Ο Ανδριανόπουλος αυτόκλητος, καθυστερημένος, μάταιος απολογητής του

ατελείωτου σίριαλ της παγκοσμιοποίησης και της ελεύθερης αγοράς («ΝΕΑ»

15/7/99). Στην εξόντωση των εργαζομένων, ο ίδιος διαβλέπει θρίαμβο της αρχής

της ελευθερίας, καινοτομίες και νέες ευκαιρίες, τόλμη και δυναμισμό των ισχυρών.

Όμως, είναι ήδη αργά για να εκτελωνίζεται ακόμη το παραμύθι: όχι για το 1/3,

αλλά για τα 4/5 των σημερινών νέων, οι ευκαιρίες επαγγελματικής και κοινωνικής

ένταξης έχουν ήδη προ πολλού εκλείψει. Ενώ υπήρχαν άφθονες μεταπολεμικά, στις

δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70, τα πράγματα έχουν σήμερα μεταβληθεί

ριζικά και δεν παύουν να επιδεινώνονται με τη μαζική ανεργία και

προσωρινότητα. Οποία υποκρισία να προβάλλονται οι ισχυροί και επιτυχημένοι,

για να συγκαλυφθεί η αποτυχία ζωής ­ χωρίς ευθύνη δική τους ­ της πλειονότητας

των νέων! Ταυτόχρονα, συσκοτίζεται ακόμη ειδεχθέστερη πλευρά: η επιτυχία των

ισχυρών δεν είναι ανεξάρτητη από την αποτυχία των αδυνάτων, αλλά την

προϋποθέτει! Δεν προκύπτει από τη λειτουργία των νόμων της αγοράς, αλλά από

καταστρατήγησή τους.

Η αποτίμηση του κοινωνικού συστήματος δεν συνάγεται από την εξέλιξη των

μεσαίων εισοδημάτων, όπως απατηλά διανοείται ο Ανδριανόπουλος, αλλά από τις

περιπέτειες των άκρων: συγκέντρωση πλούτου και εξουσίας στην κορυφή, εξαθλίωση

στη βάση. Κατά την πρόσφατη 20ετία, ο νεοφιλελευθερισμός ξεπήδησε όχι από τον

δυναμισμό της δυτικής κοινωνίας, αλλά από την αδυναμία και το αδιέξοδό της.

Απαλλάσσει τους πραγματικούς ενόχους, ενοχοποιεί τα θύματα: άνεργοι, άστεγοι,

άποροι στιγματίζονται για την κατάστασή τους. Το κράτος διαβάλλεται ως

παρασιτικό και γραφειοκρατικό. Παρασιωπάται ότι ο φόρος δεν είναι αυτοσκοπός,

αλλά αναδιανέμεται υπέρ των ασθενεστέρων. Η φορολογία μειώνει βεβαίως το

ιδιωτικό εισόδημα, όμως οι κοινωνικές παροχές το αυξάνουν και μάλιστα υπέρ των

ασθενεστέρων. Όποιος σήμερα αξιώνει γενική μείωση του κράτους, στην ουσία έχει

στο μάτι τον αναδιανεμητικό ρόλο του και ιδίως τις κοινωνικές παροχές.

Με τον νεοφιλελευθερισμό, οι δυτικές κοινωνίες εισήλθαν σε φάση «εμφυλίου

πολέμου»: τα υψηλά εισοδήματα στράφηκαν εναντίον των χαμηλών, αθετώντας

υποχρεώσεις τους έναντι των αδυνάτων και του κοινωνικού συνόλου. Στο παρελθόν,

η ισχύς των κοινωνιών απέρρεε από την ικανότητα αυτοολοκλήρωσής τους, από την

ενσωμάτωση των κατώτερων τάξεων. Τα υψηλά μεταπολεμικά κέρδη στον δυτικό κόσμο

προήλθαν από τη διαρκή αύξηση παραγωγικότητας της εργασίας και από τη ραγδαία

ανάπτυξη και διεθνοποίηση της παραγωγής. Με τον νεοφιλελευθερισμό, σήμερα,

επιχειρείται το ακριβώς αντίστροφο: διόγκωση κέρδους σε συνθήκες φθίνουσας

παραγωγικότητας και ανάπτυξης. Ο νεοφιλελευθερισμός συνιστά κλασικό ιδεολογικό

σύνδρομο όχι εξόδου από την κρίση, αλλ’ αναπαραγωγής της: κάθε φορά που το

σύστημα βυθίζεται σε αδιέξοδο με τον φιλελευθερισμό, οι ανώτερες τάξεις

μεταθέτουν το κόστος της κρίσης στις κατώτερες. Τα κέρδη σήμερα αυξάνονται,

όμως όχι μέσω παραγωγικότητας ούτε μέσω νέου προϊόντος, αλλά με αρπακτικές

μεταβιβάσεις αξίας, εις βάρος άλλων τάξεων και τομέων. Όταν τα κέρδη

αυξάνονται ταχύτερα από το εθνικό προϊόν, ο Ανδριανόπουλος επιχαίρει ανεύθυνα,

χωρίς ν’ αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο για το σύνολο, ακόμη και για τους

σημερινούς αετονύχηδες.

Με τον μονεταρισμό από τις αρχές του 1980, διογκώθηκε η δανειστική οικονομία:

υψηλά επιτόκια απομυζούν εργασία των κατώτερων τάξεων που εξ ορισμού δεν

μπορούν να επιρρίπτουν το κόστος πιο κάτω. Το παγκόσμιο εξωτερικό χρέος

αυξήθηκε κατά την τελευταία 20ετία από 265 δισ. δολάρια σε 4.200: οι βάσεις

του σύγχρονου διεθνούς συστήματος αποδεικνύονται σαθρές και νοσηρές. Ο

Ανδριανόπουλος ξιπάζεται εμπρός στην «επιτυχία» μιας φούχτας οικογενειών και

πολυεθνικών. Καθ’ όσον με αφορά, ντρέπομαι για την έκταση φτώχειας και

ανασφάλειας στην εποχή μας, ανησυχώ για το άμεσο μέλλον, στο οποίο όλοι οι

κίνδυνοι έχουν ενεργοποιηθεί. Η ευαισθησία της κοινής γνώμης προς τα θύματα,

αντί να κατανοηθεί, λοιδορείται ως «σύνδρομο του κακομοίρη» από τον τολμητία

πολιτικό. Όμως ο άκριτος λιγουρισμός του ίδιου έναντι των ισχυρών είναι άραγε

κάτι άλλο εκτός από επαρχιωτισμός, σουσουδισμός και σαπουνόπερα;