίτια που οδηγούν κομματικούς εκπροσώπους,

διανοούμενους και σχολιαστές στην Ελλάδα σε υιοθέτηση θέσεων που με βιαιότητα

σχεδόν καταφέρονται εναντίον της οικονομικής παγκοσμιοποίησης και της

ελεύθερης οικονομίας της αγοράς. Είναι, προφανώς, ακριβώς τα ίδια αίτια που

εξασφαλίζουν στην Ελλάδα άπλετη δημοσιότητα σε κάθε δυτική περιθωριακή φωνή

που ασκεί κριτική στις επιλογές των ΗΠΑ και στα αποτελέσματα της «νέας

οικονομίας». Κατανοητή είναι βέβαια η πολιτική διαφοροποίηση όσων προσβλέπουν

σε συστήματα κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού και αυστηρού ελέγχου των αγορών,

ώστε να είναι εφικτή η ανακατανομή των εισοδημάτων. Αυτό όμως δεν δικαιολογεί

τη στρουθοκαμηλική άρνηση θεώρησης της πραγματικότητας ούτε και την εμμονή σε

παρελθοντολογικές χίμαιρες, που σήμερα πια είναι από τις εξελίξεις περιθωριοποιημένες.

Μόνιμος στόχος των επικριτικών αυτών απόψεων είναι το φαινόμενο της

παγκοσμιοποίησης. Σε βαθμό μάλιστα που κάθε αντίθετη φωνή να αντιμετωπίζεται

εχθρικά και σχεδόν βίαια. Τα επιχειρήματα είναι γνωστά και επαναλαμβανόμενα. Η

παγκοσμιοποίηση, ως προϊόν του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, προκαλεί φτώχεια

στα λαϊκότερα στρώματα των πλούσιων χωρών, αφήνει ανέγγιχτη ή και συμβάλλει

στην παραπέρα διεύρυνση της δυστυχίας των χωρών του Τρίτου Κόσμου και

εξαθλιώνει, μέσω των γιγαντιαίων πολυεθνικών εταιρειών, τους μισθωτούς

εργαζόμενους των αναπτυσσόμενων κρατών. Δυστυχώς, όμως, για τους εχθρούς της

ελεύθερης οικονομίας της αγοράς και των ανοιχτών εμπορικών συνόρων κανένα από

τα επιχειρήματα αυτά δεν στηρίζεται στα γεγονότα και στη διεθνή οικονομική πραγματικότητα.

Παραδείγματα

Ας τα εξετάσουμε προσεκτικά. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου παρά τη δραματική

μείωση της ανεργίας και την αύξηση της απασχόλησης στις υπηρεσίες και τις νέες

τεχνολογίες έχουν καμφθεί τα ημερομίσθια των βιομηχανικών εργατών, πολλοί

υποστηρίζουν ότι αυτό οφείλεται στην παγκοσμιοποίηση και στη δυνατότητα των

εταιρειών να «μεταναστεύουν» με ευκολία από τη μία γωνιά της γης στην άλλη.

Για να συμβαίνει όμως αυτό θα έπρεπε λογικά να διαπιστώνεται κάποια μείωση των

τιμών των βιομηχανικών προϊόντων στις καπιταλιστικές μητροπόλεις ή έστω μια

αύξηση των εξαγωγών τέτοιων προϊόντων προς τη Δύση από χώρες «έντασης

εργασίας», που γίνονται αποδέκτες τέτοιων επενδύσεων. Διαπιστώνουμε όμως να

συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Οι χώρες του Τρίτου Κόσμου που πλούτισαν από

τις ξένες επενδύσεις μετακινήθηκαν από οικονομίες έντασης εργασίας σε

οικονομίες έντασης κεφαλαίου, επενδύοντας ουσιαστικά σε νέες τεχνολογίες και

σε άυλες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Έτσι οι εξαγωγές τους σε βαριά

βιομηχανικά προϊόντα μειώθηκαν, αυξάνοντας συνακόλουθα τις τιμές τους στις

διεθνείς αγορές.

Εφόσον, λοιπόν, οι τιμές αυξάνονται αντί να μειωθούν, είναι φανερό πως το

ανοιχτό διεθνές εμπόριο δεν ευθύνεται για τη μείωση των εισοδημάτων των

εργατικών στρωμάτων στις μεγάλες δυτικές χώρες. Η αιτία περισσότερο βρίσκεται

στις τεχνολογικές εξελίξεις και στον ανταγωνισμό.

Τα λαϊκά στρώματα

Ο ισχυρισμός πως τα λαϊκά στρώματα εξαθλιώνονται λόγω της επέλασης των

ελεύθερων αγορών δεν είναι σωστός. Όπως αποδεικνύουν σε μια πρωτοποριακή

πρόσφατη μελέτη οι Μάικλ Κοξ και Ρίτσαρντ Αλμ (Myths of Rich & Poor, Basic

Books, 1999) ο πραγματικός πλούτος που απολαμβάνει η μέση αμερικανική

οικογένεια έχει εκτοξευθεί στα ύψη, ενώ όσοι ζουν σήμερα στην ίδια χώρα κάτω

από το όριο της φτώχειας έχουν εξασφαλισμένα υλικά αγαθά κατά πολύ περισσότερα

από αυτά που απολάμβαναν στη δεκαετία του ’70 οι οικογένειες της μεσαίας

τάξης!! Η αναδιάρθρωση επίσης των μεγάλων βιομηχανικών μονάδων δημιουργεί

θέσεις απασχόλησης σε μακροπρόθεσμη βάση, ενώ η κοινωνική κινητικότητα

μεγαλώνει θεαματικά. Από τους πολίτες που βρίσκονταν στο κατώτατο 1/5 της

κοινωνικής πυραμίδας το 1975, τουλάχιστον οι 3 στους 10 είχαν ανεβεί στο

ανώτατο 1/5 το 1991…

Εντελώς αντιφατικά οι πολέμιοι της παγκοσμιοποίησης υποστηρίζουν επίσης πως η

ευκολία της άμεσης επένδυσης στο εξωτερικό αυξάνει την ανεργία και την

κοινωνική ένδεια στις χώρες προέλευσης των κεφαλαίων. Και λέω «αντιφατικά»,

διότι είναι σχεδόν οι ίδιοι που υποστηρίζουν την αύξηση των αναδιανεμητών

φόρων, τη μείωση των ωρών εργασίας και τη σκλήρυνση της εργατικής νομοθεσίας

με το επιχείρημα πως οι επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως επιβαρύνσεων, δεν πρόκειται

να «διαφύγουν» στο εξωτερικό. Από πλευράς πάντως διεθνούς εμπορίου δεν πρέπει

να μας διαφεύγει πως η όποια ευκολία δραπέτευσης κεφαλαίων για επενδύσεις στο

εξωτερικό σημαίνει πως εξίσου εύκολα κεφάλαια μπορούν, προερχόμενα απ’ έξω, να

επενδυθούν στο εσωτερικό. Το κρίσιμο σημείο βρίσκεται στα ανταγωνιστικά

πλεονεκτήματα, που η κάθε οικονομία διαθέτει για να προσελκύσει τις διεθνείς

αυτές επενδύσεις.

Θεαματική στροφή

Είναι χαρακτηριστικό πως χώρες και πολιτικές ηγεσίες που για χρόνια διάλεγαν

την περιφρόνηση του ορθόδοξου δρόμου της καπιταλιστικής ανάπτυξης τώρα

πραγματοποιούν θεαματικές στροφές. Ο πρόεδρος της Βραζιλίας Φερνάντο Καρντόζο

υπήρξε, ως οικονομολόγος μαζί με τον Ανδρέα Παπανδρέου, από τους

σημαντικότερους θεωρητικούς θεμελιωτές της θεωρίας της «εξάρτησης». Εν τούτοις

σήμερα δεν διστάζει να προπαγανδίζει υπέρ των ανοιχτών αγορών και των άμεσων

ξένων επενδύσεων. Εξίσου η Κίνα με την Ινδία, έπειτα από χρόνια αποτυχημένων

οικονομικών πειραμάτων πάνω σε σχέδια τοπικής αυτάρκειας και κεντρικά

σχεδιασμένων αναπτυξιακών στόχων, ανοιχτά πλέον σήμερα συμπλέουν με τις

παγκοσμιοποιημένες ελεύθερες αγορές.

Όσον αφορά την κατηγορία πως οι πολυεθνικές εταιρείες εκμεταλλεύονται τους

εργαζόμενους των αναπτυσσόμενων χωρών, συμβάλλοντας στη γενική οικονομική

εξαθλίωση, κανένα στοιχείο δεν την επιβεβαιώνει. Σε κάθε περίπτωση, οι

πολυεθνικές επιχειρήσεις πληρώνουν τα καλύτερα ημερομίσθια σε σχέση με το

επίπεδο των αμοιβών στις χώρες αυτές. Και βέβαια, η εξασφάλιση απασχόλησης

στις επιχειρήσεις αυτές σε όλες τις οικονομικά ασθενέστερες χώρες αποτελεί τον

διεκδικητικό στόχο κάθε εργαζόμενου. Σε ό,τι αφορά τις αμοιβές των

απασχολουμένων γυναικών, η παγκοσμιοποίηση έχει συμβάλει στη μείωση της

διαφοράς ανάμεσα στις αποδοχές ανδρών και γυναικών.

Χρειάζονται αλλαγές

Ο απλουστευμένος λοιπόν ισχυρισμός, πως η παγκοσμιοποίηση και οι ελεύθερες

αγορές ευθύνονται για τη φτώχεια και τη δυστυχία που χτυπάει χώρες του Τρίτου

Κόσμου, αλλά και τις χαμηλές εισοδηματικά τάξεις αρκετών ανεπτυγμένων

κοινωνιών δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα. Αντιθέτως, η παγκοσμιοποίηση και οι

συνακόλουθες φιλελεύθερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις οδηγούν στη βελτίωση της

οικονομικής απόδοσης, εξασφαλίζοντας συνακόλουθα τα κονδύλια για την

καταπολέμηση της φτώχειας και την ανάπτυξη της κοινωνικής προστασίας. Το

κρίσιμο σημείο είναι η αποφασιστικότητα κάθε χώρας να προχωρήσει σε σημαντικές

εσωτερικές μεταβολές.

Όπως σημειώνουν οι καθηγητές Αντρέι Σλάιφερ και Ρόμπερτ Βίσνι των

Πανεπιστημίων Χάρβαρντ και Σικάγο, σε πολλές χώρες ο δημόσιος τομέας τοποθετεί

τεράστια εμπόδια στη λειτουργία της οικονομικής ζωής (βλ. The Grabbing

Hand: Government Pathologies and their Cures, Harvard,

1998). Βαρείς και αυθαίρετοι φόροι εξασθενίζουν τη ροή των επενδύσεων, οι

πολλοί κανονισμοί και άδειες πλουτίζουν τους διεφθαρμένους γραφειοκράτες, οι

κρατικές εταιρείες καταναλώνουν χωρίς αποτέλεσμα μεγάλο μέρος του εθνικού

πλούτου και οι πιο προικισμένοι πολίτες στρέφονται σε δραστηριότητες

εξασφάλισης άκοπου εισοδήματος (χρηματιστήριο, ακίνητα) αντί να δοκιμάσουν τις

ικανότητές τους σε άμεσες παραγωγικές δραστηριότητες.

Κανένας βέβαια δεν υποστηρίζει πως τα προβλήματα αυτομάτως εξαφανίζονται και η

ευημερία κατακλύζει τους πάντες με την εφαρμογή της παγκοσμιοποίησης και με τη

μείωση των κρατικών εμποδίων στη λειτουργία της αγοράς. Χρειάζεται, χωρίς

αμφιβολία, αυστηρή και εγκρατής διακυβέρνηση, και σε εθνικό και σε πανεθνικό

επίπεδο, για την εξασφάλιση της ποθητής κοινωνικής συνοχής και ισορροπίας.

Αλλά το σημαντικό είναι να γνωρίζουμε τις προτεραιότητές μας. Και να μην

εξαπολύουμε ανεδαφικούς αφορισμούς κυνηγώντας φαντάσματα εκεί που δεν υπάρχουν…