Μια άκαιρη, κακότεχνη και αποπροσανατολιστική συζήτηση διεξάγεται δημόσια τις

τελευταίες ημέρες γύρω από τη χρηματοδότηση της Τουρκίας από την Ευρωπαϊκή

Ένωση. Το θέμα έχει εκφυλιστεί σε μια ακόμη ελληνοτουρκική διαφορά.

Η αντιμετώπιση κάποιου ελληνικού «βέτο» υποστηρίζεται ότι πρέπει να γίνει

εσπευσμένα από την κυβέρνηση ως φυσιολογικό, τρόπον τινά, συνεπακόλουθο της

τραγικής φυσικής καταστροφής που έπληξε την Τουρκία.

Όπως ακριβώς σε αντίστοιχες περιπτώσεις μισαλλοδοξίας και φανατισμού (το όνομα

«Μακεδονία», η διάσωση του Οτζαλάν, σερβοφιλία στο Κόσοβο) κάθε λογικό

κριτήριο έχει παρασυρθεί από το δακρύβρεκτο κύμα αλληλεγγύης προς τον «Τούρκο

αδελφό». Από το ένα άκρο στο άλλο. Έτσι μοιάζει να προδιαγράφεται η

επιφανειακή και ανιστόρητη δημόσια ανταλλαγή απόψεων που τείνει να

προεξοφλήσει αποφάσεις κορυφαίας σημασίας για το μέλλον του έθνους.

Γι’ αυτήν την κατάσταση ευθύνεται βεβαίως κατά κύριο λόγο η μεντιοκρατία και

το άπληστο κυνήγι του κέρδους μέσα από τον εντυπωσιασμό του κοινού. Ήταν

πραγματικά χρυσή η ευκαιρία και οι μεντιοκράτες δεν μπορούσαν να τη χάσουν. Σε

περίοδο νεκρή ­ αυγουστιάτικα ­ μια συγκλονιστική φυσική καταστροφή επιτρέπει

όχι απλά την έξαρση του συναισθήματος, αλλά την απεριόριστη αμπελοφιλοσοφία με

προεκτάσεις σε κάθε είδους ορίζοντες: ιστορικούς, πολιτισμικούς, γιατί όχι

εθνικούς και εξωτερικής πολιτικής. Αλλά αυτό εν πάση περιπτώσει είναι το

τίμημα της κοινωνίας της επικοινωνίας· οι αρνητικές παρενέργειες των

τεχνολογικών και άλλων εξελίξεων που προσφέρουν στη ζωή μας πλούτο πληροφοριών

και απολαύσεων.

Πώς να χαρακτηρίσει όμως κανείς όλους αυτούς από τον κόσμο των γραμμάτων και

των τεχνών ή ακόμα και από τον χώρο της πολιτικής μερικές φορές και από

κυβερνητικά γραφεία που έσπευσαν να ακολουθήσουν τον συρμό, πολλές φορές

ξεχνώντας τον πρόσφατο εαυτό τους; Όλοι αυτοί με ανακούφιση συντάσσονται με

τις «λογικές» πιέσεις τόσων ετών Ευρωπαίων και Αμερικανών, αυτομαστιγώνονται

ως Έλληνες και καμιά φορά ως στελέχη του κυβερνώντος κόμματος και με

ανακούφιση είναι έτοιμοι να θυσιάσουν στο βωμό της πανανθρώπινης αλληλεγγύης

όλα τα επιχειρήματα που οι ίδιοι πολλές φορές στο παρελθόν στήριξαν και ενίσχυσαν.

Χρειάζεται επιτέλους λίγη ψυχραιμία και λίγη σοβαρότητα. Η εξωτερική πολιτική

της χώρας δεν είναι play ground κανενός. Οι προχειρότητες και οι

αυτοσχεδιασμοί είναι δυνατόν να δημιουργήσουν ανεπανόρθωτη ζημιά.

Κατ’ αρχήν η Ελλάδα ουδέποτε άσκησε «βέτο». Η χρήση του όρου είναι εντελώς

καταχρηστική και προδίδει βαθιά άγνοια των κοινοτικών διαδικασιών. Οι

αποφάσεις του Συμβουλίου Υπουργών λαμβάνονται ή με πλειοψηφία, απλή ή

ενισχυμένη, ή με ομοφωνία. Και βέβαια η κατάργηση της ομοφωνίας σε έναν τομέα

προϋποθέτει ομόφωνη απόφαση κάποιας από τις διακυβερνητικές διασκέψεις που

κατά καιρούς τροποποιούν τις Συνθήκες επί των οποίων στηρίζεται η λειτουργία

της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ελλάδα έχει συχνά ­ συχνότερα από άλλες χώρες ­

συναινέσει να καταργηθεί η ομοφωνία ακόμα και σε τομείς όπου αυτή η εξέλιξη θα

οδηγούσε σχεδόν αυτόματα σε αποφάσεις αντίθετες με τα συμφέροντά μας. Η Ελλάδα

έχει συστηματικά επιδείξει τα τελευταία χρόνια πνεύμα αυταπάρνησης και

ενθουσιώδους στράτευσης στην υπόθεση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Κανείς δεν

μπορεί να μας δώσει μαθήματα ευρωπαϊκού φεντεραλισμού και πολύ λίγοι εξάλλου

έχουν την πρόθεση να το πράξουν. Οι μόνοι που κατατρύχονται με απόλαυση από το

ψυχολογικό πλέγμα της «αντιευρωπαϊκής» συμπεριφοράς των ελληνικών κυβερνήσεων

είναι οι μοντέρνοι Γραικύλοι των Αθηνών.

Επειδή λοιπόν οι εξωτερικές σχέσεις της Κοινότητας προωθούνται με ομοφωνία,

όταν η Ελλάδα διαφωνεί ασκεί απλώς το αναφαίρετο και καθιερωμένο δικαίωμα της

μειοψηφίας τού ενός. Και βεβαίως υπάρχουν πάντα αυτοί που ουσιαστικά απέχουν,

ενώ συμφωνούν με τον μειοψηφούντα ­ τρεις τουλάχιστον χώρες στην τελευταία

σχετική συζήτηση. Πού είναι λοιπόν το «βέτο»; Και τι σκοπιμότητες εξυπηρετεί η

συστηματική περιγραφή από επίσημα ή ημιεπίσημα χείλη της στάσης της χώρας μας

με αυτόν τον δυσφημιστικό όρο; «Βέτο» θα υπήρχε αν απαγορεύαμε απόφαση που

ελήφθη κατά πλειοψηφία, επικαλούμενοι ύψιστο εθνικό συμφέρον, αν δηλαδή

αξιοποιούσαμε τον εθιμικά καθιερωμένο γαλλικής έμπνευσης «συμβιβασμό του Φονταινεμπλώ».

Ας μπούμε όμως λίγο βαθύτερα στην ουσία του θέματος και αρχικά ας θυμίσουμε

την ιστορία του. Σημαντικότατοι πνευματικοί άνθρωποι και πολιτικοί έσπευσαν να

αυτοεξευτελισθούν αυτές τις ημέρες εμφανίζοντας το πάγωμα της χρηματοδότησης

της Τουρκίας ως ελληνική επινόηση της δεκαετίας του ’80. Πράγμα που προδίδει ή

απέραντη άγνοια ή απέραντη κακή πίστη.

Η χρηματοδότηση της Τουρκίας από την τότε ΕΟΚ είχε προκύψει έπειτα από

πρωτοβουλία της Ολλανδίας και της Δανίας πριν από την είσοδο της Ελλάδας, πριν

από το 1981 δηλαδή, και είχε συνδεθεί με πρωτοβουλία αυτών των δύο χωρών για

αποβολή της τότε δικτατορευόμενης από τη χούντα του Εβρέν χώρας από το

Συμβούλιο της Ευρώπης.

Μετά την επιτυχή μεταμφίεση του τουρκικού καθεστώτος, χάρις και στις

ακατάπαυστες αμερικανικές πιέσεις και τις συνεχώς αυξανόμενες εισαγωγές

κτηνοτροφικών προϊόντων στην Τουρκία, οι Ολλανδοί και οι Δανοί έβαλαν νερό στο

κρασί τους ή μάλλον στο γάλα τους και εγκατέλειψαν τις αντιρρήσεις τους. Τότε

απέμεινε η Ελλάδα ως μοναδικός θεματοφύλακας των ευρωπαϊκών αξιών και

προσέθεσε δύο θέματα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, όπως είχε κάθε δικαίωμα, το

Κυπριακό και την απειλή στο Αιγαίο. Γιατί η Ελλάδα δεν έχει το δικαίωμα για

υπέρτατα ζητήματα εθνικής επιβίωσης που συνδέονται άρρηκτα με το σύγχρονο

σύστημα διεθνούς δικαίου και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να

επιβάλλει τον σεβασμό αποφάσεων Διεθνών Οργανισμών και της ίδιας της

Κοινότητας, αλλά πρέπει να συνταχθεί με τα εμπορικά και οικονομικά συμφέροντα

του ενός και του άλλου, είναι κάτι που μόνο οι Γραικύλοι των Αθηνών μπορούν να

το εξηγήσουν. Για να μην «κουράζουμε» τους εταίρους λένε, μας έχουν «βαρεθεί»

επαναλαμβάνουν ακατάπαυστα, «γινόμαστε αντιπαθείς» κλαυθμηρίζουν. Περίεργη

σχολή σκέψης, ιδιαίτερα όταν εκφράζεται από τον κατ’ εξοχήν προμαχώνα των

εθνικών μας συμφερόντων που είναι το υπουργείο Εξωτερικών, από ανθρώπους που

δεν δικαιούνται να αγνοούν πως η «αντιπαθέστατη» Θάτσερ ανέτρεψε μετά δύο

χρόνια μειοψηφίας τού ενός τις οικονομικές ισορροπίες της Κοινότητας και

εμείωσε αισθητά τη συνεισφορά του Ηνωμένου Βασιλείου ή πως ο «ενοχλητικός»

Ανδρέας Παπανδρέου επέβαλε, συνδέοντάς τα με τη διεύρυνση, τα Μεσογειακά

Προγράμματα που ήταν η απαρχή των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης που άλλαξαν και

αλλάζουν τη μορφή αυτής της χώρας.

Με τις επιφυλάξεις που επιβάλλει κάθε γενίκευση, θα έλεγα ότι μόνο όταν

διαθέτεις το όπλο της μειοψηφίας τού ενός και είσαι διατεθειμένος να το

χρησιμοποιήσεις, μπορείς να προωθήσεις ένα ιδιαίτερο θεμιτό συμφέρον σου.

Αλλιώς κανείς δεν θα νοιαστεί για σένα, τις γενικές σου ιδέες και τις

αφηρημένες διακηρύξεις.

Υπήρχε λοιπόν απολύτως δικαιολογημένη πολιτικά και κατοχυρωμένη θεσμικά η

ελληνική άρνηση χρηματοδότησης της Τουρκίας από τα ευρωπαϊκά κονδύλια.

Υπήρξε όμως ωφέλιμη;

Τι έχασε και τι κέρδισε η Ελλάδα από το 1981 και μετά εξαιτίας ακριβώς αυτής

της συμπεριφοράς της; Τι έχασε, θα πρέπει να μας το πουν οι θορυβημένοι, αυτοί

που με περισσή αναίδεια και χωρίς ίχνος επιχειρημάτων το διακηρύττουν urbi et

orbi. Εκτός αν γι’ αυτούς υπεράνω όλων είναι η θαλπωρή της διεθνούς

γραφειοκρατίας και των ξένων καγκελαριών, η εξακολούθηση της πλεγματικής

προσπάθειας αποδοχής τους από το ξένο κέντρο αποφάσεων, η βαθιά ριζωμένη τάση

τους προς την υποτέλεια.

Το τι κερδίσαμε όμως μπορούμε να το θυμίσουμε εδώ:

* Την αναγωγή των «ελληνοτουρκικών συνοριακών διαφορών», όπως ονόμαζαν

το θέμα παλιά στις Βρυξέλλες, σε ζήτημα αρχής για την Ευρωπαϊκή Ένωση,

καθιερωμένο με επανειλημμένες, έμμεσες μεν και περιφραστικές, αλλά σαφούς

προσανατολισμού αποφάσεις.

* Την ανάδειξη του Κυπριακού από το 1988 σε ευρωπαϊκό θέμα με

αποκορύφωση την απόφαση για συμπερίληψη της Κύπρου στις υποψήφιες χώρες το

1994 και την έναρξη διαπραγματεύσεων πέρσι. Κι όταν μιλώ στον πρώτο πληθυντικό

δεν εννοώ βέβαια μόνο «εμείς οι Έλληνες». Εννοώ «εμείς οι Ευρωπαίοι», «εμείς

οι υποστηρικτές του διεθνούς δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ειρήνης

και της δημοκρατίας παντού στον κόσμο».

Είναι δυνατόν οι ευαίσθητες ψυχές που προωθούν τη χρηματοδότηση της Τουρκίας

να μην αντιλαμβάνονται ότι, σε μια στιγμή που η στρατοκρατική και

γραφειοκρατική ολιγαρχία που καταδυναστεύει τον τουρκικό λαό δείχνει τον

χειρότερο εαυτό της, μια τέτοια απόφαση θα αποτελούσε πολιτική επιβράβευση της

αυθαιρεσίας και της αλαζονείας των κρατούντων, λοιδορία και αγνόηση των

θυμάτων και των χειμαζομένων;

Υπάρχουν όμως και αυτοί που λένε: «Ας δείξουμε τον καλύτερο εαυτό μας, ας

δώσουμε το παράδειγμα της ανωτερότητας και της γενναιοδωρίας, ας φροντίσουμε

με τη συμπεριφορά μας να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο της δυσπιστίας και της έχθρας».

Αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, θα ισοδυναμούσε με θαύμα με την έννοια του

απροσδόκητου, αντίθετου με κάθε εμπειρία και ίσως ανεπανάληπτου γεγονότος.

Θαύματα όμως δεν συμβαίνουν στην εξωτερική πολιτική. Και οι ανιστόρητοι σε ένα

υπουργείο Εξωτερικών είναι εξίσου επικίνδυνοι με έναν οδηγό με δεμένα μάτια σε

πολυσύχναστο αυτοκινητόδρομο.

Η Ελλάδα έχει επανειλημμένα τα τελευταία χρόνια προβεί σε μονομερείς κινήσεις

καλής θέλησης προς την Τουρκία. Το 1994 αποδεχθήκαμε την Τελωνειακή Ένωση και

την αποδέσμευση του Δ’ Χρηματοδοτικού Πρωτοκόλλου. Μερικούς μήνες αργότερα

ζήσαμε την νύχτα των Ιμίων, αμφισβητήθηκε η κυριαρχία μας στη Γαύδο, εισήχθη η

έννοια της «γκρίζας ζώνης» και τελικά έγινε επίσημο δόγμα της τουρκικής

εξωτερικής πολιτικής η άποψη ότι της ανήκει όλο το Αιγαίο πλην όσων

«γεωγραφικών σχηματισμών» (sic) ρητά έχουν εκχωρηθεί στην Ελλάδα. Στο Κυπριακό

την κακόβουλη και στρεψόδικη διαπραγμάτευση αντικατέστησε η άρνηση κάθε

διαπραγμάτευσης, η άποψη ότι το Κυπριακό «έχει λυθεί το 1974» (Ετζεβίτ). Στον

τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ποτέ δεν έχουν διαπραχθεί τόσα πολλά και

ειδεχθή εγκλήματα. Τέλος, οι απειλές, παρά τη δέσμευση της Μαδρίτης, δεν έχουν τέλος.

Ο ελληνικός λαός εδημιούργησε ένα συγκινητικό κίνημα αλληλεγγύης για τα θύματα

του μεγάλου σεισμού. Το κίνημα αυτό είναι γνήσιο και πρέπει να συνεχιστεί και

να ενισχυθεί. Όπως και σε άλλες περιπτώσεις, οι ανθρωπιστικές επιταγές πρέπει

να κυριαρχήσουν. Τα κράτη οφείλουν να είναι τέρατα ψυχρά, οι κοινωνίες μακάρι

να ματώνουν από αγάπη και συμπαράσταση.

Σ’ αυτό το κίνημα η φυσιολογική ανταπόκριση σε κοινοτικό επίπεδο θα ήταν η

χορήγηση έκτακτης ανθρωπιστικής βοήθειας. Αυτήν πρέπει όχι απλώς να την

εγκρίνουμε, αλλά και να την προωθήσουμε. Κι αν χρειαστεί να μεταφερθούν

κονδύλια από το Δ’ Χρηματοδοτικό Πρωτόκολλο ή τους δύο κανονισμούς που έχουμε

καταψηφίσει, να το επιτρέψουμε. Αλλά ώς εδώ.

Η αλλαγή θέσης για τη γενικότερη χρηματοδότηση της Τουρκίας θα πρέπει ή να

στηρίζεται σε θετικές εξελίξεις ­ που κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι

διαπιστώθηκαν ­ ή να ακολουθεί τη μέχρι τώρα δίκαιη, συνεπή με τις κοινοτικές

αρχές, και επιτυχημένη πολιτική μας.

Ας προειδοποιήσουμε, τέλος, ότι το πρώτο ανεύθυνο και χαζοχαρούμενο βήμα αυτού

του είδους θα μας φέρει απλώς μπροστά σε ακόμα μεγαλύτερες εκτροπές,

εκβιασμούς και πιέσεις. Αν στις 5 Σεπτεμβρίου χρηματοδοτήσουμε την Τουρκία,

τον Δεκέμβριο δεν θα έχουμε επιχειρήματα για να αποτρέψουμε την καθιέρωσή της

ως υποψήφιας χώρας για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Κάτι τέτοιο θα αποτελεί θριαμβευτική επιβράβευση και καταξίωση της εξουσίας

των σοσιαλεθνικιστών και των Γκρίζων Λύκων, βαρύτατη προδοσία των αγώνων του

τουρκικού λαού για ελευθερία και δικαιοσύνη και ύβριν στη μνήμη των αθώων

θυμάτων του τραγικού σεισμού και της ασυδοσίας των αδίστακτων κερδοσκόπων του

τουρκικού κατεστημένου.

Ας χαράξει, λοιπόν, η κυβέρνηση σταθερή και αταλάντευτη πορεία. Διασφαλίζοντας

τη συναίνεση ευρύτερων πολιτικών δυνάμεων και την ενότητα της κυβερνητικής

πλειοψηφίας. Επιβάλλοντας τον σεβασμό όλων προς μια χώρα που έχει σταθερή

προσήλωση στις αρχές της, αλλά και ευαισθησία και αίσθηση της επικαιρότητας.